Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Ιστορικό άρθρο για το «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου» Ντελ Γκολ - ΕΟΚ το 1966


Ο «συμβιβασμός του Λουξεμβούργου»
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΜΟΥΖΗ
Την 1η Ιουλίου 1965, με μια δραματική και πρωτοφανή στις διεθνείς σχέσεις πρωτοβουλία, η γαλλική κυβέρνηση ανακάλεσε τον μόνιμο αντιπρόσωπό της στην ΕΟΚ, αρνήθηκε να συμμετάσχει στα Συμβούλια Υπουργών της Κοινότητας, και αγνόησε ακόμη και τις διαβουλεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό του 1966.
Το μποϊκοτάρισμα των κοινοτικών διαδικασιών κράτησε έξι μήνες και συγκλόνισε την ΕΟΚ, γενόμενο γνωστό ως «η κρίση της άδειας καρέκλας». Αρκετούς μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1966, ο στρατηγός Κάρολος Ντε Γκωλ, με επιστολή του προς τον Αμερικανό ομόλογό του, Λίντον Τζόνσον, ανακοίνωνε τη γαλλική αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Με αυτή την απόφαση, ο γαλλικός στρατός δεν υπαγόταν πλέον στις διαταγές του ανώτατου συμμαχικού διοικητή Ευρώπης, ένας μεγάλος αριθμός συμμάχων αξιωματικών που υπηρετούσαν στη Γαλλία έπρεπε να αποχωρήσει, ενώ και το αρχηγείο του ΝΑΤΟ αναγκάστηκε να μεταφερθεί, εσπευσμένα, από το Παρίσι στις Βρυξέλλες.
Ευρωπαϊκή ενοποίηση και εθνικοί στόχοι
Η διπλή κρίση του 1965-66 αντιπροσώπευε την κορύφωση της γκωλικής πρόκλησης προς τη δυτικοευρωπαϊκή τάξη. Ωστόσο, για να γίνουν πλήρως αντιληπτές και οι δύο κρίσεις, είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι βασικές αντιλήψεις του στρατηγού για την εξωτερική πολιτική.
Οταν η Τέταρτη Δημοκρατία μπήκε στην τελευταία της μοιραία δοκιμασία, το 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ ανέλαβε την εξουσία με στόχο να απεμπλέξει τη χώρα από τον πόλεμο της Αλγερίας και να ολοκληρώσει την επώδυνη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, καθώς και να επιβάλει τη μετάβαση στην Πέμπτη Δημοκρατία μέσω των συνταγματικών αλλαγών και κυρίως με την ανάδειξη μιας ισχυρής Προεδρίας της Δημοκρατίας, ως έναν εύρωστο θεσμό που θα αποκαθιστούσε τη γαλλική επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις. Στην κορυφή της Πέμπτης Δημοκρατίας, ο Ντε Γκωλ αναμόρφωσε τη θέση της Γαλλίας στο παγκόσμιο σύστημα, εγκαινιάζοντας μια πολιτική του γαλλικού «μεγαλείου» (grandeur) επικεντρωμένη στην πυρηνική ανεξαρτησία της «force de frappe», στη σφυρηλάτηση μιας Ευρώπης «ελεύθερης» από την κυριαρχία των δύο υπερδυνάμεων, και στον εκσυγχρονισμό του γαλλικού κράτους και της οικονομίας.
Στο ευρωπαϊκό μέτωπο, ο Ντε Γκωλ αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Η Γαλλία ήταν επιτυχημένο μέλος του κινήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης: οι εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων της στους Ευρωπαίους εταίρους της αυξάνονταν πέντε φορές το 1957-1969, ενώ η υπό διαμόρφωση Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) εξασφάλιζε προνομιακές ρυθμίσεις για τα γαλλικά αγροτικά προϊόντα. Αλλά ο στρατηγός περιφρονούσε τους υπερεθνικούς θεσμούς και πίστευε ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να ασκηθεί νομίμως μόνον από τα έθνη-κράτη. Ετσι, όταν το 1965 ο πρόεδρος της Επιτροπής, Walter Hallstein, παρουσίασε μια πρόταση για την ανάπτυξη των ιδίων πόρων της Κοινότητας (που θα ενέτεινε την ανεξαρτησία της έναντι των κρατών-μελών) και για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ο στρατηγός την εξέλαβε ως μία ακόμη απαράδεκτη αποκήρυξη της κρατικής κυριαρχίας. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο δύσκολα, καθώς η πρόταση της Επιτροπής συνέπεσε με το τέλος της προβλεπόμενης μεταβατικής περιόδου για την ίδρυση της Κοινής Αγοράς και την εισαγωγή της αρχής της πλειοψηφίας (όχι ομοφωνίας) στο Συμβούλιο Υπουργών. Ολα αυτά επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους του Ντε Γκωλ σχετικά με τη φιλοδοξία της Κοινότητας να ενισχύσει το υπερεθνικό της σκέλος μέσω νέων αρμοδιοτήτων και πόρων πάνω στις οποίες τα κράτη-μέλη θα είχαν ελάχιστο έλεγχο.
Συμφωνία κυρίων να γίνει αποδεκτή η διαφωνία
Επειτα από έξι εξαντλητικούς μήνες και με τον κίνδυνο της διαρκούς απομόνωσης, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επαναρχίσουν τις διαβουλεύσεις. Τον Ιανουάριο του 1966, ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πρόεδρος του Συμβουλίου, Pierre Werner, πρότεινε μια συμβιβαστική λύση. Ο «συμβιβασμός του Λουξεμβούργου» ήταν στην πράξη μια συμφωνία κυρίων να γίνει αποδεκτή η διαφωνία. Οριζε ότι, όταν μια χώρα θεωρούσε πως τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα επηρεάζονταν αρνητικά, οι διαπραγματεύσεις έπρεπε να συνεχιστούν έως την επίτευξη ομοφωνίας.
Παρά την απουσία ενός ορισμού της έννοιας του ζωτικού εθνικού συμφέροντος, ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου χρησιμοποιήθηκε ως ένα εργαλείο για να εμποδιστεί η λήψη αποφάσεων διά πλειοψηφίας, και δημιούργησε ένα de facto δικαίωμα βέτο που μετέτρεπε την ομοφωνία στη συνηθέστερη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αυτό το κενό, που γινόταν όλο και λιγότερο διαχειρίσιμο μετά τις διαδοχικές διευρύνσεις της Κοινότητας, καλύφθηκε, έστω μερικώς, με την Κοινή Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία από την 1η Ιουλίου 1987 διεύρυνε το φάσμα των αποφάσεων που θα λαμβάνονταν με ενισχυμένη πλειοψηφία.
Στο μεταξύ, στο πεδίο της αναμέτρησης στο ΝΑΤΟ, η γαλλική αποχώρηση μπορεί να ερμηνευθεί ως η λογική κλιμάκωση της παλαιάς προσπάθειας του Ντε Γκωλ να αναδιατάξει τους συσχετισμούς ισχύος μέσα στην ατλαντική συμμαχία. Ο ίδιος ήταν επικριτικός έναντι του ΝΑΤΟ από το 1958, όταν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί είχαν απορρίψει την πρότασή του για τη δημιουργία ενός τριμερούς διευθυντηρίου που θα λάμβανε τις κρίσιμες αποφάσεις. Πέραν των ενδο-δυτικών σχέσεων, και στο πλαίσιο του στόχου του για ενισχυμένη εθνική ανεξαρτησία, ο Ντε Γκωλ προώθησε μια νέα διεθνή στρατηγική, που επιδίωκε να υπερβεί τα στενά πλαίσια του διπολικού Ψυχρού Πολέμου. Η εντυπωσιακή του επίσκεψη στη Μόσχα τον Ιούνιο του 1966 αντικατόπτριζε την αντίληψή του για ύφεση στην Ευρώπη, η οποία θα επούλωνε το ρήγμα Ανατολής-Δύσης.
Η δημόσια συζήτηση για τη στάση του Ντε Γκωλ, τότε και τώρα
Οι επικριτές του Ντε Γκωλ εκείνη την εποχή – όπως ο Jean Monnet και ο Paul-Henri Spaak, πατέρες της ευρωπαϊκής ενοποίησης– τον κατηγόρησαν ότι διακινδύνευε συνολικά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: επικέντρωσαν την κριτική τους όχι μόνον στην αναταραχή που προκάλεσε ο στρατηγός στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, αλλά επίσης στις έμμεσες επιθέσεις του στη Συνθήκη της Ρώμης και στην απόφασή του το 1963 να ασκήσει βέτο εναντίον της βρετανικής ένταξης στην Κοινότητα.
Ο Ντε Γκωλ περιγράφηκε ως ένας επικίνδυνος επαναστάτης, που επιπρόσθετα αποκήρυσσε το σύστημα του Bretton Woods, την αμερικανική ανάμειξη στο Βιετνάμ, ενώ αναγνώρισε και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Πάντως, αυτή η άποψη έχει σήμερα αναθεωρηθεί από τους «νομιμόφρονες», όπως ο ιστορικός Maurice Vaïsse.
Αυτός τόνισε ότι ο στρατηγός ήταν ένας σκληρός ρεαλιστής που διέσωσε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τα προγράμματα οικονομικού εκσυγχρονισμού της χώρας του, που της επέτρεψαν να εφαρμόσει τη Συνθήκη της Ρώμης· ακόμη και οι αποφάσεις του να απορρίψει τη βρετανική πρόταση για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στις αρχές του 1959 και να θέσει βέτο στη βρετανική αίτηση ένταξης στην Κοινότητα θεωρήθηκαν «σκληρές αλλά έντιμες».
Η πλούσια ρητορεία του Ντε Γκωλ έχει γίνει αντικείμενο εκτενών μελετών από ερευνητές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εξωτερική του πολιτική. Πάντως, ακόμη δεν έχουμε τη δική του φωνή: οι ιστορικοί προσπαθούν να προσεγγίσουν τα εσώτερα κίνητρά του, αλλά τα προσωπικά του έγγραφα δεν έχουν ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα, κάτι που τείνει να μεγιστοποιήσει τις διαμάχες και τις αντικρουόμενες ερμηνείες.
Η ασάφεια εντάθηκε από την τάση του στρατηγού να δημιουργεί σύγχυση στους συνεργάτες του με δραματικές και επιδεικτικές πρωτοβουλίες.
Τελικά, και τα δύο επεισόδια του 1966, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, παραμένουν κλασικά παραδείγματα της γκωλικής διπλωματίας που αναλάμβανε πρωτοβουλίες με τεράστια συμβολική απήχηση, αλλά λίγα άλλαζε στο πρακτικό επίπεδο. Οι δύο κρίσεις στην πράξη αντικατόπτριζαν τις εξελισσόμενες διεθνείς δυναμικές της δεκαετίας του 1960. Η ύφεση –δηλαδή η χαλάρωση του διπολισμού– έκανε τον Ψυχρό Πόλεμο λιγότερο απειλητικό, και έτσι προσέφερε ευκαιρίες σε ηγέτες όπως ο Γάλλος πρόεδρος που ήθελαν να δοκιμάσουν τα όρια του συστήματος, με τρόπους που θα ήταν φανερά αδύνατοι κατά τον πρώιμο Ψυχρό Πόλεμο.
Το όραμα του Ντε Γκωλ να ανακτήσει το κύρος και την ισχύ της Γαλλίας ήταν συνδεδεμένο με τη διάθεσή του να απαλλάξει το διεθνές σύστημα από τη μανιχαϊστική ψυχροπολεμική λογική. Πρωτίστως, οι στόχοι αυτοί απέρρεαν από έναν συνδυασμό της ιστορικής ανάλυσης και της πολιτικής φιλοδοξίας του.

*Η κ. Ειρήνη Καραμούζη είναι λέκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.

(Στην φωτογραφία : 11.6.1965. Η επίσκεψη Ντε Γκωλ στη Βόννη (εδώ με τον καγκελάριο Ερχαρτ επιθεωρούν το τιμητικό άγημα) δεν απέτρεψε τη διάσταση των απόψεων. Λίγες μέρες μετά, οδηγεί την ΕΟΚ στην «κρίση της άδειας καρέκλας». Εξι μήνες αργότερα βρέθηκε η χρυσή τομή, με τον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου».)