Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Ιστορικό άρθρο για τον αποκλεισμό του Δ. Βερολίνου από τους Σοβιετικούς


Ο αποκλεισμός του Δ. Βερολίνου
Η επί ένα έτος διακοπή κάθε πρόσβασης από τους Σοβιετικούς και η τεράστια αερογέφυρα ανεφοδιασμού από τη Δύση 64 χρόνια πριν
Του Νικου Παπαναστασιου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το Βερολίνο υπήρξε ώς τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, το 1989, το κατεξοχήν σύμβολο του μεταπολεμικού κόσμου, καθώς στην πόλη αυτή σημειώθηκαν δύο από τις σημαντικότερες κρίσεις (1948–49 και 1961) του διεθνούς συστήματος.
Η πρώτη κρίση του Βερολίνου σημειώθηκε το 1948–49, σε μια περίοδο κορύφωσης της αμοιβαίας καχυποψίας Δυτικών και Σοβιετικών. Βασικές τους στρατηγικές επιλογές, όπως το σχέδιο Μάρσαλ και η δημιουργία της σοσιαλιστικής αγοράς (ΚΟΜΕΚΟΝ), η επιβολή απόλυτου ελέγχου της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και οι διαφωνίες για το μέλλον της ηττημένης Γερμανίας συντηρούσαν το κλίμα έντασης.
Την περίοδο 1948–49 oι δυτικές δυνάμεις επιχείρησαν να επιταχύνουν τη διαδικασία επανασύστασης ενός γερμανικού κράτους, με την ενοποίηση των τριών δυτικών ζωνών κατοχής και την κυκλοφορία νέου δυτικογερμανικού μάρκου. Με τον τρόπο αυτό προσδοκούσαν την άμεση ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, αλλά και τη δραστική μείωση των κατοχικών εξόδων. Παράλληλα, απέτρεπαν τον κίνδυνο «σοβιετοποίησης» της Ευρώπης, ύστερα από το κομμουνιστικό πραξικόπημα της Τσεχοσλοβακίας (Φεβρουάριος 1948). Η νομισματική μεταρρύθμιση και η συνακόλουθη ίδρυση δυτικογερμανικού κράτους–αναχώματος στον κομμουνισμό προκάλεσαν τη σκληρή απάντηση της Μόσχας, σηματοδοτώντας την πρώτη σοβαρή όξυνση του Ψυχρού Πολέμου. Προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του επί του γερμανικού ζητήματος, ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν αποφάσισε τον αποκλεισμό του Βερολίνου, που αποτελούσε έναν απομονωμένο θύλακο στην καρδιά της σοβιετικής ζώνης. Ετσι, τον Ιούνιο του 1948 έδωσε εντολή στα σοβιετικά στρατεύματα να αποκλείσουν όλες τις οδικές και σιδηροδρομικές προσβάσεις προς το δυτικό Βερολίνο (24.6.1948), διακόπτοντας την τροφοδοσία του. Οι Σοβιετικοί διέκοψαν επίσης την παροχή φυσικού αερίου και ρεύματος, ώστε να οδηγήσουν την πόλη στην πλήρη ασφυξία, εφόσον απείχε 166 χιλιόμετρα από τις ενοποιημένες ζώνες κατοχής.
1,8 εκατ. τόνοι εφοδίων
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον με τη μορφή αερογέφυρας («Operation Vittles» ή «The Big Lift»), διάρκειας σχεδόν ενός έτους, είχε πρωτίστως τη μορφή απάντησης στις προκλήσεις της Μόσχας, χωρίς, ωστόσο, να οξύνει την κατάσταση. Ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν απέρριψε την πρόταση του ανώτατου στρατιωτικού διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων, Λ. Κλέι, που πρότεινε τη μεταφορά εφοδίων υπό τη συνοδεία φάλαγγας τεθωρακισμένων.
Μέσα σε ένα χρόνο πραγματοποιήθηκαν σχεδόν 270.000 πτήσεις και μεταφέρθηκαν 1.830.000 τόνοι εφοδίων (63% κάρβουνο, 28% τρόφιμα, 9% βιομηχανικός εξοπλισμός). Συχνά πετούσαν ταυτόχρονα ακόμα και 40 αεροσκάφη (σε πέντε διαφορετικά υψομετρικά επίπεδα), που προσγειώνονταν ανά τρία λεπτά στο Βερολίνο. Οταν τελειοποιήθηκε το δίκτυο ανεφοδιασμού (τον Απρίλιο του 1949) μεταφέρθηκαν σε μία μόνο ημέρα 12.940 τόνοι εφοδίων, όσο είναι το ισοδύναμο φορτίου 22 εμπορικών αμαξοστοιχιών 50 βαγονιών. Μάλιστα, το σύνολο των ωρών πτήσης των 200 αμερικανικών, βρετανικών και γαλλικών μεταγωγικών, τα οποία διήνυσαν 175 εκατομμύρια χιλιόμετρα, ξεπερνούσε αθροιστικά τα 35 έτη! Το κόστος της όλης επιχείρησης έφτασε, σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, τα 200 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να συνυπολογιστεί η αξία των εφοδίων που μεταφέρθηκαν αεροπορικώς ή τα λειτουργικά έξοδα των αεροδρομίων. Στην επιχείρηση ανεφοδιασμού του Βερολίνου συμμετείχαν 57.000 άτομα, από τα οποία 76 έχασαν τη ζωή τους (31 Αμερικανοί, 40 Βρετανοί και 5 Γερμανοί).
Τελικά η άρση του σιδηροδρομικού και οδικού αποκλεισμού του Βερολίνου από τους Σοβιετικούς (Μάιος 1949) σηματοδότησε την πρώτη τους ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο. Παράλληλα, κατέστησε έκτοτε το Βερολίνο σύμβολο της υπεράσπισης της ελευθερίας και της ανάσχεσης σοβιετικής επιθετικότητας. Τον συμβολισμό αυτό επιβεβαίωναν οι επισκέψεις Αμερικανών προέδρων, ως έκφραση αλληλεγγύης και ηθικής υποστήριξης των κατοίκων (Τζ. Φ. Κένεντι, Ρ. Ρέιγκαν). Καθώς το Βερολίνο εξακολουθούσε μέχρι τέλους να αποτελεί «θερμό σημείο» του Ψυχρού Πολέμου, οι αφορμές για την ανανέωση αυτής της «ειδικής σχέσης» των ΗΠΑ με τους πολύπαθους κατοίκους, αλλά και τις Aρχές της πόλης δεν έλειψαν ποτέ. Τη σκυτάλη από τον μαχητικό δήμαρχο Ερνστ Ρόιτερ, που τον Σεπτέμβριο του 1948, σε συγκέντρωση 300.000 Βερολινέζων, απηύθυνε έκκληση προς την παγκόσμια κοινή γνώμη να υπερασπιστεί μέχρι τέλους το Βερολίνο, πήρε ο διάδοχός του Βίλι Μπραντ. Ο τελευταίος διακρίθηκε για την προσπάθειά του να αποτρέψει την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, κατεξοχήν συμβόλου του Ψυχρού Πολέμου. Σε δική του επιμονή οφείλεται και η επίσκεψη του προέδρου Κένεντι στο Βερολίνο (26.6.1963), με αφορμή τη 15η επέτειο από την έναρξη των επιχειρήσεων ανεφοδιασμού της πόλης. Στην πρώην γερμανική πρωτεύουσα εκφώνησε ο Αμερικανός πρόεδρος τη διάσημη ομιλία του, με την οποία κατήγγειλε στα γερμανικά («Ich bin ein Berliner» - Είμαι Βερολινέζος) το Tείχος ως σύμβολο καταπίεσης.
Η συγκρότηση των δύο Γερμανιών
Οι Δυτικοί διατήρησαν με τον πρωτοφανή άθλο του αεροπορικού ανεφοδιασμού τον έλεγχο του Βερολίνου, δεν κατάφεραν, ωστόσο, να περιορίσουν το διαρκώς αυξανόμενο αίσθημα ανασφάλειας στις χώρες τους για το ενδεχόμενο μιας σοβιετικής επίθεσης. Η απάντηση των Δυτικοευρωπαίων ηγετών σε αυτούς τους φόβους υπήρξε η δημιουργία μιας δυτικοευρωπαϊκής στρατιωτικής συμμαχίας. Ηδη, τον Μάρτιο του 1948, η Γαλλία, η Βρετανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο είχαν υπογράψει το Σύμφωνο των Βρυξελλών, ένα στρατιωτικό σύμφωνο για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είχαν, ωστόσο, συνειδητοποιήσει ότι, χωρίς αμερικανική συμμετοχή, οποιαδήποτε προσπάθεια ανάσχεσης των σοβιετικών βλέψεων και αντιμετώπισης του Κόκκινου Στρατού (με τις 250 μεραρχίες) ήταν εκ προοιμίου ατελέσφορη, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ διέθεταν το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας. Το «ψήφισμα Βάντενμπεργκ», το οποίο εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από την αμερικανική Γερουσία, επέτρεπε πλέον την ένταξη των ΗΠΑ σε περιφερειακά δίκτυα συμμαχιών προκειμένου να υπερασπιστούν την εθνική τους ασφάλεια. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα μέλη του Συμφώνου των Βρυξελλών, των ΗΠΑ και του Καναδά ευοδώθηκαν τον Απρίλιο του 1949, όταν δέκα ευρωπαϊκές χώρες (οι πέντε χώρες της συνθήκης των Βρυξελλών, μαζί με την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Νορβηγία, τη Δανία και την Ισλανδία) υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον την ιδρυτική συνθήκη του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO).
Η σθεναρή αντίδραση των Δυτικών με αφορμή τον αποκλεισμό του Βερολίνου επιτάχυνε επίσης την ανασύσταση του γερμανικού κράτους και την ένταξή του στις πολιτικές δομές της δυτικής κοινότητας. Ηδη, από τον Ιούλιο του 1948 οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία δρομολόγησαν την ενοποίηση των ζωνών κατοχής σε (δυτικογερμανικό) κράτος και την εκπόνηση συντάγματος. Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Στις 24 Μαΐου 1949 τέθηκε σε ισχύ ο λεγόμενος «θεμελιακός νόμος» (Grundgesetz), δηλαδή η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους διεξήχθησαν εκλογές με νικητή τον Κόνραντ Αντενάουερ. Η σοβιετική απάντηση ήρθε λίγους μήνες αργότερα με την ανακήρυξη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (DDR). Yπό αυτές τις συνθήκες, τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί εδραίωσαν τα πολιτικά και οικονομικά τους συστήματα και την επιρροή τους στις δύο Γερμανίες, προεξοφλώντας την ένταξή τους σε διαφορετικούς ψυχροπολεμικούς συνασπισμούς.
Συνολικά, ωστόσο, η πρώτη κρίση του Βερολίνου απέδειξε ότι καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν μπορούσε να ανατρέψει το status quo στην Ευρώπη, όπως αυτό διαμορφώθηκε την άνοιξη του 1945. Επιπλέον, έπεισε τις ΗΠΑ για την ανάγκη εδραίωσης της στρατιωτικής παρουσίας τους στη Γηραιά Hπειρο, μέσω της συμμετοχής τους στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.