Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Πολύ καλό ιστορικό άρθρο για τη διαίρεση της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο


Το Γερμανικό Ζήτημα
Η ηττημένη Γερμανία εξελίχθηκε σε μήλον της Εριδος για τους δύο ψυχροπολεμικούς συνασπισμούς
Του Νίκου Παπαναστασίου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η μεταπολεμική διαίρεση της Γερμανίας σε τέσσερις ζώνες κατοχής (αμερικανική, βρετανική, γαλλική και σοβιετική) ανάλογα με τη διασπορά στρατευμάτων, επανέφερε το κλίμα έντασης και δυσπιστίας μεταξύ των μελών της αντιχιτλερικής συμμαχίας.
Πολύ σύντομα φάνηκε ότι οι αντιλήψεις τους για τη νέα διεθνή τάξη έτειναν να προσαρμόζουν τις στρατηγικές για την επίλυση του γερμανικού ζητήματος στις επιμέρους εθνικές επιδιώξεις, ανάλογα και με τις προτεραιότητες των δύο ψυχροπολεμικών συνασπισμών. Το γεγονός ότι η Γερμανία εξελίχθηκε σε μήλον της Εριδος συνδεόταν πρώτον, με την προοπτική διασφάλισης της τεράστιας οικονομικής ισχύος της, είτε για την ανασυγκρότηση της Ευρώπης (περίπτωση Δυτικών συμμάχων) είτε για την ταχεία αποκατάσταση της πολεμικής καταστροφής που είχαν υποστεί (περίπτωση ΕΣΣΔ), δεύτερον, με το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που διασφάλιζε ο έλεγχος ενός ηττημένου, αλλά ισχυρότατου αντιπάλου στην καρδιά της ηπειρωτικής Ευρώπης, που λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής ισχύος έναντι του αντίπαλου συνασπισμού.
Επιχείρηση εκρίζωσης του ναζισμού
Ηδη την επαύριο της διάσκεψης του Πότσνταμ διαφάνηκε ότι η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Σοβιετικής Ενωσης εμπόδιζε την εφαρμογή κοινής πολιτικής και οικονομικής συνισταμένης στην κατεχόμενη Γερμανία. Πνεύμα συνεργασίας επέδειξαν οι νικητές του πολέμου μόνο στην ανάγκη παραδειγματικής τιμωρίας των κυριότερων εγκληματιών πολέμου από διεθνές στρατιωτικό δικαστήριο στη Νυρεμβέργη (20/11/1945 - 1/10/1946), κυρίως για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ολοι σχεδόν οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του ναζιστικού καθεστώτος (Γιοντλ, Κάλτενμπρουνερ, Κάιτελ, Ρίμπεντροπ, Ρόζενμπεργκ, Ζάουκελ, Σάις-Ινγκβαρτ, Στράιχερ, Φρικ, Γκέρινγκ) καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, πλην του Γκέρινγκ που αυτοκτόνησε με υδροκυάνιο μία ημέρα πριν εκτελεστεί η απόφαση. Νομικοί κύκλοι αμφισβήτησαν έκτοτε επανειλημμένα την ετυμηγορία των δικαστών, με το σκεπτικό ότι όταν διαπράχθηκαν τα εγκλήματα δεν ήταν ποινικώς κολάσιμα. Θεώρησαν επομένως ότι με την αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου παραβιάστηκε μια θεμελιώδης νομική αρχή, ότι δεν υπάρχει έγκλημα και ποινή, χωρίς (υφιστάμενο) νόμο (nullum crimen sine lege praevia, nulla poena sine lege). Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η κυριότερη συνεισφορά αυτής της πρώτης δίκης εγκληματιών πολέμου (αλλά και των δώδεκα διάδοχων δικών ώς το 1949) έγκειται στη διαφώτιση της διεθνούς, αλλά και της γερμανικής κοινής γνώμης για την πολεμική προετοιμασία του Τρίτου Ράιχ και τη φύση και έκταση των ναζιστικών εγκλημάτων.
Για να αποκλειστεί η επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού, η «αποναζιστικοποίηση» (denazification), δηλαδή η απόπειρα κάθαρσης του δημόσιου βίου και των επιχειρήσεων από όσους είχαν υποστηρίξει ενεργά το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, έλαβε και στις τέσσερις ζώνες κατοχής τεράστιες διαστάσεις. Βέβαια με εξαίρεση την ΕΣΣΔ, που είχε συγκεκριμένη στόχευση, φάνηκε εξαρχής ότι η έλλειψη σχετικής εμπειρίας και ο υπερβάλλων ζήλος των Δυτικών θα οδηγούσε σε πλήρες αδιέξοδο. Ετσι ενώ για τους Σοβιετικούς η εκκαθάριση των ναζιστικών στοιχείων ήταν συνώνυμη της ανατροπής των καπιταλιστικών δομών, στις δυτικές ζώνες κατοχής η γενική υποχρέωση όλων των ενηλίκων να συμπληρώσουν ογκωδέστατο ερωτηματολόγιο (131 ερωτήματα) οδήγησε την περίοδο 1945/46 στη σύλληψη και κράτηση 200.000 ατόμων, ενώ ακόμα περισσότεροι απολύθηκαν από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ιδιαίτερα άτεγκτοι αποδείχτηκαν οι Αμερικανοί στον χώρο της οικονομίας, όπου υποβίβαζαν σε εργάτες, όσα στελέχη υπήρξαν έστω και απλά μέλη του ναζιστικού κόμματος. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον των Δυτικών να εκριζώσουν τον ναζισμό ατόνησε πολύ γρήγορα, καθώς θεωρήθηκε εμπόδιο στην οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, James F. Byrnes, σε ομιλία του στη Στουτγάρδη («Restatement of Policy on Germany», Σεπτέμβριος 1946. Η ομιλία είναι ευρύτερα γνωστή ως «Speech of hope»).
Οι επανορθώσεις
Το διαρκές έλλειμμα συντονισμού και συνεργασίας των τεσσάρων νικητών πρωτοφάνηκε στο οικονομικό πεδίο, παρά τη συμφωνία να αντιμετωπιστεί η γερμανική οικονομία ως ενιαίο σύνολο. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το ζήτημα των επανορθώσεων, όπου πρωτοστατούσε η Σοβιετική Ενωση, λόγω των τεράστιων θυσιών στις οποίες είχε υποβληθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στον κατάλογο των αποζημιώσεων περιλαμβάνονταν ολόκληρες βιομηχανικές μονάδες, που στη συνέχεια αποσυναρμολογούνταν και μεταφέρονταν στη Ρωσία, αλλά και κυριολεκτικά κάθε είδους προϊόν. Επιπλέον δικαιούνταν 10% επί του συνόλου των επανορθώσεων που αναλογούσαν στις υπόλοιπες τρεις ζώνες, με αντάλλαγμα τον εφοδιασμό τους με αγροτικά προϊόντα. Ομως η ασυνέπεια της σοβιετικής πλευράς επέφερε ένα πρώτο ρήγμα στις σχέσεις με την αμερικανική και βρετανική πλευρά, που την άνοιξη του 1946 σταμάτησαν με τη σειρά τους την καταβολή εμπράγματων αποζημιώσεων από τις δικές τους ζώνες κατοχής.
Πέρα από τη διεκδικητική στάση της ΕΣΣΔ και της Γαλλίας στο ζήτημα των επανορθώσεων, εξίσου αντιφατική και αντιπαραγωγική ήταν η αρχική απαίτηση και των τεσσάρων νικητών του πολέμου να περιοριστεί η γερμανική βιομηχανική παραγωγή, υπό τον φόβο αναβίωσης του ναζισμού. Ετσι τα ακραία αυτά αιτήματα υπονόμευαν κάθε προοπτική ταχείας αναστήλωσης της γερμανικής οικονομίας και περιστολής των κατοχικών δαπανών. Είναι δε ενδεικτικό ότι σε μια περίοδο που στη Βρετανία το ψωμί μοιραζόταν ακόμα με το δελτίο, η χώρα αυτή επωμιζόταν ετήσια κατοχικά έξοδα ύψους 80 εκατομμυρίων δολαρίων, όταν αντλούσε μόλις 29 εκατομμύρια δολάρια. Καθώς οι διαφοροποιήσεις των τεσσάρων μερών επέτειναν καθημερινά τα οικονομικά προβλήματα απαιτήθηκε μάλιστα έγγραφη συμφωνία (26/3/1946), προκειμένου να διασφαλιστεί ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για τον γερμανικό πληθυσμό. Τότε ορίστηκαν συγκεκριμένα επίπεδα βιομηχανικής παραγωγής ανά κλάδο σε σχέση με την προπολεμική περίοδο (31% για μηχανολογικό εξοπλισμό, 39% για ατσάλι, 68% για χημικά προϊόντα κ.λπ.). Ετσι, η διαρκώς αυξανόμενη δυσφορία των Βρετανών και Αμερικανών για τις προοπτικές ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας επιτάχυνε την οικονομική συνένωση της αμερικανικής και βρετανικής ζώνης («Bizone») στις αρχές του 1947, δημιουργώντας το «πρόπλασμα» της Δυτικής Γερμανίας. Αργότερα προστέθηκε και η γαλλική ζώνη, καθώς αποτελούσε προϋπόθεση για την ένταξη των ενοποιημένων ζωνών κατοχής στο σχέδιο Μάρσαλ. Μάταια ο Στάλιν παρέπεμπε στα συμφωνηθέντα στο Πότσνταμ και επέμενε σε πολιτική λύση («αποστρατιωτικοποιημένη και δημοκρατική» Γερμανία), προκειμένου να συνεχίσει να αντλεί πολλαπλά οικονομικά οφέλη.
Τελικά η εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν (12/3/1947) κλιμάκωσε ακόμα περισσότερο την αντιπαράθεση ΗΠΑ - Σοβιετικής Ενωσης, και περιόρισε τα περιθώρια σύγκλισης στο εσωτερικό της Μεγάλης Συμμαχίας. Στην τετραμερή διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα (10 - 24/4/1947) όλες οι πλευρές υπερασπίστηκαν τις πάγιες θέσεις τους, δυναμιτίζοντας όχι μόνο τις διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση των όρων για την υπογραφή συνθηκών ειρήνης με τη Γερμανία και την Αυστρία (εκκρεμούσε από το 1945), αλλά και κάθε δυνατότητα να καταλήξουν σε διασυμμαχική συμφωνία για το μέλλον της Γερμανίας. Ειδικά η πλευρά των Δυτικών συμμάχων θεωρούσε την παραμικρή υποχώρηση έναντι της Μόσχας, προάγγελο «εκσοβιετισμού», δεδομένης και της στρατιωτικής υπεροπλίας των Σοβιετικών στην Ευρώπη.
Η διχοτόμηση της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ
Μέσα σε σκηνικό έντασης, Σοβιετικοί και Δυτικοί επιτάχυναν διαρκώς τις προσπάθειες για την εδραίωση των πολιτικών και οικονομικών τους συστημάτων στην κατεχόμενη Γερμανία. Το αδιέξοδο επιβεβαιώθηκε και στην τελευταία συνάντηση των Μολότωφ, Μάρσαλ, Μπέβιν και Μπιντώ στο Λονδίνο (25/11 - 16/12/1947), αφού δεν κατάφεραν να καταρτίσουν γερμανική συνθήκη ειρήνης.
Μάλιστα το γεγονός ότι μετά τη διαίρεση της Γερμανίας σε δύο ξεχωριστά κράτη τέτοια συμφωνία δεν επρόκειτο να υπογραφεί αποτέλεσε βολικό άλλοθι των κυβερνήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήδη από τη δεκαετία του ’50 για τη διαρκή κωλυσιεργία στο αίτημα καταβολής επανορθώσεων και επιστροφής του κατοχικού δανείου που υπέβαλε η Ελλάδα.
Συνολικά, ωστόσο, η διχοτόμηση της Ευρώπης σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία επίλυσης του γερμανικού ζητήματος, αλλά ολοκληρώθηκε σταδιακά με τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινής αγοράς (Komekon), δηλαδή της σοβιετικής απάντησης στο σχέδιο Μάρσαλ, την επιβολή απόλυτου ελέγχου της ΕΣΣΔ στις χώρες-συμμάχους, μέσω της εγκαθίδρυσης μονοκομματικών κυβερνήσεων και την κυκλοφορία του γερμανικού μάρκου στις τρεις δυτικές ζώνες (συμπεριλαμβανομένου του Δυτικού Βερολίνου, Ιούνιος 1948) κ.α. Την οριστική ρήξη των δύο πλευρών, επισφράγισε ο χερσαίος αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου (Ιούνιος 1948 - Μάιος 1949), που ήταν θύλακος στη σοβιετική ζώνη κατοχής. Αυτή η σκληρή απάντηση της Μόσχας στη νομισματική μεταρρύθμιση σηματοδότησε την πρώτη σοβαρή όξυνση του Ψυχρού Πολέμου. Είναι δε αναμφίβολο ότι η σθεναρή αντίδραση των Δυτικών και ο αεροπορικός ανεφοδιασμός του Βερολίνου επέσπευσαν τελικά την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της δυτικής κοινότητας και τον επανεξοπλισμό της (η ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ έγινε το 1955).

* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.