Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ιστορικό άρθρο για τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ το 1946


Η μυστηριώδης υπόθεση Πολκ
Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου και η άδικη καταδίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου ως συνεργού 64 χρόνια πριν
Tου John O. Iatrides
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_01/04/2012_477647)
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ο οποίος δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1948, ήταν ο πρώτος Δυτικός εκπρόσωπος των μίντια που έπεσε θύμα του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, ο Eλληνας ρεπόρτερ που καταδικάστηκε ως συνεργός στον φόνο του Πολκ, ήταν θύμα ενός διαφορετικού είδους πολιτικής βίας: της θεσμοθετημένης αδικίας.
Πρώην πιλότος του πολεμικού ναυτικού που τραυματίστηκε βαριά στο μέτωπο του Ειρηνικού, ο Πολκ κάλυπτε θέματα Μέσης Ανατολής για το αμερικανικό δίκτυο CBS. Μετακόμισε στην Αθήνα το 1946, παντρεύτηκε την Eλληνίδα Ρέα Κοκκόνη και άρχισε να καλύπτει δημοσιογραφικά τον Εμφύλιο Πόλεμο που τότε κορυφωνόταν. Τον καιρό που δολοφονήθηκε, ο Πολκ και η νεαρή σύζυγός του ετοιμάζονταν να μεταβούν στις ΗΠΑ, έχοντας λάβει την υποτροφία σπουδών δημοσιογραφίας Nieman, στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Ο Πολκ αδιαφορούσε για τα επίσημα δελτία Τύπου και ερευνούσε ο ίδιος τα θέματά του, ταξιδεύοντας συχνά σε όλη την Ελλάδα και εξάγοντας τα δικά του συμπεράσματα για τα προβλήματα της χώρας. Τα αιχμηρά ρεπορτάζ του παρουσίαζαν την τότε κυβέρνηση ως ανίκανη, διεφθαρμένη και καταπιεστική. Κατηγορούσε το κατεστημένο για την εκτεταμένη φτώχεια και τη διαρκώς εντεινόμενη πολιτική βία που μάστιζε τη χώρα. Δεν έτρεφε συμπάθεια για τους κομμουνιστές αντάρτες και τους προστάτες τους στο εξωτερικό, τους οποίους αποκαλούσε «νέους βαρβάρους» που θέλουν να υποτάξουν την Ελλάδα. Αλλά στο επίκεντρο της κριτικής του βρέθηκαν κυρίως Αμερικανοί αξιωματούχοι, τους οποίους κατηγορούσε ότι υποστηρίζουν ένα καταπιεστικό καθεστώς και ότι πολεμούν τους αντάρτες, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και στην καταπολέμηση της φτώχειας. Τα ρεπορτάζ του είχαν εξοργίσει τόσο την ελληνική κυβέρνηση όσο και την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε ότι ήταν φιλοκουμμουνιστής και φαίνεται ότι δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του.
Τρία σενάρια για την ταυτότητα των δραστών
Λίγο πριν από την προγραμματισμένη του αναχώρηση για τις ΗΠΑ, ο Πολκ ζήτησε να μάθει πώς θα μπορούσε να φτάσει στα αρχηγεία των ανταρτών για να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό τους, Μάρκο Βαφειάδη. Η συνέντευξη αυτή θα μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας στην Ελλάδα. Την Παρασκευή, 7 Μαΐου, έφτασε στη Θεσσαλονίκη, και διέμεινε στο ξενοδοχείο Αστόρια. Τις επόμενες ημέρες, ξεκίνησε συζητήσεις με συναδέλφους του δημοσιογράφους και άλλες πηγές. Την Κυριακή 16 Μαΐου, ένας βαρκάρης βρήκε το πτώμα του Πολκ στον Θερμαϊκό, ανοικτά του Λευκού Πύργου. Ηταν δεμένος και έφερε τραύμα από πυροβολισμό στο κεφάλι. Αρκετές ημέρες νωρίτερα, η δημοσιογραφική του ταυτότητα είχε σταλεί μέσω ταχυδρομείου στην αστυνομία.
Τα ενδεχόμενα
Πολλοί υπέθεσαν ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί από κομμουνιστές που ήθελαν να εξευτελίσουν την κυβέρνηση και να ασκήσουν πίεση στους Αμερικανούς, για να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Αυτή ήταν και η επίσημη υπόθεση των ελληνικών αρχών, την οποία συμμερίστηκε και η κυβέρνηση Τρούμαν, αν και δημοσίως ζητήθηκε η διεξαγωγή εξονυχιστικής και αδιάβλητης έρευνας. Ο στρατηγός Γουίλιαμ Ντόνοβαν, επικεφαλής του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών, ταξίδεψε στην Ελλάδα, προκειμένου να εποπτεύσει την έρευνα για την εξιχνίαση της δολοφονίας Πολκ. Χωρίς κανένα ουσιαστικό στοιχείο για τον υπεύθυνο του εγκλήματος, αντικρουόμενες θεωρίες άρχισαν γρήγορα να κυκλοφορούν και συνεχίζουν να κυκλοφορούν έως σήμερα.
Σύμφωνα με μία θεωρία, οι δολοφόνοι ήταν δεξιοί εξτρεμιστές (πιθανότατα άνθρωποι του υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, με τον οποίο ο Πολκ είχε, σύμφωνα με πληροφορίες, μία εξαιρετικά έντονη συζήτηση), αποφασισμένοι να τον κάνουν να σωπάσει και να τον αποτρέψουν από τη συνάντηση με τον Βαφειάδη, διά της οποίας θα διαχεόταν η κομμουνιστική προπαγάνδα. Σύμφωνα με άλλους, ο φόνος διαπράχθηκε από Βρετανούς πράκτορες που αντιτάσσονταν στην αμερικανική ηγεμονία στην Ελλάδα και απεχθάνονταν τις θέσεις του Πολκ για τη βρετανική πολιτική στην Παλαιστίνη. Βρετανός διπλωμάτης και στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του, τον οποίο ο Πολκ είχε συναντήσει πριν από την εξαφάνισή του -και ο οποίος εγκατέλειψε ξαφνικά την Ελλάδα, πριν από την ανακάλυψη του πτώματος- θεωρείται ύποπτος συνέργειας στο έγκλημα.
Δεν πείθουν
Καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν είναι ιδιαίτερα πειστική. Οι κομμουνιστές δεν είχαν λόγο να δολοφονήσουν έναν ξένο δημοσιογράφο που επέκρινε τους αντιπάλους τους, ειδικά αφού γνώριζαν ότι οι αρχές θα κατηγορούσαν αμέσως την αριστερά για το έγκλημα. Εξίσου δύσκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι δεξιοί εξτρεμιστές, εν γνώσει ή όχι κορυφαίων πολιτικών, θα δολοφονούσαν έναν Αμερικανό δημοσιογράφο, όταν η επιβίωση της κυβέρνησης, αν όχι και της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους, εξαρτιόταν από την αμερικανική στήριξη. Οσο για τον «Βρετανικό σύνδεσμο», η στενή συνεργασία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ εκείνη την εποχή, αλλά και το πέπλο μυστηρίου που περιβάλλει τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, μας επιτρέπουν μόνο να υποθέτουμε διάφορα χωρίς αποδείξεις και στοιχεία.
Χωρίς αδιάσειστα στοιχεία η δίκη και τα ισόβια στον Στακτόπουλο
Η γιγαντιαίας έκτασης έρευνα που έγινε απέτυχε να φέρει στο φως ουσιαστικά στοιχεία ή να ρίξει φως στο μυστήριο. Πιεζόμενοι από τα αμερικανικά μίντια και τους αξιωματούχους της χώρας να λύσουν την υπόθεση και να καταδικάσουν κάποιον, οι Ελληνες ανακριτές επέλεξαν να επικεντρωθούν στο ζήτημα της συνέντευξης που σχεδίαζε ο Πολκ με τον Βαφειάδη. Υπό το βάρος της απελπισίας και των πιέσεων, η αρχική λίστα των 12 υπόπτων μειώθηκε σε τέσσερα άτομα: Τον Κώστα Χατζηαργύρη, βοηθό του Πολκ και ρεπόρτερ του Πρακτορείου Reuters, την Ελεν Μάμας, συνεργάτιδα του Associated Press με την οποία ο Πολκ είχε συναντηθεί στη Θεσσαλονίκη, τη σύζυγο του Πολκ, Ρέα, και τον Γρηγόρη Στακτόπουλο, έναν ελάχιστα γνωστό έως τότε δημοσιογράφο και μεταφραστή, ο οποίος είχε κάποτε διασυνδέσεις με το ΚΚΕ και τον είχε συστήσει στον Πολκ η Μάμας.
Από τους τέσσερις, ο Στακτόπουλος ήταν ο λιγότερο γνωστός, με τις λιγότερες επαγγελματικές, πολιτικές και κοινωνικές διασυνδέσεις και άρα ο πιο ευάλωτος. Συνελήφθη και ύστερα από εβδομάδες ανακρίσεων, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες συνέργειας στον φόνο του Πολκ. Το βασικό «στοιχείο» στα χέρια της πολιτικής αγωγής ήταν ότι ο φάκελος που περιείχε την ταυτότητα του Πολκ και είχε σταλεί στην αστυνομία, είχε αποστολέα τη γηραιά μητέρα του Στακτόπουλου, η οποία επίσης κατηγορήθηκε για συνέργεια στη δολοφονία.
Εντονες πιέσεις
Στη διάρκεια της δίκης, οι κατήγοροι στηρίχθηκαν στις ενοχοποιητικές, παράλογες και αντικρουόμενες καταθέσεις του Στακτόπουλου, ο οποίος άλλαζε συνεχώς θέσεις, ανάλογα με τα ψεύτικα στοιχεία και τις νέες πληροφορίες που έρχονταν στο φως. Μία παρέλαση μαρτύρων κατηγορίας, στους οποίους η υπεράσπιση δεν απηύθυνε ερωτήσεις, αράδιασε φήμες και ψιθύρους για άσχετα πράγματα εναντίον του κατηγορουμένου στο δικαστήριο. Το μόνο ουσιαστικό στοιχείο που παρουσιάστηκε ήταν η «γραφολογική εξέταση» του φακέλου που περιείχε τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ, καθώς η Στακτοπούλου παραδέχθηκε, υπό πίεση και με πολλές επιφυλάξεις, ότι επρόκειτο για τον δικό της γραφικό χαρακτήρα (η διαπίστωση αυτή διαψεύσθηκε αργότερα από γραφολόγους στις ΗΠΑ). Μολονότι η μητέρα αθωώθηκε (και άρα ακυρώθηκε η κατάθεση με την οποία ενοχοποιούσε τον εαυτό της), ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε για συνέργεια στον φόνο και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Δύο γνωστοί κομμουνιστές, ο Αδάμ Μουζενίδης και ο Βαγγέλης Βαζβανάς, για τους οποίους δεν υπήρχε κανένα στοιχείο και οι οποίοι ουδέποτε συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο ως φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας.
Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε τέσσερα χρόνια στα κελιά της απομόνωσης, στη Γενική Ασφάλεια και μεταφέρθηκε σε κανονική φυλακή μόνον όταν ο Τύπος αποκάλυψε πού βρισκόταν. Το 1956, η ποινή του μειώθηκε στα 20 χρόνια και τον Αύγουστο του 1960, ελευθερώθηκε. Στο βιβλίο του «Υπόθεση Πολκ: η προσωπική μου μαρτυρία» (1984), ο Στακτόπουλος υποστήριξε την αθωότητά του και ότι οι ομολογίες του ήταν προϊόν φυσικής και ψυχολογικής βίας, ενώ χαρακτήρισε χαλκευμένα τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν εναντίον του στο δικαστήριο. Πριν από τον θάνατό του, το 1998, το αίτημά του για αναίρεση της καταδίκης του απορρίφθηκε από τον Αρειο Πάγο. Τρεις ακόμη αιτήσεις αναίρεσης που έγιναν από τη χήρα του (το 2001, 2004 και 2007) επίσης απορρίφθηκαν.
Πιθανότατα ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος δολοφόνησε τον Τζορτζ Πολκ και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα εξοργιστικό. Ακόμη πιο εξοργιστική είναι όμως η συνειδητοποίηση ότι ο Στακτόπουλος ήταν αθώος και ότι καταδικάστηκε εξαιτίας της επίσημης επιχείρησης που έγινε για να βρεθεί αποδιοπομπαίος τράγος. Οι αλλεπάλληλες αρνήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ελλάδας να θεραπεύσει αυτή τη μεγάλη αδικία που διέπραξαν τότε οι αρχές, διατηρούν το στίγμα στην ελληνική Δικαιοσύνη. Ενα στίγμα που δεν μπορεί να αποδοθεί πια σε ξένες πιέσεις και στην ανάγκη να προστατευθεί το έθνος από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Ενα στίγμα που το δημοκρατικό κράτος θα έπρεπε να θέλει να καθαρίσει άμεσα.

* Ο κ. John O. Iatrides είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Southern Connecticut των ΗΠΑ.