Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Ιστορικό άρθρο για τον Πόλεμο της Κορέας



Ο Πόλεμος της Κορέας
Σηματοδότησε τη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολικού συνασπισμού σε μια κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου
Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Σαν σήμερα πριν από 62 χρόνια, στις 9 Δεκεμβρίου 1950, έφθασε στην Κορέα για να πολεμήσει το ελληνικό τάγμα. Το «Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν» μετείχε στη δύναμη του ΟΗΕ επιφορτισμένη με τη σωτηρία της Ν. Κορέας από την επίθεση του κομμουνιστικού Βορρά.
Ο Πόλεμος της Κορέας είχε ξεσπάσει στις 25 Ιουνίου 1950, σηματοδοτώντας μια κορύφωση στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο πόλεμος προκάλεσε δραματική αύξηση των φόβων στη Δύση για τις προθέσεις του Aνατολικού συνασπισμού, με ευρύτερες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό, αλλά και στο παγκόσμιο σκηνικό. Η ανακωχή ήρθε τρία χρόνια μετά την έναρξή του, στις 27 Ιουλίου 1953. Οι δύο Κορέες εξακολούθησαν έκτοτε να αποτελούν χωριστές πολιτικές οντότητες, διαχωρισμένες από τον 38ο παράλληλο, το σημείο από το οποίο είχαν ξεκινήσει οι εχθροπραξίες. Στις σχεδόν έξι δεκαετίες που μεσολάβησαν, η νοτιοκορεατική οικονομία αναπτύχθηκε περίπου από το μηδέν, ξεπερνώντας το ένα τρισ. δολάρια. Από την άλλη, η Β. Κορέα παραμένει μια φτωχή χώρα με φρικτές επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κυβερνιέται από μια σταλινικού τύπου «οικογενειακή» δικτατορία. Καθώς τα δύο κράτη ποτέ δεν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, τυπικά συνεχίζουν να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση.

Διεθνείς ανταγωνισμοί σε κορεατικό έδαφος
Του William Stueck
Ο Πόλεμος της Κορέας άρχισε στις 25 Ιουνίου 1950 όταν η Βόρειος Κορέα εξαπέλυσε μια ολοκληρωτική συμβατική στρατιωτική επίθεση από τον 38ο παράλληλο, τη διαχωριστική γραμμή που χάραξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση την παραμονή της παράδοσης της Ιαπωνίας τον Αύγουστο του 1945. Με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ενωσης και του νεοσύστατου κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κίνα, βορειοκορεατικές μεραρχίες προήλασαν ταχέως εναντίον των κατά πολύ υπολειπόμενων σε άνδρες και δύναμη πυρός νοτιοκορεατικών δυνάμεων. Η Σεούλ, η πρωτεύουσα της Νοτίου Κορέας, έπεσε σε τρεις μέρες.
Η επίθεση έλαβε χώρα σε μια φάση έντονης ψυχροπολεμικής σύγκρουσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκάλεσαν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο η Σοβιετική Ενωση μποϋκοτάριζε, και έλαβαν έγκριση για ένα ψήφισμα που καλούσε τα μέλη να «παράσχουν την απαραίτητη βοήθεια... προκειμένου να απωθήσουν την ένοπλη επίθεση και να επαναφέρουν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή». Στις 30 Ιουνίου οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ήδη παρείχαν αεροπορική και ναυτική υποστήριξη, απέστειλαν χερσαία στρατεύματα για την άμυνα της Νοτίου Κορέας. Παρ' όλο που η Νότιος Κορέα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τελικά προμήθευσαν πάνω από το 90% των στρατιωτών που πολέμησαν υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών, 15 ακόμη κυβερνήσεις απέστειλαν στρατιωτικές μονάδες για τη σωτηρία της Νοτίου Κορέας.
Οταν το φθινόπωρο του 1950 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, πάλι κατά προτροπή των ΗΠΑ και υπό δραστικά μεταβαλλόμενες στρατιωτικές συνθήκες, αναθεώρησε τον στόχο της, ώστε αυτός να περιλαμβάνει ενοποίηση της χερσονήσου υπό το αντικομμουνιστικό καθεστώς της Νοτίου Κορέας, η Κίνα απέστειλε εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύματα προκειμένου να εμποδίσει τον αφανισμό της Βορείου Κορέας. Κυρίως επειδή ούτε οι κορυφαίοι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε εκείνοι της Σοβιετικής Ενωσης επιθυμούσαν μία απευθείας στρατιωτική σύγκρουση, ο πόλεμος ποτέ δεν επεκτάθηκε πέραν της Κορέας. Ωστόσο, οι μάχες διήρκεσαν για πάνω από τρία χρόνια, προξένησαν περισσότερες από τρία εκατομμύρια απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (ως επί το πλείστον Κορεατών αμάχων), και άφησαν τη χώρα διαιρεμένη περίπου εκεί όπου είχαν ξεκινήσει και με μια τεταμένη ανακωχή αντί με μία συνθήκη ειρήνης. Η διαίρεση και η ένταση συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραμένουν ο κύριος σύμμαχος της Νοτίου Κορέας και την Κίνα να εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του βασικού υπερασπιστή της Βορείου Κορέας.
Παρ' όλο που η Κορέα βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά από την Ευρώπη, πολλοί στη Δύση θεωρούσαν τον πόλεμο εκεί θεμελιώδη για τον αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών να προστατέψουν το δυτικό τμήμα της Γηραιάς Ηπείρου από μία σοβιετική εισβολή. Στο μυαλό τους, τα αίτια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν να κάνουν με την αποτυχία των Δυτικών δημοκρατιών να αντισταθούν από νωρίς στην επιθετικότητα της Ιαπωνίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Στο τέλος του πολέμου, με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά και τη Σοβιετική Ενωση να έχει αναδυθεί ως η ισχυρότερη δύναμη στην ευρασιατική χερσαία μάζα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το μόνο έθνος ικανό να αναχαιτίσει τη σοβιετική επέκταση. Ο φόβος που δημιουργήθηκε ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέστρεφαν στον απομονωτισμό του Μεσοπολέμου.
Μέχρι το 1950, μέσω του προγράμματος βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, του Σχεδίου Μάρσαλ και του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δώσει κάποια ένδειξη ότι ο φόβος δεν ήταν δικαιολογημένος. Ωστόσο, καμία από αυτές τις ενέργειες δεν συνεπαγόταν την ανάπτυξη σε μάχη ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διαλύσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους και είχαν αποσύρει, πλην δύο αποδυναμωμένων μεραρχιών, όλες τις υπόλοιπες από την Ευρώπη. Η Σοβιετική Ενωση κατείχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε μονάδες εδάφους στην Ευρώπη, πολλές εκ των οποίων είχαν αναπτυχθεί στην πρώτη γραμμή σε μια Γερμανία διαιρεμένη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια του 1949 οι Σοβιετικοί είχαν σπάσει το αμερικανικό μονοπώλιο στα πυρηνικά όπλα. Οι αμφιβολίες για το αν γινόταν οι Σοβιετικοί να αποτραπούν από το να μπουν στη δυτική Ευρώπη ή για το αν μπορούσε κανείς να βασιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για την υπεράσπιση της περιοχής σε μια τέτοια περίπτωση, ενισχύθηκαν.
Υπό αυτές τις συνθήκες η βορειοκορεατική επίθεση έγινε ένα τεστ της αξιοπιστίας των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση είχαν μοιράσει την Κορέα σε ζώνες κατοχής το 1945. Οταν μετά την ιαπωνική αποχώρηση απέτυχαν να συμφωνήσουν στην εγκαθίδρυση μίας ενωμένης, ανεξάρτητης κυβέρνησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπεισαν τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και μια επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός τέτοιου καθεστώτος κάτω από τον 38ο παράλληλο. Αυτό το καθεστώς εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1948 υπό την αντικομμουνιστική ηγεσία του Σίνγκμαν Ρι. Η Σοβιετική Ενωση ακολούθησε με τη σειρά της, δημιουργώντας μία κομμουνιστική κυβέρνηση στον Βορρά υπό τον Κιμ Ιλ Σουνγκ. Τώρα, τον Ιούνιο του 1950, που τανκς και αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής ηγούνταν του βορειοκορεατικού στρατού σε μια προσπάθεια να επανενώσουν τη χώρα διά της βίας, οι Αμερικανοί ηγέτες αντιμετώπιζαν μια δοκιμασία της δικής τους προθυμίας να χύσουν αίμα για τη Νότιο Κορέα και τα Ηνωμένα Εθνη.
Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν να αποστείλει στρατεύματα στην Κορέα ανακούφισε από μέρος της ανησυχίας στην Ευρώπη σχετικά με τη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο φόβοι σχετικά με τις δυνατότητές τους παρέμειναν, ειδικά ενόψει των ομοιοτήτων της στρατιωτικής ισορροπίας στη διαιρεμένη Κορέα με αυτήν στη διαιρεμένη Γερμανία. Οι σχεδιαστές στρατηγικής των ΗΠΑ μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και η βορειοκορεατική επίθεση παρείχε το απαραίτητο σοκ για να ενωθούν η γραφειοκρατία της εθνικής ασφάλειας με το αμερικανικό κοινό πίσω από ένα μείζον πρόγραμμα επανεξοπλισμού. Στη διάρκεια των επόμενων τριών ετών, οι Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ, το οποίο επεκτάθηκε το 1952 για να περιλάβει την Ελλάδα και την Τουρκία, δημιούργησαν ένα πολυμερές αμυντικό οικοδόμημα, αύξησαν κατά πολύ το μέγεθος και την ετοιμότητα των δυνάμεων που βρίσκονταν ανεπτυγμένες εναντίον των Σοβιετικών στην Ευρώπη, και επέτρεψαν την κρίσιμη δυτικογερμανική συμβολή σε αυτές τις δυνάμεις.
Ευρωπαϊκοί φόβοι για επίθεση της ΕΣΣΔ
Δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαρκώς ανησυχούσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέκτειναν τον πόλεμο πέραν της Κορέας, δεσμεύοντας έτσι υπέρ το δέον τις δυνάμεις τους στη βορειοανατολική Ασία. Αυτό, πίστευαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα αποδυνάμωνε τη θέση των ΗΠΑ στην Ευρώπη και θα ενεθάρρυνε πιθανόν τη Σοβιετική Ενωση να εξαπολύσει μία προληπτική επίθεση στη Γηραιά Ηπειρο. Τέτοιου είδους ανησυχίες κορυφώθηκαν το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1950 και Απριλίου 1951, όταν η Κίνα, μετά τη μαζική παρέμβασή της στην Κορέα, απειλούσε τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών με ολοκληρωτική ήττα. Ωστόσο, με τη στρατιωτική ισορροπία που επετεύχθη στην Κορέα κατά τα τέλη του χειμώνα και την άνοιξη του 1951 και την παύση, από τον Τρούμαν, του απείθαρχου στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ από όλα του τα καθήκοντα, οι πιθανότητες για εξάπλωση του πολέμου μειώθηκαν. Παρ' όλ' αυτά, από το 1951 έως το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες διεύρυναν τις δεσμεύσεις τους στον δυτικό Ειρηνικό μέσω της υπογραφής στρατιωτικών συμφώνων με την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τις Φιλιππίνες, την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα και την Ταϊβάν. Σε αντίθεση, όμως, με τον Πόλεμο του Βιετνάμ την επόμενη δεκαετία, αυτές οι δεσμεύσεις έγιναν ενόσω οι δυνάμεις των ΗΠΑ επεκτείνονταν στην Ευρώπη.
Ο Πόλεμος της Κορέας ήταν μία άγρια σύγκρουση η οποία όξυνε σε μεγάλο βαθμό μία παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών και απέτυχε να ικανοποιήσει τον πόθο των Κορεατών για εθνική ενότητα. Από την άλλη, κατέδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πρόθυμες να πολεμήσουν προκειμένου να προστατέψουν φιλικές κυβερνήσεις και παρείχε το πλαίσιο εντός του οποίου η Δύση επανεξοπλίστηκε για να δημιουργήσει μία σχετική στρατιωτική ισορροπία στην Ευρώπη, την πλέον κρίσιμη στρατηγικά και κατ' επέκτασιν πιο επικίνδυνη περιοχή στη σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά μία σημαντική έννοια, λοιπόν, ο Πόλεμος της Κορέας κατέστησε μία απευθείας σύρραξη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης πολύ λιγότερο πιθανή να συμβεί.

* Ο κ. William Stueck είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, με πολυάριθμες δημοσιεύσεις πάνω στη διεθνή πολιτική του Πολέμου της Κορέας.