Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Εξαιρετικός Τ. Θεοδωρόπουλος ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται εχθρούς


Η Ελλάδα δεν χρειάζεται εχθρούς
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Μ​​ετά το ιστορικό διάγγελμα από το Καστελλόριζο του πρίγκιπος της δυναστείας των Παπανδρέου, Γεωργίου του Μικρού, η Ελλάς πέρασε στην εποχή των Μνημονίων.
Οι οικονομολόγοι αντικατέστησαν στην τηλεόραση τους αστρολόγους και τους σεισμολόγους, για να συμμετάσχουν και αυτοί στην ευγενή άμιλλα των προβλέψεων που διαψεύδονται. Η δε ελληνική κοινωνία κατέφυγε στα αντικαταθλιπτικά. Και δεν εννοώ τα φαρμακευτικά σκευάσματα των οποίων η κατανάλωση αυξήθηκε, όσο μειώθηκε η αγορά των Καγιέν. Εννοώ τα αντισώματα που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός προκειμένου να επιβιώσει. Μετά το περίφημο «μα είναι δυνατόν να μας συμβαίνει αυτό;», ακολούθησε η αναζήτηση σκοτεινών δυνάμεων του σύμπαντος που το προκάλεσαν, την οποία συνόδευε η πεποίθηση πως αφού η κατάσταση οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, μεταλλαγμένα μικρόβια και ιούς του παγκόσμιου καπιταλισμού, όταν βρεθεί το εμβόλιο θα ξαναβρούμε την υγειά μας. Κοινώς μια μέρα θα ξυπνήσουμε και όλα γύρω μας θα είναι όπως ήσαν πριν. Η πολιτική ηγεσία της εποχής μάς διαβεβαίωνε πως η ημέρα αυτή δεν θα αργήσει. Ενας χρόνος και πολύ μας είναι.
Δεν θα επαναλάβω τα χιλιοειπωμένα περί «αγανακτισμένων» πολιτών ή εξίσου «αγανακτισμένων» πολιτικών με τους πολίτες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους και ως εκ τούτου υποστηρίζουν ότι προήλθε η πτώχευση του Δημοσίου. Γενικά όλοι ήμασταν αγανακτισμένοι και όλοι είχαμε τα νεύρα μας. Μπορεί να φταίει και το ιώδιο της Μεσογείου που επηρεάζει τον θυρεοειδή. Η επιστήμη κάποτε θα αποφανθεί, ελπίζω.
Το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής των Μνημονίων, η οποία φέτος συμπληρώνει το έβδομο έτος της ηλικίας της, να είναι καλά, χαρακτηρίζεται κυρίως και πρωτίστως από τη νοσταλγία του παρελθόντος. Το εξαγνίσαμε και το καθαγιάσαμε, ξεχνώντας πως στα χρόνια της δημοκρατικής ευμάρειας, της έστω δανεικής, είχαμε μετατρέψει την χώρα μας σε ένα απέραντο νυχτερινό κέντρο, ίνα μη είπω σκυλάδικο. Ποια τα χαρακτηριστικά του; Πρώτον, συνήθως στεγάζεται σε αυθαίρετο κτίσμα. Δεύτερον, στόχος είναι να ξοδευτούν όσο περισσότερα χαρτονομίσματα γίνεται, των οποίων το ξόδεμα ταυτίζεται με τη διασκέδαση και την «καψούρα», το συναισθηματικό ξεσάλωμα εν ολίγοις. Τρίτον, το κοινωνικό πρότυπο της επιτυχίας ήταν το «πρώτο τραπέζι πίστα». Δανειστήκαμε αλόγιστα; Μπορεί. Αν όμως είχαμε δανειστεί εξίσου αλόγιστα, ίσως ακόμη πιο αλόγιστα, αλλά είχαμε καταφέρει να στήσουμε έστω ένα πανεπιστήμιο, μία βιβλιοθήκη και να αναπτύξουμε δέκα παραγωγικούς τομείς τα πράγματα θα ήσαν τελείως διαφορετικά. Με τόσα χρήματα που πέρασαν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα μπορούσε να είναι το πλουσιότερο και πιο εντυπωσιακό μουσείο της Ευρώπης. Ομως προτιμούσαμε την «sabania» των νυχτερινών κέντρων.
Σήμερα, επτά χρόνια μετά την πτώχευση, οι περισσότεροι εξ ημών, εξακολουθούν να νοσταλγούν το παρελθόν και να πιστεύουν στα μικρόβια που μας κατέστρεψαν. Φταίνε οι πολιτικοί; Σίγουρα φταίνε οι πολιτικοί.
Ενοχικοί, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αυτάρεσκοι δεν είχαν το θάρρος, ή την ευφυΐα, να συγκρουσθούν με την εικόνα της επιτυχίας που οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει. Δεν ευθύνονται όμως μόνον οι πολιτικοί. Ευθύνονται και οι δημοσιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί, οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι δάσκαλοι ακόμη. Οσοι σε γενικές γραμμές αποτελούν τις ελίτ. Θα μου πείτε ποιες ελίτ; Αυτές που είχαν απαξιωθεί ήδη από τα χρόνια της ευμάρειας; Ο θόρυβος που έκανε το νυχτερινό κέντρο ήταν τέτοιος που έπνιγε κάθε απόπειρα αρθρωμένου λόγου. Το ελληνικό Δημόσιο πτώχευσε. Η ελληνική κοινωνία αποσυντίθεται σε μικροομάδες που εχθρεύονται η μία την άλλη. Η έννοια της εθνικής κοινότητας καταρρέει στο χρηματιστήριο των αξιών. Την έχουν αντικαταστήσει οι «συλλογικότητες».
Κακός σύμβουλος η νοσταλγία. Το 2016 συζητάμε δημόσια τα ίδια που συζητούσαμε και το 2010. Προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τα μυστικά του βάλτου. Πόσο θα μειωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, πόσοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν από το Δημόσιο, αν είναι αναγκαίες οι ιδιωτικοποιήσεις. Το ρεπερτόριο εμπλουτίσθηκε από τον ΕΝΦΙΑ και το μεταναστευτικό θα μου πείτε. Πρόοδος. Οσο μικρότερος είναι ο βάλτος τόσο μεγαλύτερα αισθάνονται τα βατράχια που ζουν μέσα του. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε αυτό, νομίζω ο Μαρξ, αλλά είναι μάλλον προφανές πως στόχος του εθνικολαϊκισμού που μας κυβερνάει είναι να μικρύνει όσο μπορεί τον βάλτο για να αισθανόμαστε μεγαλύτεροι.
Το παρόν της Ελλάδας είναι η πτώχευση και η κοινωνική αποσύνθεση. Το μέλλον όμως; Πόσοι περιμένουμε το πριγκιπόπουλο που θα λύσει τα μάγια της Χιονάτης; Ελάτε τώρα. Ενας μόνον δημόσιος διάλογος αξίζει τον κόπο για να γίνει. Κι αυτός δεν αφορά ούτε στις ιδιωτικοποιήσεις, ούτε στο ύψος των συντάξεων, ούτε στον ΕΝΦΙΑ, ούτε στις βλακείες περί Αριστεράς και Δεξιάς και των παρελκομένων. Αφορά το παρόν και το μέλλον. Ποιες δυνάμεις έχουν απομείνει ακόμη ζωντανές και πώς μπορούμε να τις βοηθήσουμε για να δημιουργήσουν αυτό το μέλλον; Και να το πάρουμε επιτέλους απόφαση. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται εχθρούς. Εχει τη μικρόψυχη, ακαλλιέργητη, ατάλαντη, μνησίκακη πλευρά του εαυτού της που κάνει μια χαρά τη δουλειά.
Ζηλεύω τις προπερασμένες γενιές. Εζησαν σε μια Ελλάδα φτωχή, μικρή που πίστευε όμως στον εαυτό της. Ενίοτε τον πίστεψε και παραπάνω από όσο του άξιζε. Ηττήθηκαν πολλές φορές αλλά κατάφεραν πολλά.
Εμείς ζήσαμε σε μια Ελλάδα μικρομέγαλη και τώρα που μας απογοήτευσε θέλουμε να τη σβήσουμε από τον χάρτη. Λες και θέλουμε να την εκδικηθούμε.