Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Άρθρο του Ν. Αλιβιζάτου για το πολίτευμα που οραματίζεται ο Ερντογάν


Το πολίτευμα που οραματίζεται ο Ερντογάν
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Τ​​όσο στα διεθνή όσο και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος που προωθεί ο κ. Ταγίπ Ερντογάν περιγράφεται κατά κανόνα με ουδέτερους όρους: το πολίτευμα της γείτονος, υποστηρίζεται, μετατρέπεται από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό.
Κάτι που μπορεί μεν να εξυπηρετεί τις φιλοδοξίες του Τούρκου ηγέτη, δεν είναι όμως και προς ψόγο. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως λέγεται, το παράδειγμα των ΗΠΑ αλλά και αρκετών ακόμη δημοκρατικών χωρών –συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου!– δείχνει ότι το προεδρικό πολίτευμα δεν είναι καθεαυτό αντιδημοκρατικό.
Η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη. Το πολίτευμα που οραματίζεται ο κ. Ερντογάν δεν ακολουθεί το δοκιμασμένο προεδρικό πρότυπο. Περιλαμβάνει μερικές «πρωτοτυπίες», οι οποίες το καθιστούν εξόχως αυταρχικό και επικίνδυνο. Θα προσπαθήσω να αποδείξω γιατί.
Η μείζων βέβαια μεταβολή που επιφέρει η αναθεώρηση του κ. Ερντογάν είναι η κατάργηση του Υπουργικού Συμβουλίου ως ξεχωριστού οργάνου, καθώς και του πρωθυπουργού. Οπως επαναλαμβάνεται με έμφαση σε δύο άρθρα του σχεδίου συντάγματος, η εκτελεστική εξουσία ανήκει σε ένα και μόνο πρόσωπο, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο τελευταίος θα διορίζει και θα παύει τους υπουργούς του ανέλεγκτα και οι τελευταίοι θα είναι υπόλογοι αποκλειστικά σε αυτόν και όχι στην Εθνοσυνέλευση. Η τελευταία θα έχει το δικαίωμα να τους ζητεί πληροφορίες και να τους απευθύνει ερωτήσεις, δεν θα μπορεί όμως να τους απομακρύνει εάν αυτοί συνεχίζουν να έχουν την εμπιστοσύνη του προέδρου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους αντιπροέδρους, που ο πρόεδρος διορίζει και ανακαλεί όποτε θέλει. Πρόκειται για θεσμό καινοφανή, ο οποίος, αν δεν υπήρχε το ανάλογο προηγούμενο του συντάγματος Αλίεφ στο Αζερμπαϊζάν, θα συνιστούσε παγκόσμια πρωτοτυπία. Το σύνταγμα δεν καθορίζει τον αριθμό τους. Ο πρόεδρος επιλέγει όσους αντιπροέδρους θέλει και τους αναθέτει όσες από τις αρμοδιότητές του επιθυμεί.  Δεν συνιστά ασφαλώς πρωτοτυπία ούτε και ο τρόπος εκλογής του Τούρκου προέδρου. Από το 2007 εκλέγεται απευθείας από τον λαό εάν συγκεντρώσει το 50%+1 των ψήφων, διαφορετικά σε δύο γύρους. Ο αριθμός των υποψηφίων όμως περιορίζεται, αφού μπορούν πλέον να τους υποδείξουν μόνο τα δύο πρώτα σε μέγεθος πολιτικά κόμματα ή 100.000 πολίτες. Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής, όπως άλλωστε και της Εθνοσυνέλευσης, που εκλέγεται ταυτόχρονα με αυτόν. Στο σημείο ακριβώς αυτό αρχίζουν οι «ιδιαιτερότητες» του προτεινόμενου συντάγματος, που του προσδίδουν και τον άκρως αυταρχικό χαρακτήρα του.
Αποκλίνοντας από το προεδρικό μοντέλο και τη σύμφυτη με αυτό διάκριση των εξουσιών, το άρθρο 116 του συντάγματος του κ. Ερντογάν παρέχει τη δυνατότητα στον πρόεδρο να διαλύει την Εθνοσυνέλευση. Στην περίπτωση αυτή όμως λήγει αυτοδικαίως και η δική του θητεία και, μαζί με τις βουλευτικές εκλογές που προκηρύσσονται, διεξάγονται και προεδρικές. Την αυτοδιάλυσή της όμως μπορεί να αποφασίσει και η ίδια η Εθνοσυνέλευση με πλειοψηφία των 3/5 των μελών της. Η απόφασή της αυτή, ωστόσο, συνεπιφέρει και τη λήξη της θητείας του προέδρου. Στην εκλογές που θα επακολουθήσουν, εάν ο πρόεδρος διανύει τη δεύτερη θητεία του, μπορεί να είναι υποψήφιος για τρίτη φορά. Ετσι, αν υπάρχει συμπαιγνία προέδρου και Εθνοσυνέλευσης –πράγμα πολύ πιθανό, αφού ο πρόεδρος επιτρέπεται όχι απλώς να εκλεγεί αλλά και να παραμείνει αρχηγός κόμματος– ο κανόνας της απαγόρευσης τρίτης προεδρικής θητείας καταστρατηγείται.
Η περίπλοκη αυτή ρύθμιση, όμως, δεν αποβλέπει σε αυτό. Πρώτιστη επιδίωξή της είναι να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο πρόεδρος και κοινοβουλευτική πλειοψηφία να προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Στόχος της είναι, με άλλα λόγια, να υπάρχει ιδεολογικοπολιτική ομοιογένεια ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Εντούτοις, η ομοιογένεια αυτή πλήττει την πεμπτουσία του προεδρικού συστήματος, που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη «ανασχετικών αυτοματισμών», δηλαδή θεσμικών αντιβάρων, ικανών να αναχαιτίσουν τον μοιραία ισχυρό μονοπρόσωπο αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας. Να θυμίσω τη σημασία των «ενδιάμεσων» εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες; Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη δεύτερου νομοθετικού σώματος και την απουσία ανεξάρτητων δικαστηρίων (υπενθυμίζεται ότι 9.000 δικαστές και εισαγγελείς απολύθηκαν τους τελευταίους μήνες), οδηγεί αναπόδραστα σε ένα συμπαγές μπλοκ κυβερνώσας πλειοψηφίας, την οποία εν τέλει χειραγωγεί ο πρόεδρος.
Πράγματι, στον τελευταίο παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης προεδρικών (νομοθετικών) διαταγμάτων χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση «για κάθε ζήτημα που σχετίζεται με την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας». Και ναι μεν, τυπικά, η νομοθετική εξουσία ανήκει στην Εθνοσυνέλευση και οι νόμοι που αυτή ψηφίζει υπερισχύουν των (νομοθετικών) διαταγμάτων που εκδίδει ο πρόεδρος, πλην όμως, στην πράξη, η σχεδόν βέβαιη πολιτική ταύτιση Βουλής και προέδρου είναι μάλλον σίγουρο ότι θα αποκλείσει πιθανές συγκρούσεις.
Αν στα ανωτέρω προσθέσει κανείς ότι, με άλλη διάταξη του σχεδίου συντάγματος, η διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων ανατίθεται στον πρόεδρο, στον οποίο επίσης ανήκουν ο καθορισμός και η εφαρμογή της πολιτικής εθνικής ασφαλείας και ο διορισμός ακαθόριστου αριθμού ανώτατων κρατικών λειτουργών, αντιλαμβάνεται γιατί το πολίτευμα του κ. Ερντογάν δεν είναι απλώς προεδροκεντρικό. Είναι καισαρικό και μπορεί πολύ εύκολα να μετεξελιχθεί σε ανοιχτή δικτατορία. Ανήκω σε εκείνους που προ ετών είχαν πιστέψει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ειλικρινής μεταρρυθμιστής. Νόμιζα ότι επεδίωκε για τη χώρα του τη μεγάλη προσέγγιση, που όλοι έως τότε θεωρούσαμε αδύνατη, δηλαδή τη σύνθεση Ισλάμ και Δύσης. Οπως και πολλοί ακόμη, είχα χαιρετίσει τη θεσμική αποδυνάμωση του στρατού που επιχειρούσε και τον περιορισμό της παντοδυναμίας των κεμαλιστών. Οι προσδοκίες μας, δυστυχώς, διαψεύσθηκαν, καθώς πολύ προτού το πραξικόπημα του παρελθόντος Ιουλίου του δώσει το έναυσμα να στραφεί επί δικαίους και αδίκους, για να εξοβελίσει από τον κρατικό μηχανισμό δεκάδες χιλιάδες αντιπάλους του, είχε ενδώσει στην πρόκληση της αλαζονείας και του αυταρχισμού.
Είναι κρίμα αυτό που σήμερα συμβαίνει, πρώτα απ’ όλα για τον τουρκικό λαό, ο οποίος –ας μην το ξεχνάμε– είναι ο μόνος στον ισλαμικό κόσμο που διαθέτει μια στοιχειώδη έστω κοινοβουλευτική παράδοση. Είναι κρίμα όμως και για εμάς, αφού η επικράτηση του καισαρισμού στην Τουρκία θα οδηγήσει μοιραία σε ενίσχυση της επιθετικότητάς της, σε μεγαλοϊδεατισμούς και στα άλλα γνωστά ιδεολογήματα, στα οποία όλα τα αυταρχικά καθεστώτα προσφεύγουν σε αναζήτηση μακροημέρευσης. Να ευχηθούμε λοιπόν ο τουρκικός λαός, στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, να επιφυλάξει στον κ. Ερντογάν μια δυσάρεστη έκπληξη. Και ο κ. Ερντογάν να μη βρει μιμητές στην Ελλάδα.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομ. καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.