Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Εξαιρετικός Ν. Μαραντζίδης περί Two million dollars baby


Two million dollars baby
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
​​Σε αντίθεση με την εποχή των άγριων εμφυλίων πολέμων ή των σκληρών στρατιωτικών πραξικοπημάτων οπότε η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο ήταν απότομη και ταχεία, στις μέρες μας, η πορεία προς τον αυταρχισμό είναι σταδιακή, μοιάζει με αργή βύθιση σε κινούμενη άμμο.
Αυτό οφείλεται κατ’ αρχήν στο ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι τόσο εξοικειωμένες με τη δημοκρατία, που δεν διανοούνται τη βίαιη ανατροπή της. Σενάρια δικτατορίας του προλεταριάτου ή φασισμού οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν συζητούν πλέον. Ακόμη και οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές στα Κοινοβούλια παριστάνουν τους δημοκράτες. Επιπλέον, χάρη στην τεχνολογία οι άνθρωποι απολαμβάνουν σήμερα ένα χαοτικό μεν αλλά πολυφωνικό δίκτυο ενημέρωσης και επικοινωνίας. Ολες οι απόψεις κυκλοφορούν ελεύθερα και η κριτική προς τα δημόσια πρόσωπα, ακόμη και η σκληρότερη, είναι απολύτως κατοχυρωμένη στο ευρωπαϊκό φιλελεύθερο πλαίσιο. Παρά τα όποια προβλήματα, η απόλαυση αυτής της ελευθερίας είναι αδιαπραγμάτευτη στη συνείδηση των πολιτών.
Δυστυχώς, στη χώρα μας εμφανίστηκαν έντονα συμπτώματα μιας «πάσχουσας δημοκρατίας» όπως το ονόμασε ο Κ. Σημίτης. Ο κίνδυνος αυτή η «πάσχουσα δημοκρατία» να οδηγήσει στον αυταρχισμό είναι ορατός στον καθένα. Δεν φτάσαμε όμως εδώ από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά ύστερα από χρόνια κυριαρχία στον δημόσιο βίο αντιλήψεων και πρακτικών που αποδυνάμωσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη φιλελεύθερη συναίνεση.
Ως γνωστόν, η χρεοκοπία γέννησε στους Ελληνες πολίτες αισθήματα απογοήτευσης και οργής. Ομως, προκειμένου η «αγανάκτηση» να μετατραπεί σε μοχλό πολιτικών εξελίξεων χρειάστηκε να αναδειχθεί μέσα από την κρίση μια τυχοδιωκτική και αμετροεπής ελίτ, που οι φιλοδοξίες θόλωσαν τη κρίση της. Η ελίτ αυτή ήταν τόσο ναρκισσιστική και φιλόδοξη που δεν αισθανόταν να δεσμεύεται ούτε από τους στοιχειώδεις κανόνες του δημόσιου βίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αντλώντας έμπνευση από την κληρονομιά του ολοκληρωτισμού και του εθνολαϊκισμού, ταύτισε τον εαυτό της με τη χώρα και τον λαό. Ευρισκόμενη ηθικά πέραν του καλού και του κακού, αντιμετώπισε την εξουσία ως αναγκαιότητα, όπως ένα πεινασμένο θηρίο το θήραμά του.
Η νέα ελίτ γνώριζε πως το παιχνίδι παίζεται στο Κοινοβούλιο αλλά θέλησε να αλλάξει τους κανόνες του ριζικά. Αξιοποιώντας τη συγκυρία υπονόμευσε με κάθε τρόπο το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα. Αντέγραψε μεθόδους από χώρες σε κατάσταση «επαναστατικής αναταραχής» και υποδαύλισε μια γενικευμένη ανυπακοή των πολιτών (άρνηση πληρωμής φόρων, διοδίων κ.λπ.). Προέτρεψε, δικαιολόγησε ή ανέχτηκε τη βία εναντίον των αντιπάλων της. Η επιθετικότητά της ήταν πρωτόγνωρη για τα πολιτικά ήθη των τελευταίων δεκαετιών.
Η πολιτική μετατράπηκε σε έναν πυγμαχικό αγώνα χωρίς κανόνες, όπου χτυπούσε μόνο ο ένας. Η επιθετική τακτική της προξένησε σαστισμάρα στους αντιπάλους της, που ηττήθηκαν κατά κράτος.
Η έλευσή της στην εξουσία προκάλεσε αρχικά ευφορία. Προκειμένου μάλιστα να σταθεροποιήσει την εξουσία της και να κυριαρχήσει μακροχρόνια, στιγμάτισε τους αντιπάλους της ως «εχθρούς του έθνους». Με το δημοψήφισμα ως επικοινωνιακό blitzkrieg επιχείρησε να τους απομονώσει. Παράλληλα, μετέτρεψε το κράτος σε εργαλείο παραγωγής αφοσιωμένων σε αυτήν αξιωματούχων. Κατατροπώθηκε όμως στο διεθνές πεδίο, συνθηκολόγησε και βρέθηκε μέσα σε μια νύχτα ταπεινωμένη και χωρίς αφήγημα.
Τις αισιόδοξες προσδοκίες για την «αιώνια βασιλεία» της, ακολούθησαν η απογοήτευση από τις κυβερνητικές επιδόσεις και το δημοσκοπικό προβάδισμα της αντιπολίτευσης. Η ήττα στο ΣτΕ για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών ήταν μια γροθιά από αυτές που στην πυγμαχία μπορεί να κρίνουν το αποτέλεσμα του αγώνα. Η νέα ελίτ είχε υποτιμήσει την αυτονομία των θεσμών και τη δημοκρατική πολυπλοκότητα και υπερτιμήσει τη δύναμή της. Τον εκνευρισμό διαδέχτηκε η ανησυχία. Τώρα, νέα ερωτήματα την απασχολούν: Τι θα κάνουμε όταν χαθεί η εξουσία;
Το δίλημμα που ανακύπτει σήμερα είναι απλό: είτε σταδιακή προσαρμογή στα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα πρότυπα είτε κλιμάκωση της εσωτερικής έντασης μέσω ενός νέου κύματος επιθετικότητας χωρίς κανόνες. Το δεύτερο θα σημαίνει πως η κυβερνώσα ελίτ θα δώσει μια μάχη «τύπου Μαδούρο» για την εξουσία.
Η λογική, πάντως, λέει πως θα επικρατήσει η πρώτη επιλογή έστω κι αν απαιτηθεί κι άλλος χρόνος για να κατανοηθεί πως είναι η μόνη ρεαλιστική στρατηγική μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ο πυρήνας της κυβερνώσας ελίτ είναι πολύ νέος ηλικιακά για να ρισκάρει την οριστική συνταξιοδότησή του υιοθετώντας ακραίες εναλλακτικές. Η επιλογή μιας άμετρης όξυνσης του εθνολαϊκισμού και του αυταρχισμού είναι μια πορεία με απρόβλεπτους κινδύνους και μη εγγυημένα οφέλη. Γι’ αυτό είναι σχεδόν βέβαιο πως ο ηγετικός πυρήνας κινούμενος ρεαλιστικά, όχι σχεδιασμένα αλλά από ένστικτο επιβίωσης, αν χρειαστεί θα θυσιάσει και άλλους θερμοκέφαλους «συντρόφους» ή «συνεταίρους» στο μέλλον.
Στην ταινία «Million dollar baby», η μποξέρ πρωταγωνίστρια κατατροπώνει τις αντιπάλους της στο ρινγκ χάρη στο τρομερό επιθετικό στυλ της, ξεχνώντας όμως πολλές φορές να προφυλάσσεται όπως της συνιστούσε ο προνοητικός προπονητής της. Η πανωλεθρία ήρθε ακριβώς τη στιγμή του θριάμβου της.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.