Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Άρθρο του Foreign Affairs για το τέλος των αεροπλανοφόρων


Το τέλος των αεροπλανοφόρων;
Ο στρατηγικός τους ρόλος σήμερα και στο μέλλον
Βασίλης Σιταράς
(Πηγή : http://www.foreignaffairs.gr)
Για χώρες όπως οι ΗΠΑ, το αεροπλανοφόρο (aircraft carrier) υπήρξε μια μείζων πλατφόρμα προβολής στρατιωτικής ισχύος από τον Β’ Π.Π. μέχρι και σήμερα.
Από τότε που εκτόπισε το θωρηκτό (battleship) ως το πιο σημαντικό πλοίο επιφανείας, κυριάρχησε παγκοσμίως, αποτελώντας την σπονδυλική στήλη του επονομαζόμενου «blue water navy», δηλαδή του στόλου που επιχειρεί στις ανοιχτές θάλασσες. Μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή είναι αναγκαία: Στο Θέατρο Επιχειρήσεων του Ειρηνικού (ΡΤΟ), από τα μέσα του 1942 και για τα τρία επόμενα έτη, τα επιθετικά αεροσκάφη των αμερικανικών αεροπλανοφόρων, παρά το μικρό τους μέγεθος και την αντίστοιχη εμβέλεια, είχαν προσβάλει με μεγάλη επιτυχία όχι μόνο θαλάσσιους αλλά ακόμη και επίγειους στόχους. Σε μια θρυλική πολεμική αποστολή τον Απρίλιο του 1942, 16 «δανεικά» αεροπλάνα B-25 της Αεροπορίας Στρατού προσέβαλαν το ίδιο το Τόκυο με ορμητήριο το αεροπλανοφόρο Hornet. Λίγους μήνες μετά (Ιούνιος 1942), στην αεροναυμαχία του Μίντγουεη, ναυτικά βομβαρδιστικά καταβύθισαν τα τέσσερα από τα έξι (!) αεροπλανοφόρα της Ιαπωνίας που είχαν επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ το 1941, αλλάζοντας την ροή του πολέμου.
Το αεροπλανοφόρο προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του όχι μόνο σε μείζονες περιφερειακούς πολέμους, όπως η Κορέα και το Βιετνάμ, αλλά και πιο πρόσφατα, μετά την λήξη του «Ψυχρού Πολέμου»: Την άνοιξη του 1996, κατά την διάρκεια της τρίτης κρίσης ανάμεσα στις δύο Κίνες (Third Taiwan Strait Crisis), ο τότε πρόεδρος Clinton απέστειλε στην περιοχή δύο ομάδες κρούσης αεροπλανοφόρων, το CVN-68 Nimitz [1] και το CV-62 Independence [2], συντελώντας στην ανακούφιση της Ταϊβάν. Αλλά και στην «δική μας» Μεσόγειο, ο Έκτος Στόλος του Αμερικανικού Ναυτικού (USN), που υπάρχει από τον Φεβρουάριο του 1950, διαθέτει ως κορμό του την «Δύναμη Κρούσης» -βλ. παρακάτω τι σημαίνει αυτό- T.F.60, η οποία έχει να επιδείξει μακρά δράση σε επιχειρήσεις, από την κρίση του Λιβάνου το 1958 μέχρι τις επιθέσεις κατά της Λιβύης το 1986, της Σερβίας το 1999 και πιο πρόσφατες.
Η Αμερική δεν είναι η μόνη που πιστεύει ακράδαντα σε αυτόν τον τύπο πλοίου: Το μοναδικό σήμερα γαλλικό αεροπλανοφόρο, το πυρηνοκίνητο Charles de Gaulle (σε υπηρεσία από το 2001) έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς σε πολλά θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων τα τελευταία 15 έτη. Μόνο στην Λιβύη, το 2011, τα αεροσκάφη του πραγματοποίησαν 1.350 πολεμικές εξόδους, ενώ το Φεβρουάριο του 2015 ξεκίνησαν αποστολές κρούσης εναντίον του ISIS. Η Βρετανία, έχοντας αποσύρει -για καθαρά οικονομικούς λόγους- τα τρία μεγάλα αεροπλανοφόρα της την περίοδο 1970-78, ναυπηγεί σήμερα δύο τεράστια, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, σκάφη της κλάσης Queen Elizabeth, που θα παραδοθούν στο Βασιλικό Ναυτικό το 2017 και το 2020, αντίστοιχα. Η Ρωσία, της οποίας το σοβιετικής τεχνολογίας Admiral Flota Sovetskogo Soyuza Kuznetsov είναι σήμερα 26 ετών (και 31 από καθελκύσεώς του, τον Δεκέμβριο του 1985), σχεδιάζει την αντικατάστασή του από ένα ακόμη μεγαλύτερο σκάφος. Το 2012, η Λ.Δ.Κίνας έθεσε σε υπηρεσία το αδελφό σκάφος του Ναυάρχου Kuznetsov, με το όνομα Liaoning. Καθελκύστηκε το 1988 και αγοράστηκε ημιτελές το 1998 από την Ουκρανία. Ένα τρίτο σοβιετικό κατάλοιπο, μικρότερο από την κλάση Kuznetsov (με σύντομη υπηρεσία ως το 1996, αρχικά ως Baky και κατόπιν -μετά το 1991- ως Admiral Gorshkov), κατέληξε τελικά στο… Ινδικό Ναυτικό, που το αναβάθμισε πλήρως και το έθεσε σε υπηρεσία με το όνομα Vikramaditya το 2013.
Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ CNAS (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015)
Και ενώ τα αεροπλανοφόρα ακόμη και σήμερα «αυξάνονται και πληθύνονται», σε θεωρητικό επίπεδο αντιμετωπίζουν έντονη αμφισβήτηση, τόσο λόγω του υπέρογκου κόστους τους, όσο και λόγω νέων τεχνολογικών «αντιμέτρων» που φαίνεται να μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Το κόστος είναι όντως δυσθεώρητο, αν και, βέβαια, ανάλογο του μεγέθους: Το τελευταίο αμερικανικό υπερ-αεροπλανοφόρο, που σηματοδοτεί και την εγκατάλειψη της κλάσης Nimitz [3] είναι το πολύπαθο CVN-78 Gerald R. Ford. Ξεκίνησε να ναυπηγείται το 2005 και δεν έχει ακόμη εισέλθει σε υπηρεσία -αναμένεται στην καλύτερη των περιπτώσεων για το τέλος του τρέχοντος έτους- παρά το ότι αρχικά προβλεπόταν να ενταχθεί στο στόλο το 2013. Η ολοκλήρωση των πολύπλοκων συστημάτων μάχης (systems integration) αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση, ενώ το συνολικό του κόστος έχει σήμερα εκτοξευθεί στα 13,5 δισ. δολάρια, 25% πάνω από τις εκτιμήσεις. Θα ακολουθήσουν σύντομα άλλα δύο σκάφη της ίδιας κλάσης, ενώ η συνολική απαίτηση είναι για δέκα, δηλαδή για τουλάχιστον 200 δισ. δολάρια σε βάθος χρόνου (μαζί με τον πληθωρισμό και το κόστος Έρευνας και Ανάπτυξης, R&D).
Επιπλέον, ένα αεροπλανοφόρο δεν επιχειρεί ποτέ από μόνο του, παρά μόνον ως ναυαρχίδα ενός ευρύτερου στολίσκου πλοίων με διαφορετικές αποστολές το καθένα, γνωστού ως «Δύναμη Κρούσης» (Task Force) ή, στην αμερικανική ορολογία, CVBG (carrier battle group). Εάν όλα αυτά τα «παρεπόμενα» του αεροπλανοφόρου δεν υπάρχουν, θα πρέπει να ναυπηγηθούν. Είναι λοιπόν προφανές ότι μόνο πολύ λίγες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο μπορούν να «αντέξουν» οικονομικά αυτού του είδους τα σκάφη, μολονότι δεν είναι όλα τόσο ακριβά όσο η προαναφερθείσα κλάση Ford: Το ιταλικό αεροπλανοφόρο τσέπης Cavour, σε πλήρη υπηρεσία από το 2008, εκτιμάται ότι δεν πρέπει να ξεπέρασε τα 2 δισ. δολάρια και, μάλιστα, στο εγγύς μέλλον θα διαθέτει τον ίδιο τύπο μαχητικού αεροσκάφους με το γιγαντιαίο CVN-78 (F-35 Joint Strike Fighter), αν και σε μικρότερους αριθμούς. Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε -εν συντομία- μόνο την κριτική περί της αναποτελεσματικότητας των αεροπλανοφόρων και επίσης να την ανασκευάσουμε, καθώς την θεωρούμε, σε κάποιο βαθμό, υπερβολική.
Τον Οκτώβριο του 2015, λοιπόν, ένας απόστρατος αξιωματικός του Αμερικανικού Ναυτικού και δη αεροπόρος ο ίδιος, ο Δρ. Jerry Hendrix, εξέδωσε, για λογαριασμό της «δεξαμενής σκέψης» CNAS -Center for a New American Security- μια βαρυσήμαντη μελέτη με τίτλο: «Retreat from Range: The Rise and Fall of Carrier Aviation» [4]. Η εν λόγω μελέτη έλαβε μεγάλη έκταση στον Τύπο των ΗΠΑ [5]. Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια ιστορική επισκόπηση των τεχνικών δυνατοτήτων του στόλου τα τελευταία περίπου 90 χρόνια (από τον Μάρτιο του 1922, όταν απέκτησε στις τάξεις του το Langley, το πρώτο πλοίο αυτού του τύπου). Αναφέρεται, με εξαιρετική συμπύκνωση των δεδομένων, στις κυριότερες κλάσεις σκαφών που τέθηκαν σε υπηρεσία, ιδίως, δε, μετά τον Β’ Π.Π. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο τίτλος της μελέτης, το βασικό της επιχείρημα συνοψίζεται στην εξής θέση: Η προοδευτική, ήδη από την δεκαετία του 1960 και ιδίως, δε, μετά το 1996, «υποχώρηση από την εμβέλεια» -δηλαδή η σμίκρυνση της εμβέλειας των αεροσκαφών τα οποία επιχειρούν από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα- μαρτυρεί την πτώση της ναυτικής αεροπορίας, η οποία σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί με την παλιά-καλή εποχή. Για να είναι όντως ακαταμάχητο ένα αεροπλανοφόρο, υποστηρίζει ο Hendrix, πρέπει το βεληνεκές των επιθετικών οπλοσυστημάτων του να υπερβαίνει, αν μη τι άλλο, το βεληνεκές των οπλοσυστημάτων του εχθρού που δύνανται να το πλήξουν. Με άλλα λόγια, είναι σαν να αναμετρώνται δύο πυγμάχοι, με το πλεονέκτημα να ανήκει σε εκείνον με τα μακρύτερα χέρια. Κάτι τέτοιο φαίνεται να ίσχυε επί πολλές δεκαετίες, όχι όμως πια. Αυτό διότι, πρώτον, και η εμβέλεια των ναυτικών αεροσκαφών των ΗΠΑ βαίνει τον τελευταίο μισό αιώνα -και ιδίως μετά το 1996- μειούμενη και, δεύτερον, τα εχθρικά όπλα που αποσκοπούν ειδικά εναντίον των αεροπλανοφόρων (carrier-killers) έχουν καταστεί πλέον άκρως επικίνδυνα.
Ως προς το πρώτο σκέλος των εξελίξεων, το οποίο αφορά τα ίδια τα ναυτικά αεροσκάφη, η κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται μετά την απόσυρση του τεράστιου Α-3 (βλ. παρακάτω), την οποία ο συγγραφέας τοποθετεί χρονικά στο 1991, αν και στην πραγματικότητα αυτή είχε λάβει χώρα ήδη από το 1971 στον βασικό ρόλο της ατομικής κρούσης. Όμως η μεγάλη παρακμή της αμερικανικής ναυτικής ισχύος επήλθε μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» και έγκειται κατά τον Hendrix στο εξής γεγονός: Την άδοξη ακύρωση (Ιανουάριος 1991) από τον τότε Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Dick Cheney, του αεροσκάφους κρούσης Α-12 Avenger II, πριν ακόμη προλάβει να πετάξει το πρωτότυπο. Με σχήμα ιπτάμενης πτέρυγας, όπως και το στρατηγικό Β-2, αυτό θα είχε προβλεπόμενη ακτίνα δράσης μάχης περί τα 1.000 ναυτικά μίλια ή 1.850 χιλιόμετρα και μάλιστα μόνο με εσωτερικό καύσιμο. Το Α-12 ή πρόγραμμα ΑΤΑ (Advanced Tactical Aircraft) επρόκειτο να αντικαταστήσει στις πολεμικές μοίρες του στόλου την βασική πλατφόρμα βαθιάς κρούσης ολόκληρης της περιόδου 1963-1996, το Grumman Α-6 Intruder. Το τελευταίο είχε εμβέλεια 880 ν.μ. (με εσωτερικό και εξωτερικό καύσιμο) και έδρασε με επιτυχία από το Βιετνάμ μέχρι τον Α’ Πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Κατόπιν τούτου, το Ναυτικό των ΗΠΑ αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να στραφεί στο «ημίμετρο» Boeing F/A-18E Super Hornet (πρώτη πτήση το 1995, αλλά εξήλθε στην θάλασσα μόλις το καλοκαίρι του 2002). Πρόκειται για ένα μαχητικό πολλαπλού ρόλου, με κόστος μονάδας όχι λιγότερο από 85 εκατ. δολάρια και ακτίνα δράσης μάχης 500 ν.μ., ακριβώς την μισή από του ακυρωθέντος Α-12. Ακόμη και το «αόρατο» (stealth) μαχητικό πολλαπλού ρόλου Lockheed Martin F-35, που αναμένεται να πλαισιώσει το Super Hornet στην θάλασσα από το 2019 και θα κοστίζει 130 εκατ. δολάρια έκαστο (!), δεν θα ξεπερνάει τα 550 ν.μ. ή μόλις 10% παραπάνω από το σημερινό Super Hornet, τουλάχιστον βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων [6]. Συμπερασματικά, γράφει ο Hendrix, όλη η έμφαση του Ναυτικού τα τελευταία 25 χρόνια δόθηκε στην αξιοπιστία (reliability) και στις ικανότητες εκτέλεσης πολλών εξόδων την ίδια ημέρα από το ίδιο αεροσκάφος (sortie generation capabilities). Από την άλλη, η μακρά εμβέλεια ήταν μια περιοχή την οποία και το Ναυτικό και το Πεντάγωνο (Υπουργείο Άμυνας) αποφάσισαν να την αφήσουν εκτός, παίρνοντας το σχετικό ρίσκο. Και καταλήγει στο μελαγχολικό απόφθεγμα ότι το Αμερικανικό Ναυτικό πλέον απλώς εξελίσσεται, χωρίς να καινοτομεί, όπως συνέβαινε παλαιότερα («It’s an evolutionary force, not a revolutionary force»), αποτελώντας εύκολο στόχο.
Ως προς το δεύτερο σκέλος των εξελίξεων, αυτό δεν περιλαμβάνει μια ολόκληρη ακολουθία γεγονότων σε βάθος χρόνου, αλλά συνέβη άπαξ και δη πολύ πρόσφατα. Πρόκειται για το τεχνολογικό «breakthrough» που ονομάζεται βαλλιστικό βλήμα εναντίον κινούμενων στόχων (πχ πολεμικών πλοίων) και το οποίο δεν υπήρχε καν, τουλάχιστον σε επιχειρησιακή μορφή, ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν ο βασικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ ήταν η στρατιωτικά πανίσχυρη ΕΣΣΔ [7]. Ο Hendrix γράφει ότι σήμερα η άνοδος νέων δυνάμεων όπως η Λ. Δ. της Κίνας, οι οποίες διαθέτουν δυνατότητα «παρεμπόδισης πρόσβασης και αποστέρησης περιοχής» (A2/AD, anti-access/area-denial), «απειλεί να εκτοπίσει το Αμερικανικό Ναυτικό πίσω από την εμβέλεια των αεροσκαφών του στόλου». Το ενδεχόμενο αυτό, συνεχίζει ο ίδιος, «θα περιορίσει την ικανότητα προβολής ισχύος εκ μέρους του Ναυτικού» και, επομένως, θα υπονομεύσει την αξιοπιστία της Αμερικής.
Η δυνατότητα A2/AD συνδέεται με το νέο βαλλιστικό βλήμα εναντίον πλοίων Dong Feng-21, ίσως το πλέον επίφοβο για τις ΗΠΑ -και όχι μόνο για το Ναυτικό- οπλοσύστημα ολόκληρης της μετασοβιετικής εποχής. Ειδικότερα, η Λ. Δ. της Κίνας, απογοητευμένη από την έκβαση της τρίτης κρίσης με την Ταϊβάν (βλ. παραπάνω), επιδόθηκε μετά το 1996 στην ανάπτυξη μιας έκδοσης του στρατηγικού πυραύλου Dong Feng-21 (που βρισκόταν σε υπηρεσία από το 1991) ειδικά εναντίον πλοίων. Η τεχνολογική πρόκληση ήταν τεράστια. Κι όμως, η σχετική έκδοση, γνωστή ως Dong Feng-21D (ή CSS-5 Mod-4), εισήλθε τελικά σε υπηρεσία το αργότερο εντός του 2014 -ίσως και το 2010- και επιδείχθηκε για πρώτη φορά δημόσια τον Σεπτέμβριο του 2015. Μολονότι τα ακριβή τεχνικά χαρακτηριστικά του «carrier-killer» Dong Feng-21D παραμένουν άκρως απόρρητα, εκτιμάται από ειδικούς ότι το δραστικό βεληνεκές του κυμαίνεται μεταξύ 900 και 1.500 ν.μ. (δηλαδή σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των ναυτικών αεροσκαφών των ΗΠΑ), η δε ταχύτητά του φθάνει τα 10 Μαχ, γεγονός που τον καθιστά μη ανασχέσιμο με βάση την υφιστάμενη τεχνολογία. Καταλήγει, λοιπόν, ο Hendrix, ότι τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα καθίστανται πλέον αναποτελεσματικά («have been rendered ineffective») από τα νέα αμυντικά συστήματα τα οποία εξελίσσουν, αναπτύσσουν επιχειρησιακά αλλά και εξάγουν [8] οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ.
ΤΙ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ Η ΜΕΛΕΤΗ - ΤΑ ΝΕΑ UCAS
Καταρχήν, ο αναγνώστης οφείλει να γνωρίζει ότι τα αεροπλανοφόρα, ακριβώς λόγω του κόστους τους (καθώς συναγωνίζονται για πιστώσεις όχι μόνο τα οπλικά συστήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και τα υπόλοιπα πλοία και υποβρύχια του ίδιου του Ναυτικού), υπήρξαν από παλιά αντικείμενο κριτικής, ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου οι αμυντικές δαπάνες ήταν πάντα εκτός συναγωνισμού. Προκειμένου, λοιπόν, να τα απαξιώσουν, οι πολέμιοί τους εντός του «γραφειοκρατικού παιγνίου» που διεξάγεται πάντοτε μέσα στην κυβέρνηση μιας χώρας, προσπαθούν να υπονομεύσουν την στρατιωτική τους αξία.

05052017-2.jpg
Το αεροπλανοφόρο USS Theodore Roosevelt (CVN 71) στην Αραβική Θάλασσα σε αυτή την φωτογραφία του Ναυτικού των ΗΠΑ που ελήφθη στις 21 Απριλίου 2015. REUTERS/U.S. Navy/Mass Communication Specialist 3rd Class Anthony N. Hilkowski/Handout

Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εξής περιπτώσεις, εκ των οποίων τις τρεις πρώτες τις έχουμε αναλύσει διεξοδικά στο παρελθόν [9]: Την άνοιξη του 1949, ο νέος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Louis Johnson, ακύρωσε αιφνιδιαστικά το υπό ναυπήγηση σκάφος United States, προκαλώντας μια από τις μεγαλύτερες διακλαδικές διαμάχες στην αμερικανική ιστορία, γνωστή στην βιβλιογραφία ως «Η εξέγερση των ναυάρχων» (The Revolt of the Admirals). Στο τέλος του 1953, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας, Winston Churchill, υπό την επίδραση του γαμπρού του, Duncan Sandys (υπουργού Προμηθειών την εποχή εκείνη και παλαιόθεν ορκισμένου εχθρού των αεροπλανοφόρων), χαρακτήρισε τα μεγάλα αεροπλανοφόρα «ευάλωτα», θέτοντας σε αμφιβολία το μέλλον του υπό ναυπήγηση Ark Royal, που τελικά παραδόθηκε το 1955. Λιγότερο τυχερό στάθηκε το Βασιλικό Ναυτικό τον Φεβρουάριο του 1966, όταν ο Εργατικός υπουργός Άμυνας, Denis Healey, ακύρωσε την κλάση αεροπλανοφόρων CVA-01, ενεργώντας ερήμην της πολιτικής -του αρμόδιου υφυπουργού- και της στρατιωτικής ηγεσίας του Royal Navy, η οποία παραιτήθηκε σύσσωμη σε ένδειξη διαμαρτυρίας (όπως είχε συμβεί και το 1949 στις ΗΠΑ). Το 1981, η Συντηρητική κυβέρνηση της M.Thatcher ανακοίνωσε ότι το νεότευκτο αεροπλανοφόρο τσέπης Invincible ήταν… πλεονάζον και διαθέσιμο προς πώληση στην Αυστραλία, έναντι του χαμηλού τιμήματος των 175 εκ. στερλινών (χωρίς τα αεροσκάφη κάθετης απογείωσης Sea Harrier και τα ελικόπτερα Sea King). Τον Φεβρουάριο του 1982, η Καμπέρα αποδέχτηκε την προσφορά και ανακοίνωσε ότι το πλοίο θα μετονομαζόταν, μετά την μεταβίβαση, σε Australia. Η αγοραπωλησία, όμως, δεν συνέβη ποτέ, για τον λόγο που θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Ερχόμενοι στην μελέτη του Hendrix, ως «λυδία λίθο» -βασικό μέτρο αξιολόγησης- των κλάσεων αεροπλανοφόρων εκλαμβάνει την εμβέλεια/ακτίνα δράσης μάχης που έχουν τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία επιχειρούν από το κατάστρωμά τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή, τόσο μακρύτερο είναι το «σιδερένιο χέρι» των ΗΠΑ. Ένα αεροπλανοφόρο με αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας είναι εξ ορισμού καλύτερο από ένα με αεροσκάφη μικρότερης εμβέλειας, ασχέτως των λοιπόν παραμέτρων που ήδη προαναφέρθηκαν, όπως η αξιοπιστία και ο μέγιστος αριθμός των πολεμικών εξόδων. Για την ακρίβεια, δε, αυτό που μετράει είναι η επίδοση εμβέλειας-φορτίου (payload-range), δηλαδή πόσο μεγάλο οπλικό φορτίο μπορεί να μεταφερθεί σε πόση απόσταση. Το ζενίθ αυτής της εξέλιξης ήταν το Forrestal και έκτοτε ξεκίνησε η παρακμή.
Εντούτοις, κατά την άποψη του υπογράφοντος, η συγκεκριμένη θεώρηση των αεροπλανοφόρων είναι, σε τελική ανάλυση, ανιστόρητη. Δεν αρκεί να συγκρίνει κανείς οπλοσυστήματα διαφορετικών εποχών, αλλά πρέπει να έχει επίγνωση και του ρόλου τους. Όπως, λοιπόν, προαναφέρθηκε, μέτρο σύγκρισης για τον Hendrix παραμένουν τα τέσσερα αεροπλανοφόρα Forrestal της περιόδου 1955-59 και τα τρία της βελτιωμένης κλάσης Forrestal, εκ των οποίων το πρώτο ήταν το Kitty Hawk [10]. Βασικός εξοπλισμός κρούσης των κλάσεων Forrestal και Kitty Hawk, όπως και των τριών σκαφών της προηγούμενης (1945-47) κλάσης Midway -τα οποία μετασκευάστηκαν και αυτά κατά τη δεκαετία του 1950 σε νέο ρόλο- ήταν το βαρύ βομβαρδιστικό Douglas A3D (γνωστό ως A-3 από το τέλος του 1962) Skywarrior. Την ιστορία του Skywarrior την καλύψαμε αναλυτικά σε πρόσφατο άρθρο μας, στο οποίο απλώς παραπέμπουμε εδώ [Σημ. 11]. Ήταν, πολύ απλά, το μεγαλύτερο και βαρύτερο αεροπλάνο που επιχείρησε ποτέ από αεροπλανοφόρο οποιασδήποτε χώρας, εξ ου και το άτυπο παρατσούκλι «Φάλαινα». Μόνο το εσωτερικό καύσιμο ανερχόταν σε 19.997 λίτρα, άλλο ένα παγκόσμιο ρεκόρ.
Ως γνήσιο στρατηγικό βομβαρδιστικό, συμπληρωματικό των Β-47 και Β-52 της USAF (Αμερικανικής Αεροπορίας), το A-3 διέθετε αναπόφευκτα πάρα πολύ μεγάλη, για τα ναυτικά δεδομένα, εμβέλεια, άνω των 1.800 ν.μ. Υπενθυμίζουμε ότι το πιο απομακρυσμένο σημείο της γης από τη θάλασσα, κοντά στα σινοσοβιετικά σύνορα της εποχής, απέχει 1.430 ν.μ., άρα το Α-3 ήταν θεωρητικά ικανό να πλήξει μέσα σε λίγες ώρες οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Επομένως, η κλάση Forrestal, την οποία έχει ως πρότυπο ναυτικής ισχύος ο Hendrix, διέθετε το πιο «μακρύ χέρι» για κρούση από κάθε άλλο αεροπλανοφόρο πριν ή μετά. Στρατηγικού χαρακτήρα, αλλά κατά τι μικρότερης εμβέλειας, ήταν και ο υπερηχητικός διάδοχος του Α-3, το A-5 Vigilante του 1958, το οποίο δεν πρόλαβε να αξιοποιηθεί πλήρως σε αυτόν το ρόλο. Το επιχειρησιακό του ντεμπούτο στην θάλασσα έγινε το 1962 επί του Enterprise, του πρώτου πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου στην ιστορία. Μια πενταετία αργότερα, όλα τα Α-5 είχαν μετατραπεί σε αναγνωριστικά, ενώ το Α-3 έριξε τις τελευταίες του βόμβες στη ΝΑ Ασία το 1966.
Με άλλα λόγια, την δεκαετία του 60 το στρατηγικό βομβαρδιστικό εξοβελίστηκε πλήρως από τα αεροπλανοφόρα, διότι τον αποτρεπτικό ρόλο τον ανέλαβαν υποβρύχια με πυρηνικά βλήματα Polaris: 41 τέτοια σκάφη με 656 στρατηγικά βλήματα (16 έκαστο) τέθηκαν σε υπηρεσία από το 1960 ως το 1967. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος στην ανάλυση του Hendrix: Συγκρίνει ανόμοια πράγματα, ήτοι τα σημερινά αεροπλανοφόρα, τα οποία ως πλατφόρμες κρούσης έχουν μόνο τακτικό ρόλο, με τα Forrestal, μια κλάση η οποία είχε σχεδιαστεί -όπως και το ακυρωθέν το 1949 United States- για ρόλο πρωτίστως στρατηγικό. Με άλλα λόγια, συγχέει την προ-Polaris εποχή με την μετά-Polaris.

05052017-3.jpg
Ένα μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος X-47B απογειώνεται από το κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου USS George H. W. Bush στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανοικτά των ακτών του Norfolk της Virginia, στις 10 Ιουλίου 2013. REUTERS/Rich-Joseph Facun

Ας έλθουμε, τώρα, στην «απειλή» που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει το κινεζικό βλήμα Dong Feng-21D. Καταρχήν, αυτό το σύστημα το διαθέτει μόνο μια χώρα και δεν φαίνεται, επί του παρόντος, να εξάγεται σε άλλη. Ακόμη κι αν το θεωρήσουμε όντως αποτελεσματικό, διότι δεν έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα δοκιμές εναντίον κινούμενων στόχων στην ανοιχτή θάλασσα, παραμένει άκρως αμφίβολη η χρήση του σε μια πιθανή σύρραξη ανάμεσα στις δύο Κίνες, κατά την οποία οι ΗΠΑ θα τοποθετήσουν αεροπλανοφόρα στα ανοιχτά της Ταϊβάν, όπως έπραξαν το 1996. Με άλλα λόγια, είναι άλλο πράγμα η θεωρητική ικανότητα πλήγματος και άλλο η αποφασιστικότητα να προβεί κάποιος σε αυτό, ειδικά, δε, να χτυπήσει πρώτος («first strike»). Προσωπικά, θεωρώ εξαιρετικά απίθανο η κινεζική ηγεσία να βυθίσει αμερικανικό αεροπλανοφόρο, παρασύροντας στο θάνατο ίσως και 5.000 άνδρες, μόνο και μόνο για να επιτύχει αντικειμενικούς στόχους της ως προς την Ταϊβάν. Το διακύβευμα είναι τόσο μικρό, που δεν αξίζει τον κόπο μια τόσο ριψοκίνδυνη ενέργεια: Πέραν της επίδρασης που θα είχε κάτι τέτοιο στις διμερείς σχέσεις, πολιτικές και οικονομικές, η -εντελώς σίγουρη- στρατιωτική «απάντηση» των ΗΠΑ σε μια τέτοια σοκαριστική ενέργεια θα ήταν πολλαπλάσια, και σε έκταση και σε ένταση. Ένας μόνο πύραυλος και δη εναντίον πλοίων δε σημαίνει ότι η Λ.Δ.Κίνας έχει φθάσει, ή έστω πλησιάσει, την τρομακτική στρατιωτική ισχύ (πυρηνική και συμβατική) των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, το κόστος για τους Κινέζους από μια βύθιση αμερικανικού αεροπλανοφόρου θα ήταν πολλαπλάσιο του οφέλους, άρα μια τέτοια ενέργεια δεν θα ήταν ορθολογική.
Επιπλέον, το αεροπλανοφόρο -δηλαδή τα αεροσκάφη του- δεν επιτελεί μόνο ρόλο κρούσης, αλλά και δευτερεύοντες ρόλους, οι οποίοι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται. Η εναέρια περιπολία μάχης (CAP-combat air patrol) σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τη «Δύναμη Κρούσης», που με την σειρά της εξασφαλίζει εναέρια υπεροχή, είναι μια σημαντική αποστολή, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν. Σε δύο από τα πιο γνωστά «θερμά επεισόδια» της δεκαετίας του 1980 (το 1981 και το 1989), αμφότερα στον Κόλπο της Σύρτης, από δύο αμερικανικά αναχαιτιστικά F-14 Tomcat την κάθε φορά κατέρριψαν ισάριθμα λιβυκά μαχητικά -τύπου Su-22 και MiG-23, αντίστοιχα- και έδειξαν ποιος έχει τον έλεγχο των ουρανών της Μεσογείου, ακόμη και λίγα ναυτικά μίλια από τις ακτές της Λιβύης. Στον πόλεμο των νησιών Φώκλαντς το 1982, τα λιγοστά μαχητικά Sea Harrier του Invincible (αυτού που υποτίθεται ότι θα αγόραζε η Αυστραλία…) και του γερασμένου Hermes έσωσαν την τιμή της Μ. Βρετανίας: Χάρη στην ευελιξία τους και στους πολύ καλούς χειριστές της Fleet Air Arm, συνετέλεσαν αποφασιστικά στη νίκη των δυνάμεων του στέμματος εναντίον της χούντας της Αργεντινής, καθώς το τελικό «σκορ» στις αερομαχίες (dogfights) ήταν 24 έναντι 0! Οι συνολικές πολεμικές απώλειες (combat losses) που κατέγραψαν το 1982 στα Φώκλαντς τα Sea Harrier ήταν δύο, αμφότερες από επίγεια πυρά. Κατόπιν τούτων, η σχεδιαζόμενη πώληση του Invincible στην Αυστραλία ακυρώθηκε.
Αλλά και η βαθιά κρούση δεν έχει εξοβελιστεί οριστικά από τα αεροπλανοφόρα. Το «κενό» το οποίο άφησε η απόσυρση του Α-6, το 1996, αναμένεται να καλυφθεί μερικώς κατά την δεκαετία του 2020 από ένα ριζοσπαστικό πολεμικό αεροσκάφος χωρίς καν πιλότο (UCAS, Unmanned Combat Air System): Πρόκειται για την έκδοση παραγωγής του Northrop Grumman X-47B ή, έστω, μιας παραπλήσιας πλατφόρμας ανάλογων δυνατοτήτων. Δύο πρωτότυπα επίδειξης τεχνολογίας X-47B, τα οποία παραγγέλθηκαν από το Ναυτικό το 2007, βρέθηκαν στον αέρα από το Φεβρουάριο του 2011 και άφησαν άριστες εντυπώσεις, πραγματοποιώντας αληθινές δοκιμές πάνω σε αεροπλανοφόρα, ήδη από τον Νοέμβριο του 2012, καθώς και δοκιμές εναέριου ανεφοδιασμού (aerial refueling). Με εμβέλεια πτήσης πάνω από 2.100 ν.μ. ή 3.900 χιλιόμετρα, το βάρους 20 και πλέον τόννων Χ-47Β συναγωνίζεται ακόμη και το Α-3! Σε δύο εσωτερικές αποθήκες, μπορεί να μεταφέρει 2.000 κιλά «έξυπνες» βόμβες ή άλλα όπλα αέρος-εδάφους. Το αμιγώς ερευνητικού χαρακτήρα πρόγραμμα Χ-47Β κόστισε σχεδόν 1 δισ. δολάρια, αρκετά παραπάνω από τον αρχικό προϋπολογισμό, αλλά υπήρξε εξαιρετικά επιτυχές.
Και ο ίδιος ο Hendrix, σημειωτέον, είναι φανατικός υπέρμαχος αυτού του είδους αεροσκαφών στον ρόλο της κρούσης, θεωρώντας τα ικανά υποκατάστατα των επανδρωμένων βομβαρδιστικών. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2016, λίγους μήνες μετά την μελέτη του Hendrix, το Ναυτικό των ΗΠΑ αποφάσισε το μελλοντικό UCAS παραγωγής -ο στρατιωτικός κωδικός του οποίου παραμένει άγνωστος- να διαθέτει πρωτίστως αναγνωριστικό ρόλο, διατηρώντας, όμως, και περιορισμένη δυνατότητα βαθιάς κρούσης («with limited strike capability»). Περίπου 2,2 δισ. δολάρια θα δαπανηθούν για την ανάπτυξη πλήρους κλίμακας (FSD) του προγράμματος UCAS από το 2016 έως το 2021 περίπου, οπότε και αναμένεται να εισέλθει σε παραγωγή. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, λοιπόν, οι πρώτες επιχειρησιακές παραδόσεις των «αεροσκαφών-ρομπότ» στο Αμερικανικό Ναυτικό θα ακολουθήσουν από το 2022, δηλαδή ακριβώς έναν αιώνα μετά την είσοδο σε υπηρεσία του ιστορικού πρώτου αεροπλανοφόρου του, του Langley (1922). Ο δεύτερος αιώνας ναυτικής αεροπορίας, ακόμη κι αν παραμείνει μερικώς επανδρωμένος, θα κυριαρχείται από τα UCAS.

* Ο Δρ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι στρατιωτικός αναλυτής, συγγραφέας πέντε βιβλίων και τακτικός συνεργάτης των περιοδικών «Πτήση και Διάστημα» και «Στρατιωτική Ιστορία».


(Στην 1η φωτογραφία : Ξεπερασμένης εποχής; Το αεροπλανοφόρο USS George H.W. Μπους (CVN 77) διέρχεται τον Κόλπο του Άντεν στις 23 Οκτωβρίου 2014. REUTERS/U.S. Navy/Mass Communication Specialist 2nd Class Abe McNatt)


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Πυρηνοκίνητο, με πλήρες εκτόπισμα 100.000 t.
[2] Συμβατικής πρόωσης, με πλήρες εκτόπισμα 80.000 t.
[3] Δέκα σκάφη αυτής της κλάσης τέθηκαν σε υπηρεσία από το 1975 έως το 2009, όλα ενεργά σήμερα
[4] http://www.cnas.org/retreat-from-range
[5] Βλ. ενδεικτικά το εξής δημοσίευμα: Jeremy Bender, Retired US Navy captain: The centerpiece of the Navy's future doubles down on a 20-year-old strategic mistake, http://www.businessinsider.com/the-future-of-the-us-navy-2015-10
[6] Οι αρχικές προδιαγραφές του προγράμματος JSF, γύρω στο έτος 2000, απαιτούσαν μεγαλύτερη εμβέλεια, αλλά η αύξηση του βάρους την περιόρισε αισθητά.
[7] Τα μόνα σοβιετικά βλήματα εναντίον πλοίων ήταν τύπου «κρουζ», με σχετικά χαμηλή ταχύτητα και επομένως θεωρητικά ανασχέσιμα.
[8] Για την ακρίβεια, μόνον η έκδοση εναντίον στόχων ξηράς του Dong Feng-21 έχει εξαχθεί μέχρι σήμερα (στην Σαουδική Αραβία).
[9] Βλ. αντίστοιχα άρθρα μας στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχη 198 (Ιούλιος 2013), 210 (Ιούλιος 2014) και 235 (Αύγουστος 2016).
[10] Ο συγγραφέας της μελέτης έχει, βεβαίως, επίγνωση του διαφορετικού ρόλου που είχαν τα σκάφη εκείνης της εποχής (“The Forrestal and the ships that followed her were designed for one specific purpose: to launch and recover aircraft large enough to carry a heavy load of ordnance a long distance”), αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, εμμένει να τον προβάλλει ως την «δέουσα» αποστολή όλων των αεροπλανοφόρων ακόμη και σήμερα.
[11] Βλ. εκτενές άρθρο μας για την ιστορία και δράση του Α-3 στο περιοδικό Πτήση και Διάστημα, τεύχος 357, Ιανουάριος 2016.

Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.