Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Άρθρο του Ν.Μαραντζίδη αν υπάρχει ζήτηση για το Κέντρο


Υπάρχει ζήτηση για το Κέντρο;
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η​​ συζήτηση έχει ανάψει και το ερώτημα που πλανάται αφορά το αν μπορούν οι δυνάμεις του Κέντρου να συνθέσουν με επιτυχία έναν νέο κομματικό φορέα με σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
Με άλλα λόγια, μπορεί το Κέντρο να συγκροτήσει τον τρίτο πόλο ή απλώς θα προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες δικομματισμού, εκφράζοντας ένα είδος «ουδέτερης ζώνης» ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα;
Σε επίπεδο εκλογικών ερευνών, η απάντηση στο ερώτημα δείχνει εξαιρετικά ρευστή και αβέβαιη. Δημοσκοπικά μιλώντας, μέχρι σήμερα, η Δημοκρατική Συμπαράταξη κινούνταν μεταξύ 5-7% και το Ποτάμι γύρω στο 1,5%-2,5%. Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι αυτά τα ποσοστά αθροίζονται αυτόματα (που δεν αθροίζονται) η δύναμη του Κέντρου μόλις που αγγίζει διψήφιο ποσοστό. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο βρίσκεται χαμηλότερα των προσδοκιών των εκπροσώπων του πολιτικού αυτού χώρου, που σύμφωνα με δηλώσεις τους, οι πιο αισιόδοξοι από αυτούς θέλουν να υποκαταστήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλο της Ν.Δ. στο κομματικό σύστημα εφόσον ο πρώτος υποστεί σημαντική εκλογική φθορά, ενώ οι πιο συγκρατημένοι επιδιώκουν να καταγραφεί ο κεντρώος χώρος ως τρίτη πολιτική δύναμη με ποσοστά που δεν θα απέχουν πολύ από αυτά του δεύτερου κόμματος.
Οι διαδικασίες εκλογής ηγέτη του νέου κομματικού φορέα, παρότι δρομολογήθηκαν από τη Φ. Γεννηματά εδώ και αρκετούς μήνες, δεν είχαν απασχολήσει ουσιωδώς την κοινή γνώμη, ούτε έδειχναν να δίνουν κάποια ώθηση στην Κεντροαριστερά. Οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις φαίνεται πως δεν ενδιέφεραν ιδιαίτερα ή και κούραζαν τους ψηφοφόρους.
Οπως ομολογείται από όλους, ήταν η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του δημάρχου Αθηναίων, Γιώργου Καμίνη, που μετέτρεψε μια ανιαρή κατάσταση σε μια εκλογική αναμέτρηση που, ήδη, έχει κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών πολιτών μέχρι τώρα, πολύ περισσότερων από όσων μέχρι πρότινος ασχολούνταν με την Κεντροαριστερά. Το Κέντρο ίσως να μην έγινε ακόμη της μόδας αλλά οπωσδήποτε έδειξε σημάδια ζωής. Η παρουσία σημαντικών υποψηφιοτήτων (Ανδρουλάκης, Θεοδωράκης, Μανιάτης, Ραγκούσης) έδωσε στη διαδικασία κι άλλο «σασπένς», συστατικό απαραίτητο για να προκαλέσει μια αναμέτρηση το ενδιαφέρον του κοινού. Σήμερα που μιλάμε, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το εκλογικό αποτέλεσμα έστω κι αν υπάρχουν φαβορί και αουτσάιντερ. Η αβεβαιότητα αυτή, όμως, συνιστά για τον νέο φορέα ζωτικό οξυγόνο καθώς κρατάει τα βλέμματα στραμμένα πάνω του. Την επόμενη μέρα της αναμέτρησης κανείς δεν θα ασχολείται με τα διαδικαστικά προβλήματα (για θυμηθείτε την πρόσφατη εκλογή της Ν.Δ. και τι λεγόταν όταν έπεσε το σύστημα την ημέρα της εκλογής) αλλά με το μέγεθος της συμμετοχής και την πολιτική σημασία του αποτελέσματος.
Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στη διαδικασία δεν είναι απλώς θέμα αριθμητικής. Σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει τη δυναμική εκκίνησης της νέας ηγεσίας και του νέου φορέα. Οσο περισσότεροι ψηφίσουν τόσο περισσότερο η νέα ηγεσία θα είναι νομιμοποιημένη και με τόσο περισσότερη δυναμική θα εκκινήσει ο νέος φορέας. Αν η συμμετοχή είναι μικρή (ιδίως αν είναι αρκετά κάτω από το συμβολικό κατώφλι των 100.000), τότε η προσπάθεια υπονομεύεται εξαρχής.
Ποια είναι τα όρια της εκλογικής απήχησης του νέου εγχειρήματος; Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί σε αυτήν τη φάση. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, ο νέος φορέας εμφανίστηκε να καταγράφει δυνητικά περίπου 14%. Το ποσοστό είναι αναμφίβολα ελπιδοφόρο για τους οπαδούς του χώρου, αλλά ας κάνουν υπομονή. Μπορεί για τα πρωτοσέλιδα και τα σάιτ να είναι ωραίο, αλλά εξ όσων γνωρίζω κανένα κόμμα στον κόσμο, χωρίς τίτλο, πρόγραμμα και ηγέτη δεν μπορεί να καταγραφεί δημοσκοπικά στα σοβαρά. Μεθοδολογικά λοιπόν μιλώντας, αλλά και από εμπειρία, θα απέφευγα να προβώ σε βιαστικά συμπεράσματα.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε σε ένα ευαίσθητο σημείο όπου από τη μια διαφαίνεται η δυνατότητα ο χώρος του Κέντρου να μπορεί να ανακάμψει, αλλά από την άλλη υπάρχουν τόσα ανοιχτά μέτωπα και εμπόδια (διαδικαστικά και πολιτικά) να υπερπηδηθούν που θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να υποστηρίξει κανείς οτιδήποτε.
Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, βρίσκεται αλλού: υπάρχει ζήτηση για το Κέντρο; Με άλλα λόγια, υπάρχει σοβαρός αριθμός ψηφοφόρων που είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν ένα κόμμα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Ν.Δ. ως ουσιαστικό τρίτο πόλο του πολιτικού μας συστήματος; Υπάρχουν πράγματι ενδείξεις πως ένα τέτοιο σώμα ψηφοφόρων υφίσταται, όμως η στάση αυτών των ψηφοφόρων θα εξαρτηθεί επίσης και από την πολιτική προσφορά και τον χαρακτήρα του κομματικού ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, η μετακίνηση τόσο της Ν.Δ. όσο και του ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο, δείγμα της σταδιακής εξομάλυνσης της πολιτικής μας ζωής, συνιστά οπωσδήποτε μια απειλή για τον νέο φορέα, που πρέπει να αποδείξει στους ψηφοφόρους την αυτόνομη χρησιμότητά του στο πολιτικό σύστημα.
Προς το παρόν, η συζήτηση για το μέλλον του Κέντρου είναι, όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί, στοχαστικού χαρακτήρα, δηλαδή σχετίζεται με τυχαίες μεταβλητές παρά με συγκεκριμένες στρατηγικές και κινήσεις που πρέπει να γίνουν.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.