Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Άρθρο για τους 6 λόγους που η Κύπρος δεν είναι Ελλάδα


Οι έξι λόγοι που η Κύπρος δεν είναι... Ελλάδα
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
H κατάσταση της οικονομίας στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι τελείως διαφορετική παρόλο που και οι δύο χώρες αντιμετώπισαν κρίση χρέους.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι αποκλεισμένη από τις αγορές, το ΑΕΠ της είναι κατά 22% μικρότερο απ’ ό,τι πριν από την κρίση και η ανεργία υψηλότερη κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, η Κύπρος έχει σχεδόν επουλώσει την πληγή της ανεργίας, το ΑΕΠ της είναι 5% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2011 και έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, από όπου μπορεί να δανειστεί ελεύθερα με λογικό επιτόκιο.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση και πού οφείλεται η τόσο διαφορετική πορεία της σε σύγκριση με την Κύπρο, η οποία είχε βρεθεί και αυτή σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το 2013. Ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, υπουργός Οικονομικών στη δεύτερη κυβέρνηση Σαμαρά και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, και ο κ. Ιωάννης Γκιώνης, οικονομολόγος της Eurobank, απαντούν στο ερώτημα αυτό σε μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στην οικονομική επιθεώρηση Cyprus Economic Policy Review του Πανεπιστημίου της Κύπρου τον Δεκέμβριο. Οσον αφορά στο μέλλον, οι δύο οικονομολόγοι προειδοποιούν πως τα δύο μεγάλα προβλήματα που έχουν κοινά Ελλάδα και Κύπρος είναι το πολύ μεγάλο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πολύ χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων.
Οι διαφορές
Η πρώτη μεγάλη διαφορά Ελλάδας - Κύπρου είχε σχέση με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό ήταν διπλάσιο της Κύπρου, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χρειάζεται διπλάσια δόση μέτρων λιτότητας που επέφεραν μεγαλύτερη ύφεση.
Δεύτερον, η Κύπρος είχε να αντιμετωπίσει μια πολύ προβληματική κατάσταση στον τραπεζικό τομέα και στην αγορά ακινήτων. Στην Ελλάδα η τραπεζική κρίση ήρθε πολύ αργότερα ως συνέπεια της δημοσιονομικής κρίσης και προκλήθηκε από το PSI και τα δύο κύματα απόσυρσης καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, η διόρθωση των προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Κύπρο δεν καθιστούσε αναγκαία μεγάλη δόση δημοσιονομικής λιτότητας.
Τρίτον, στην κυπριακή κρίση, η Ευρωζώνη είχε αναπτύξει σημαντικές άμυνες, ενώ η οικονομία της είχε ανακάμψει από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Τέταρτον, «στην αρχή της κρίσης η Κύπρος αντιμετώπισε πολύ πιο επιθετικούς δανειστές σε σχέση με την Ελλάδα. Ωστόσο αντιμετώπισε την κρίση πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά». Υστερα από διαπραγματεύσεις με την Ευρωζώνη που είχαν διαρκέσει οκτώ μήνες, η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη με «κούρεμα» των πιστωτών των τραπεζών, περιλαμβανομένων των ανασφάλιστων καταθετών. «Από την άλλη πλευρά, το κόστος του bail-in το χρεώθηκαν πρωτίστως μη κάτοικοι (της Κύπρου), συνεπώς ήταν μικρότερη η επίπτωσή του στην εσωτερική κατανάλωση».
Πέμπτον, διαφορετική ήταν η στάση που τήρησαν απέναντι στην κρίση οι πολιτικοί Ελλάδας και Κύπρου. Τα περισσότερα κυπριακά κόμματα υπέγραψαν το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, σε αντίθεση με την Ελλάδα, «με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μη χωριστεί στα δύο, υπέρ ή κατά του προγράμματος, και κατά συνέπεια η πολιτική και κοινωνική ένταση ήταν σχετικά ήπια παρά τις επίπονες αποφάσεις». Αντιθέτως, στην Ελλάδα τα κόμματα απέτυχαν να συμφωνήσουν σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή με αποτέλεσμα «οι περισσότεροι Ελληνες να μην καταλάβουν ποτέ τα πραγματικά αίτια της κρίσης και πολλοί θεωρούν πως το ίδιο το πρόγραμμα ήταν αιτία των δεινών τους» και όχι η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, η Κύπρος είχε πολύ πιο αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και πέτυχε όλους τους στόχους γρηγορότερα από ό,τι προέβλεπε το πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να έχει ξανακερδίσει την αξιοπιστία της και να έχει άρει τους κεφαλαιακούς ελέγχους. Στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Οι πολιτικοί προσπάθησαν να μην εφαρμόσουν όσα είχαν υπογράψει φοβούμενοι το πολιτικό κόστος, ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και δανειστών στις αρχές του 2015 έφερε τη χώρα αντιμέτωπη με νέα οικονομική κρίση, τεράστια εκροή κεφαλαίων, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και κρίση αξιοπιστίας. Αποσύρθηκαν 45 δισ. από τις καταθέσεις, το ΑΕΠ υπέστη απώλεια 14 δισ. και το χρέος αυξήθηκε κατά 40 δισ.