Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Ιστορικό άρθρο για την πτώση του Βερολίνου το 1945


Η πτώση του Βερολίνου
Η επίθεση των Σοβιετικών κατά της καρδιάς του Τρίτου Ράιχ κατέληξε στην αυτοκτονία του Χίτλερ
66 χρόνια πριν
Του Βάιου Καλογρηά
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η ήττα της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ εγκαινίασε τη μεγάλη γερμανική υποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη στη Σοβιετική Ενωση και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη.
Οσο πλησίαζαν τα παλιά σύνορα του Ράιχ (ανατολική Πρωσία), τόσο περισσότερο οι Γερμανοί πολεμούσαν με τη μανία του απελπισμένου. Στην εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, η οποία είχε διδάξει τον Γερμανό στρατιώτη να περιφρονεί τους Σλάβους ως «κατώτερα όντα» και να πιστεύει στην ανωτερότητα της αρίας φυλής, προστέθηκε τώρα ο φόβος για τις «ορδές των μπολσεβίκων», οι οποίες απειλούσαν να κατακλύσουν τα γερμανικά εδάφη. Εκτός από την πίστη στον Φύρερ, που πολλοί στρατιώτες της Βέρμαχτ είχαν ήδη χάσει, η σωτηρία της γερμανικής πατρίδας αποκτούσε πια ύψιστη σημασία. Η απόπειρα κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944 θα συσπείρωνε τον λαό γύρω από τον αρχηγό και το καθεστώς του – για τελευταία, όμως, φορά. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Κόκκινος Στρατός θα βρισκόταν στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Στο Βερολίνο, την άλλοτε «πρωτεύουσα» της ηπείρου, θα έπεφτε η αυλαία του μεγαλύτερου δράματος που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα.
Συμμαχική προέλαση στη Γερμανία
Το φθινόπωρο του 1944 οι Σοβιετικοί «απελευθέρωσαν» τη Βαρσοβία. Στη δυτική Ευρώπη, οι Σύμμαχοι προσέγγιζαν και αυτοί τα σύνορα του Ράιχ. Οι εθνικοσοσιαλιστικές αρχές κατέγραφαν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Η ναζιστική προπαγάνδα επένδυε στον «μπολσεβικικό κίνδυνο»: ο Γκέμπελς σε ομιλίες και άρθρα του υπογράμμιζε ότι αν οι Γερμανοί δεν αντιστέκονταν, ο Κόκκινος Στρατός θα εξόντωνε τους ηλικιωμένους άνδρες και τα παιδιά, θα σκλάβωνε τις γυναίκες και τους υπόλοιπους θα τους έστελνε στη Σιβηρία. Οταν η προπαγάνδα δεν έπειθε, και οι περιπτώσεις αυτές δεν ήταν λίγες, είχε σειρά η τρομοκρατία. Σε αυτήν την τελευταία φάση της τρομοκρατίας εκτελέστηκαν τουλάχιστον 10.000 Γερμανοί με συνοπτικές διαδικασίες. Συνήθως επρόκειτο για «υπόπτους» που απειλούσαν το καθεστώς εκ των έσω. Πολλοί από αυτούς ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καθώς πλησίαζε το τέλος, η εκδικητική μανία του Χίτλερ και άλλων επιφανών αξιωματούχων του Ράιχ στράφηκε κατά των εσωτερικών τους αντιπάλων – υποτιθέμενων ή πραγματικών. Εχοντας στο μυαλό τους την «προδοσία του 1918» θέλησαν να εξοντώσουν κάθε πιθανό εχθρό: κανένας τους δεν έπρεπε να επιζήσει μεταπολεμικά. Σε αυτούς συγκαταλέγονταν και όσοι είχαν συμμετάσχει στη στρατιωτική συνωμοσία της 20ής Ιουλίου (είτε στρατιωτικοί είτε ιδιώτες). Στα θύματα ανήκε επίσης ο πρώην αρχηγός των κομμουνιστών Ερνστ Τάλμαν (Ernst Th?lmann), ο οποίος ήταν φυλακισμένος ήδη από το 1933. Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ έκλεινε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς.
Το ίδιο διάστημα ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε απειλητικά την ανατολική Πρωσία. Στις 23 Ιανουαρίου 1945 βρισκόταν σε γερμανικό έδαφος. Στα δυτικά, Αμερικανοί, Καναδοί, Βρετανοί στρατιώτες και μονάδες των «Ελεύθερων Γάλλων» πραγματοποιούσαν την εξόρμησή τους στην περιοχή του Ρήνου. Οι Αμερικανοί συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Σαξονία και το Μόναχο, οι Καναδοί προς την Ολλανδία και οι Βρετανοί κατευθύνθηκαν προς τη Βρέμη και το Αμβούργο. Στις 3 Απριλίου 1945 οι Σοβιετικοί εισήλθαν στη Βιέννη. Υστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων, αποφασίστηκε να καταληφθεί το Βερολίνο από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι διέθεταν τρομακτική υπεροχή σε τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άνδρες, καθώς και την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα. Στα μέσα Απριλίου, περίπου 2,5 εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την τελική επίθεση στην πρωτεύουσα του Χίτλερ. Υποστηρίζονταν από 41.600 πυροβόλα και βαρείς όλμους, 6.250 τεθωρακισμένα και τέσσερις αεροπορικές στρατιές.
Γερμανικές απώλειες
Η Γερμανία δεν διέθετε πλέον επίλεκτες δυνάμεις. Μέχρι το 1944 είχε χάσει 1.802.000 άνδρες στο Ανατολικό Μέτωπο. 700.000 Γερμανοί ήταν έγκλειστοι σε σοβιετικά στρατόπεδα. Μέχρι τα τέλη του 1944 είχαν αιχμαλωτιστεί 800.000 μέλη της Βέρμαχτ από τα στρατεύματα των Δυτικών Συμμάχων. Μόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 1944 έχασε η Luftwaffe πάνω από 20.000 αεροπλάνα και οι γερμανικές πόλεις έμειναν εκτεθειμένες στους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Τον Μάρτιο του 1945 το ναζιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να στρατολογήσει σχεδόν 58.000 άτομα νεαρής ηλικίας. Με την απώλεια της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας δεν είχε πλέον πρόσβαση στις πολύτιμες πετρελαιοπηγές. Ενώ οι Γερμανοί προσπαθούσαν να εκκενώσουν βιαστικά τα στρατόπεδα εξόντωσης και να σβήσουν τα ίχνη της ύπαρξής τους, οι επιζώντες κρατούμενοι κατευθύνονταν προς τα δυτικά, έχοντας να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τους εξαγριωμένους άνδρες των Ες Ες. Το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησαν κύματα Γερμανών προσφύγων που εγκατέλειψαν την ανατολική Ευρώπη, θέλοντας να αποφύγουν τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού. Ο γερμανικός λαός έτρεμε την εκδίκηση των Συμμάχων για τα εκατομμύρια θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.
Οι φανταστικές μεραρχίες και το «Νερώνειο διάταγμα»
Ο κλοιός γύρω από το Βερολίνο έσφιγγε – το κέντρο της πόλης είχε καταστραφεί από τους αμερικανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας του Ράιχ έβλεπε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Κλεισμένος στο μπούνκερ της Καγκελαρίας και αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο άνθρωπος, που φιλοδοξούσε να γίνει η σημαντικότερη φυσιογνωμία της γερμανικής ιστορίας, είχε χάσει πλέον κάθε επαφή με τη λογική. Με φανερά τα σημάδια της αρρώστιας του Πάρκινσον, ο Χίτλερ, ένας πρόωρα γερασμένος άνδρας, συνέχιζε τους ατελείωτους μονολόγους του και έδινε διαταγές σε μεραρχίες-φαντάσματα και ανύπαρκτους στρατούς. Αν και αντιλαμβανόταν ότι το τέλος ερχόταν, δεν συνθηκολογούσε. Η «προδοσία του 1918» δεν θα επαναλαμβανόταν – αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του. Πιστός στα φυλετικά του προστάγματα για την «επικράτηση του ισχυροτέρου», εξέδωσε το περίφημο «Νερώνειο διάταγμα», το οποίο προέβλεπε την καταστροφή των σημαντικότερων βιομηχανιών του Ράιχ, μια και ο γερμανικός λαός είχε αποδειχτεί αδύναμος απέναντι στους λαούς της Ανατολής. Το διάταγμα αγνοήθηκε τελικά, αφού δεν συμμερίζονταν όλοι οι Γερμανοί αξιωματούχοι τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του αρχηγού τους και δεν ήθελαν να θυσιάσουν ολόκληρο το έθνος στον βωμό του εθνικοσοσιαλιστικού μολώχ.
Σκληρές οδομαχίες
Στις 20 Απριλίου 1945, την ημέρα των 56ων γενεθλίων του Φύρερ, η σοβιετική επίθεση εγκαινίασε την έναρξη της μάχης του Βερολίνου. Τις επόμενες μέρες ένας ένας οι συνεργάτες του Χίτλερ, ανάμεσά τους ο Αλμπερτ Σπέερ και ο Χάινριχ Χίμλερ, εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους και το κέντρο της πόλης, λίγο πριν οι Σοβιετικοί στρατηγοί Ζούκοφ και Κόνιεφ ολοκληρώσουν την κύκλωσή του.
Την υπεράσπιση της γερμανικής πρωτεύουσας διεύθυνε ο ίδιος ο Χίτλερ. Ομως οι δυνάμεις που διέθετε, δεν ξεπερνούσαν τους 100.000 άνδρες. Η Περιοχή Αμύνης του Βερολίνου στηριζόταν, θεωρητικά, σε μια αντιαεροπορική Μεραρχία, 9 Λόχους του Συντάγματος Φρουρών της Grossdeutschland («Μεγάλη Γερμανία»), μερικά Τάγματα της Αστυνομίας, μερικά Τάγματα σκαπανέων Μηχανικού και 20 Τάγματα της Volkssturm. Η οχύρωση της πόλης είχε γίνει πρόχειρα και βιαστικά, ενώ οι πολιτοφυλακές της Volkssturm, χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και οπλισμό, αποτελούνταν από έφηβους και ηλικιωμένους, που δεν συνιστούσαν σοβαρή απειλή για τον εμπειροπόλεμο Κόκκινο Στρατό. Οπως και στο Στάλινγκραντ, έτσι και στο Βερολίνο, οι μάχες πήραν τη μορφή σκληρών οδομαχιών. Μάχες διεξήχθησαν ακόμη και από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και από υπόγειο σε υπόγειο. Η επικράτεια της αυτοκρατορίας συρρικνώθηκε δραματικά, σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων. Στις 29 Απριλίου εισήλθαν Σοβιετικοί στρατιώτες στο κυβερνητικό τετράγωνο γύρω από την Potsdamerplatz στην καρδιά του Βερολίνου. Μια μέρα αργότερα έλαβε χώρα η επίθεση στο Reichstag – τα κόκκινα λάβαρα ανέμιζαν πια σε κτίρια της πόλης.
Τίτλοι τέλους στο μπούνκερ της Καγκελαρίας
Στις τελευταίες στιγμές του Ράιχ ο Χίτλερ, απαλλαγμένος από κάθε καθήκον, παντρεύτηκε σε μια λιτή τελετή την Εύα Μπράουν. Τις πρωινές ώρες έβαλε το σοβιετικό πυροβολικό κατά της Καγκελαρίας. Οι στρατιωτικοί διοικητές ανακοίνωσαν στον Χίτλερ, ότι μέχρι το τέλος της ημέρας θα είχαν όλα τελειώσει. Μετά το μεσημεριανό του γεύμα, ο Χίτλερ αποχαιρέτησε τις γραμματείς του και αποσύρθηκε με την Εύα Μπράουν στο γραφείο του. Δέκα λεπτά αργότερα ο υπηρέτης του και ο στενός του συνεργάτης Μάρτιν Μπόρμαν τον βρήκαν νεκρό – δίπλα στην επίσης νεκρή σύζυγό του. Το παράδειγμά του θα ακολουθούσαν και πολλά μέλη του κόμματος και των Ες Ες, οι οποίοι δεν ήθελαν να δώσουν λόγο για τα εγκλήματά τους σε συμμαχικά δικαστήρια ή έκριναν ότι η ζωή τους δεν είχε πια κανένα νόημα μετά την πτώση του Ράιχ. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Φύρερ, τα δύο πτώματα παραδόθηκαν στη φωτιά. Ο Χίτλερ δεν ήθελε να πέσει ούτε νεκρός σε σοβιετικά χέρια, αφού φοβόταν τη διαπόμπευση του άψυχου σώματός του από τον Κόκκινο Στρατό.
Η συντριβή...
Στην «Πολιτική Διαθήκη» του, που υπαγόρευσε στις 29 Απριλίου, εξέφρασε την άποψη ότι δεν ήταν υπεύθυνος για την έκρηξη του πολέμου το 1939. Ομολογούσε ή καλύτερα θριαμβολογούσε για τη γενοκτονία των Εβραίων, την οποία είχε άλλωστε προφητέψει. Ο πόλεμος, όπως υπογράμμιζε, είχε ξεκινήσει από εκείνους τους άνδρες που είτε ήταν Εβραίοι στην καταγωγή είτε εξυπηρετούσαν τα εβραϊκά συμφέροντα. Τέλος, κληροδοτούσε στις επερχόμενες γενιές την υποχρέωση να διατηρήσουν στο ακέραιο τους φυλετικούς νόμους και να συνεχίσουν την αντίσταση κατά του «διεθνούς Ιουδαϊσμού». Ο «Αγών» του, όμως, είχε ολοκληρωθεί με τη Mάχη του Βερολίνου και τη συντριβή της αυτοκρατορίας του.

* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μάιντς.