Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Ιστορικό άρθρο για τον Πόλεμο της Μπιάφρας


Ο Πόλεμος της Μπιάφρας
ΑΣΤΕΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Οι περισσότεροι Νιγηριανοί δεν θυμούνται τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην oμοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας και στην επαρχία της Μπιάφρας, ο οποίος άφησε, μέσα σε δυόμισι χρόνια, πάνω από δύο εκατομμύρια νεκρούς.
Η συντριπτική πλειονότητα των 170.000.000 κατοίκων της χώρας γεννήθηκε μετά τη λήξη του πολέμου το 1970. Στην ίδια όμως τη νοτιοανατολική Νιγηρία όπου εξελίχθηκε μία από τις πιο φρικτές ανθρωπιστικές κρίσεις στην παγκόσμια ιστορία, ένα νέο αποσχιστικό κίνημα επιδιώκει και πάλι την ανεξαρτησία της περιθωριοποιημένης επαρχίας – ευτυχώς, αυτή τη φορά, ειρηνικά. Δημιούργημα της βρετανικής αποικιοκρατίας, με πάνω από 250 εθνότητες με πολύ διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και με σοβαρές διαιρετικές τομές (χριστιανοί στον Νότο/μουσουλμάνοι στον Βορρά), η Νιγηρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960. Σύμφωνα μ’ έναν από τους πρώτους πολιτικούς της άνδρες, η χώρα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια «γεωγραφική έκφραση».
Η πρώτη περίοδος της ανεξαρτησίας της Νιγηρίας
Με το Σύνταγμα του 1947, το Λονδίνο είχε διαιρέσει τη χώρα σε τρεις διοικητικές περιφέρειες (Βορράς, Δύση, Ανατολή). Οι περιφέρειες αυτές αντιστοιχούσαν σε κάποιο βαθμό στις περιοχές των τριών πολυπληθέστερων εθνοτήτων της Νιγηρίας: των Yoruba (νοτιοδυτικά), των Igbo (νοτιοανατολικά) και των Hausa/Fulani (βόρεια). Με την ανεξαρτησία, η Νιγηρία έγινε το πρώτο κράτος της Αφρικής που απέκτησε ομοσπονδιακούς θεσμούς και οι τρεις διοικητικές περιφέρειες αντικαταστάθηκαν από τρεις ομόσπονδες «πολιτείες». Ωστόσο, οι επιμέρους πολιτικές ελίτ δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν βιώσιμες συμμαχίες. Αντίθετα, «ο φυλετισμός έγινε πολιτική ιδεολογία»: τρία κόμματα με εθνοτικές βάσεις στις τρεις πολιτείες ξεκίνησαν έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό για πρόσβαση στο ομοσπονδιακό θησαυροφυλάκιο. Ετσι, σύντομα οι πολιτικοί θεσμοί της Πρώτης Δημοκρατίας κατέρρευσαν.
Πραξικοπήματα
Στις 15 Ιανουαρίου του 1966, μια μικρή ομάδα νεαρών Χριστιανών αξιωματικών ανέτρεψε τη δημοκρατική κυβέρνηση της Νιγηρίας, δολοφονώντας τον ομοσπονδιακό πρωθυπουργό Tafawa Balewa και τον πρωθυπουργό της Βόρειας Περιφέρειας Ahmadu Bello (και οι δύο μουσουλμάνοι από τον Βορρά). Οι πραξικοπηματίες διακήρυξαν την πρόθεσή τους να παραμείνουν προσωρινά στην εξουσία για να καταπολεμήσουν τη διαφθορά και κυρίως τους εθνοτικούς ανταγωνισμούς. Στην πράξη όμως τους ενίσχυσαν. Η μία εθνότητα στράφηκε κατά της άλλης και στο χάος που ακολούθησε ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Johnson Aguiyi-Ironsi, ένας Igbo, κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την κατάσταση. Ομως οι προσπάθειές του να καταργήσει τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της χώρας προκάλεσαν την αντίδραση των άλλων ελίτ –ιδιαίτερα του Βορρά– που θεώρησαν ότι το στρατιωτικό καθεστώς επιδίωκε να επιβάλει την κυριαρχία της Ανατολής. Επειτα από βίαιες ταραχές και σφαγές Igbo σε πόλεις του Βορρά με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς κι ένα μαζικό κύμα προσφύγων, εκδηλώθηκε ένα νέο πραξικόπημα – αυτή τη φορά από αξιωματικούς προερχόμενους από τον Βορρά. Οι νέοι πραξικοπηματίες δολοφόνησαν τον Ironsi. Εκατοντάδες χιλιάδες Igbo, φοβούμενοι για τη ζωή τους, εγκατέλειψαν τις κατοικίες τους στον Βορρά. Αργότερα, το προσφυγικό ρεύμα επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Νιγηρίας. Τελικά 1.000.000 εξαντλημένοι άνθρωποι αναζήτησαν ασφάλεια στα ανατολικά.
Δυόμισι χρόνια αποκλεισμός με δύο εκατομμύρια θύματα
Τότε ο κυβερνήτης της Ανατολικής Περιφέρειας Emeka Ojukwu αποφάσισε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της «Δημοκρατίας της Μπιάφρας». Η αποσχιστική κίνηση υποστηρίχθηκε από τη Γαλλία, τη Νότια Αφρική, την Πορτογαλία, την Ακτή Ελεφαντοστού, την Τανζανία και τη Ζάμπια.
O Οjukwu ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα. Αυταρχικός και δεινός ρήτορας ήλπιζε ότι η Μπιάφρα θα μπορούσε να γίνει η πλουσιότερη περιφέρεια της Νιγηρίας. Μεταξύ 1958 και 1968 η παραγωγή πετρελαίου της χώρας είχε αυξηθεί από 5.000 σε 415.000 βαρέλια την ημέρα. Τα κοιτάσματα πετρελαίου βρίσκονταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Παρ’ όλα αυτά η συμφωνία για τη διανομή των εσόδων δεν ευνοούσε την Μπιάφρα. Το καθεστώς Ojukwu πίστευε ότι η ανεξαρτησία θα έκανε την περιφέρεια οικονομικά βιώσιμη. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα περισσότερα κοιτάσματα βρίσκονταν στο Δέλτα του Ποταμού Νίγηρα που κατοικούνταν από άλλες μειονότητες (Ιbibio, Ijaw, Efik) που για χρόνια ζητούσαν την αυτονομία τους από την Ανατολή απλά αγνοήθηκε.
Ο Ojukwu ηγήθηκε μιας προσπάθειας κατάληψης του Λάγκος – της τότε πρωτεύουσας της χώρας. Αναγκάστηκε όμως να υποχωρήσει στην Μπιάφρα. Εκατό χιλιάδες στρατιώτες περικύκλωσαν την περιφέρεια και η ομοσπονδιακή αεροπορία ξεκίνησε βομβαρδισμούς. Παρά την ηρωική αντίσταση, οι εξεγερμένοι Igbo βρέθηκαν αντιμέτωποι μ’ ένα αργό και βασανιστικό τέλος.
Πέρασαν σχεδόν δυόμισι χρόνια (1967-1970), στη διάρκεια των οποίων σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την πείνα και τις ασθένειες Η Μπιάφρα τελικά συνθηκολόγησε τον Ιανουάριο του 1970 και ο Ojukwu κατέφυγε στη γειτονική Ακτή Ελεφαντοστού.
Στην αρχή υπήρξαν φόβοι για μαζικές σφαγές αντεκδίκησης. Ωστόσο, η πολιτική της νιγηριανής κυβέρνησης «ούτε νικητές, ούτε ηττημένοι» («no victors, no vanquished») που ακολούθησε η κυβέρνηση Gowon επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τη συμφιλίωση. Η εδαφική ακεραιότητα της χώρας διατηρήθηκε χάρη στη συμπαράταξη των νότιων Yoruba με τους βόρειους Hausa/Fulani. Μια δεκαετία αργότερα, ο εκλεγμένος πρόεδρος Shehu Shagari έδωσε χάρη στον Οjukwu, ο οποίος επέστρεψε στη Νιγηρία το 1982. Tην ίδια χρονιά ο Βρετανός συγγραφέας Frederick Forsyth –θερμός θαυμαστής του Ojukwu– δημοσίευσε τη βιογραφία του με τον τίτλο «Εmeka». Ο Ojukwu προσπάθησε να ασχοληθεί με την πολιτική –αυτή τη φορά μέσω αναγνωρισμένων κομμάτων– αλλά χωρίς επιτυχία. Πέθανε τελικά τον Νοέμβριο του 2011.
Τραγωδία που άλλαξε ολόκληρο τον κόσμο
Ο Πόλεμος της Μπιάφρας εξασφάλισε την ενότητα της Νιγηρίας – καταδεικνύοντας ότι τα αποσχιστικά κινήματα δεν αποτελούν επιλογή. Ταυτόχρονα όμως ανέδειξε και την πολιτική δύναμη που επρόκειτο να σφραγίσει την πολιτική ιστορία της χώρας: τις ένοπλες δυνάμεις. Μία σειρά από καταπιεστικές στρατιωτικές ηγεσίες κυβέρνησαν τη Νιγηρία για τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν – μέχρι την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1999.
Ωστόσο, η δημοκρατική Νιγηρία έφερε στην επιφάνεια δυσαρέσκειες που ήταν για δεκαετίες στη σκιά: η τρομοκρατική οργάνωση Μπόκο Χαράμ στη Βορειοανατολική Νιγηρία είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Αλλά και η σύλληψη στα τέλη του 2015 του Nnamdi Kanu, του αρχηγού του Κινήματος των Ιθαγενών της Μπιάφρας (IPOB) και διευθυντή του πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού Radio Biafra, προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας – διαδηλώσεις χωρίς προηγούμενο από το 1970. Στον σχεδόν μισό αιώνα που έχει παρέλθει από το τέλος του εμφυλίου, οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι είναι περιθωριοποιημένοι, χωρίς ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση, με φτωχές υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας και παραμελημένες υποδομές. Το θέμα δεν είναι πλέον η καταπίεση αλλά η κακή διακυβέρνηση, η ανεργία και η φτώχεια. Παρά τον τεράστιο ενεργειακό της πλούτο, η Νιγηρία βρίσκεται σήμερα στην 152η θέση στον κόσμο στο Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης με προσδόκιμο ζωής μόλις τα 53 χρόνια.
Από μια άλλη πλευρά, η τραγωδία της Μπιάφρας δεν άλλαξε μόνον τη Νιγηρία αλλά ολόκληρο τον κόσμο. H Μπιάφρα έγινε το παγκόσμιο σύμβολο της ανθρωπιστικής τραγωδίας. Δύο Γάλλοι γιατροί, ο Max Recamier και ο Bernard Kouchner πήγαν εθελοντικά κατά τη διάρκεια του πολέμου για να βοηθήσουν τα θύματα. Εκεί βίωσαν τη φρίκη. Ασκησαν σφοδρή κριτική στην «πολιτική της σιωπής» που ακολουθούσε η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Ο υπόλοιπος κόσμος, υποστήριξαν, έπρεπε να μάθει για το τι συμβαίνει σ’ αυτή την ξεχασμένη περιοχή της υφηλίου. Ετσι ίδρυσαν τους «Γιατρούς χωρίς Σύνορα», μια οργάνωση που θα άλλαζε ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις συγκρούσεις, τις ασθένειες και τη φτώχεια. Αυτοί οι ανθρωπιστές γιατροί έμειναν στην ιστορία ως «the Biafrans».

* Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών.

(Στην φωτογραφία : Στρατιώτες της Μπιάφρας στο στρατόπεδο προσφύγων της Ονίτσα, μετά τη συνθηκολόγηση που υπεγράφη στις 15 Ιανουαρίου 1970)