Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Ιστορικό άρθρο για τις κρίσεις Ιράν & Τουρκίας που προκάλεσε η ΕΣΣΔ το 1945-46


Οι κρίσεις Ιράν και Τουρκίας
Η προσπάθεια της ΕΣΣΔ να επεκτείνει την επιρροή της στις δύο χώρες ήταν ένα ακόμη βήμα προς τον Ψυχρό Πόλεμο
Του Μανόλη Κούμα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν φέρεται να εκμυστηρεύτηκε στον Μίλοβαν Τζίλας ότι «τούτος ο πόλεμος διαφέρει από τους προηγούμενους στο ότι όπου φτάσουν τα στρατεύματα του νικητή, εκεί θα σταματήσει και το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό του σύστημα», φράση ενδεικτική των στόχων του Σοβιετικού ηγέτη για τη μεταπολεμική Ευρώπη.
Τα επόμενα χρόνια, η επιβολή κομμουνιστικών καθεστώτων στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός υπήρξε αποτέλεσμα όχι τόσο της πρόθεσης του Στάλιν να προωθήσει την κομμουνιστική επανάσταση εκτός των ορίων της Σοβιετικής Ενωσης, όσο της ανάγκης να ενισχύσει την άμυνα της χώρας του, επεκτείνοντας τον έλεγχό της σε μια περιοχή από την οποία είχε δεχθεί τη γερμανική επίθεση. Κατανοώντας την ανησυχία αυτή της Μόσχας, οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν εμπόδισαν (και άλλωστε, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν) τη «σοβιετοποίηση» της Ανατολικής Ευρώπης? δεν ήταν διατεθειμένες, όμως, να ανεχθούν την επέκταση της επιρροής της ΕΣΣΔ σε περιοχές της υφηλίου όπου υπήρχαν μείζονα δυτικά συμφέροντα, από τις οποίες η Μόσχα δεν είχε απειληθεί στο πρόσφατο παρελθόν και οι οποίες σε τελική ανάλυση δεν είχαν απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό. Ετσι, όταν το 1945-1946 οι δυτικές Δυνάμεις θεώρησαν ότι η Μόσχα προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό της την Τουρκία και το Ιράν, η αντίδρασή τους υπήρξε δυναμική, αλλά και αποφασιστική για την ίδια την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου.
Υπερβολικές απαιτήσεις Μόσχας από την Τεχεράνη
Η κρίση του Ιράν ξέσπασε το 1945 όταν το Κρεμλίνο προέβαλε υπέρογκες απαιτήσεις στην κυβέρνηση της Τεχεράνης, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την παρουσία χιλιάδων Σοβιετικών στρατιωτών στο ιρανικό έδαφος. Το Ιράν, στα νοτιοδυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης, διατήρησε την ουδετερότητά του κατά τα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Αύγουστο, όμως, του 1941, μετά τη γερμανική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, σοβιετικά και βρετανικά στρατεύματα κατέλαβαν αντίστοιχα το βόρειο και νότιο Ιράν, προκειμένου να διασφαλίσουν την ενίσχυση του Κόκκινου Στρατού με πολεμικό υλικό, αλλά και να παρεμποδίσουν την εκμετάλλευση ιρανικών πετρελαιοπηγών από τη ναζιστική Γερμανία, που έως τότε διέθετε ισχυρά ερείσματα στην Τεχεράνη. Το 1942, το Λονδίνο και η Μόσχα δεσμεύτηκαν στη νέα (φιλοσυμμαχική) κυβέρνηση του Ιράν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη χώρα μέσα σε διάστημα έξι μηνών από το τέλος του πολέμου.
Τον Αύγουστο του 1944 υπογράφτηκε η Συνθήκη της Ουάσιγκτον με την οποία η ιρανική κυβέρνηση παραχωρούσε σε αμερικανικές και βρετανικές εταιρείες άδεια ερευνών και εκμετάλλευσης πετρελαίου στο νότιο Ιράν. Οταν, όμως, η Μόσχα απαίτησε από την Τεχεράνη τη συνομολόγηση αντίστοιχης συμφωνίας με την οποία οι δύο πλευρές θα προχωρούσαν στη συνεκμετάλλευση πετρελαιοπηγών στο βόρειο Ιράν, η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική. Προκειμένου να ασκήσει πίεση προς την ιρανική κυβέρνηση, ο Στάλιν αποφάσισε αφενός να μην αποσύρει τα σοβιετικά στρατεύματα από τη χώρα και αφετέρου να ενισχύσει αυτονομιστικά κινήματα στο βόρειο Ιράν, συμβάλλοντας καθοριστικά στη σύσταση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν και της Κουρδικής Λαϊκής Δημοκρατίας, στα τέλη του 1945.
Ποιες ήταν, πράγματι, οι διαθέσεις του Στάλιν έναντι του Ιράν; Σύγχρονη έρευνα έχει δείξει ότι ο Σοβιετικός ηγέτης δεν επιθυμούσε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της μουσουλμανικής χώρας, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα δυσχέραινε τις σχέσεις της Μόσχας με τις δυτικές δημοκρατίες. Ούτε ο ιδεολογικός παράγοντας επηρέασε την πολιτική του έναντι της Τεχεράνης. Μάλιστα, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράν, όχι μόνον δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά διαφώνησε έντονα με την απόφαση του Στάλιν να υποστηρίξει τα αυτονομιστικά κινήματα. Τα κίνητρα του Στάλιν ήταν στρατηγικά. Η οικονομική διείσδυση της Μόσχας στο βόρειο Ιράν θα ενίσχυε σημαντικά την επιρροή της σε μια περιοχή, ο έλεγχος της οποίας θεωρούνταν ζωτικής σημασίας για τη σοβιετική ασφάλεια. Τι θα συνέβαινε, για παράδειγμα, αν οι δυτικές δημοκρατίες, με σημαντικά ήδη ερείσματα στις νότιες επαρχίες του Ιράν, έθεταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχό τους το σύνολο της χώρας; Σε κάθε περίπτωση, τα σχέδια του Σοβιετικού ηγέτη δεν ευοδώθηκαν: υπό τη συντονισμένη πίεση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν τους επόμενους μήνες να αποσύρουν τα στρατεύματά τους, ενώ στα τέλη του 1946 οι δύο Λαϊκές Δημοκρατίες που είχαν εγκαθιδρυθεί στο Ιράν, χωρίς πλέον τη σοβιετική στήριξη, τερμάτιζαν άδοξα τον σύντομο βίο τους.
Καθορίστηκε ο συσχετισμός δυνάμεων
Πόσο καθοριστικές υπήρξαν οι κρίσεις στο Ιράν και την Τουρκία για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου; Ακόμη κι αν θεωρηθεί υπερβολική η άποψη που τοποθετεί τις απαρχές της ψυχροπολεμικής περιόδου στην ένταση που δημιουργήθηκε μεταξύ των Δυτικών και των Σοβιετικών για τον έλεγχο των δύο μεσανατολικών χωρών, παραμένει γεγονός ότι η σοβιετική πολιτική στο Ιράν και την Τουρκία ενίσχυσε τα επιχειρήματα όσων υποστήριζαν ότι η Σοβιετική Ενωση αποτελούσε μια δομικά επεκτατική δύναμη που επεδίωκε την παγκόσμια κυριαρχία μέσω της επιβολής κομμουνιστικών καθεστώτων σε όλον τον κόσμο. Κυρίως, όμως, η υπαγωγή της Τουρκίας και του Ιράν στη δυτική σφαίρα επιρροής καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον συσχετισμό δυνάμεων σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή: τις επόμενες δεκαετίες οι δύο χώρες μαζί με την Ελλάδα απετέλεσαν (σύμφωνα με τη δυτική φρασεολογία) το «βόρειο κρηπίδωμα» που συγκρατούσε την κομμουνιστική «πλημμυρίδα» προς τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Ασφυκτικές πιέσεις του Στάλιν προς την Αγκυρα για τον έλεγχο των Στενών
Την ίδια περίοδο, οι σχέσεις της Σοβιετικής Ενωσης με την ουδέτερη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Τουρκία επιδεινώθηκαν σημαντικά. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 1945 η Μόσχα κατήγγειλε το σύμφωνο φιλίας και μη επιθέσεως που είχε υπογράψει με την Αγκυρα το 1925. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Στάλιν υπέβαλε μια σειρά από αιτήματα στην τουρκική κυβέρνηση, από την πραγματοποίηση των οποίων εξαρτιόταν η συνομολόγηση νέας διμερούς συνθήκης: επιστροφή στη Σοβιετική Ενωση των τουρκικών επαρχιών Καρς, Αρνταχάν και Αρτβίν, εγκατάσταση σοβιετικών βάσεων στα Στενά και αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντραί. Ιδιαίτερα, η αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντραί, που από το 1936 ρύθμιζε το καθεστώς των Στενών και έθετε σημαντικούς φραγμούς στη διέλευση των σοβιετικών πολεμικών σκαφών, αποτελούσε διαχρονικό αίτημα της Μόσχας. Ηδη, στα τέλη του 1939 η Σοβιετική Ενωση είχε βολιδοσκοπήσει σχετικά την τουρκική κυβέρνηση, αλλά οι συζητήσεις είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Τον Νοέμβριο του επόμενου έτους, η Μόσχα πρότεινε στο Βερολίνο μια συμφωνία με την Τουρκία σύμφωνα με την οποία η Σοβιετική Ενωση θα εγκαθιστούσε στρατιωτικές βάσεις στα Στενά. Αλλά και μετά τη γερμανική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, ο Στάλιν ζήτησε επανειλημμένα από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία την αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Μετά την ήττα της Γερμανίας, όταν πλέον το Κρεμλίνο ήλεγχε το σύνολο των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και διέθετε τον πιο ισχυρό στρατό της υφηλίου, ο Σοβιετικός ηγέτης αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο δυναμική πολιτική έναντι της Αγκυρας, επιδιώκοντας όχι απλά την αντικατάσταση της Συνθήκης του Μοντραί, αλλά την περιέλευση των Στενών υπό σοβιετικό έλεγχο.
Οπως και στην περίπτωση του Ιράν, ο Στάλιν δεν απέβλεπε στην προώθηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας ή στην επιβολή φιλοσοβιετικού καθεστώτος στην Αγκυρα. Οι λόγοι που υπαγόρευαν την πολιτική του έναντι της Τουρκίας ήταν αμυντικοί. Η Συνθήκη του Μοντραί καθιστούσε την Αγκυρα ουσιαστικό ρυθμιστή του καθεστώτος των Στενών. Κατ’ επέκταση, μια φιλοδυτική Τουρκία θα μπορούσε, ανάλογα με τις εκάστοτε διεθνείς συγκυρίες, είτε να κρατά κλειστά τα Στενά, προκειμένου να μην κατέλθει ο σοβιετικός στόλος στη Μεσόγειο είτε να τα ανοίγει προκειμένου να εισέλθουν οι αμερικανικές και βρετανικές ναυτικές δυνάμεις στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Στάλιν δεν ήταν διατεθειμένος να αρκεστεί στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντραί, αφού σε περιόδους κρίσης η Τουρκία θα ήταν και πάλι εκείνη που θα καθόριζε τη διέλευση των πολεμικών πλοίων από και προς τη Μαύρη Θάλασσα, όποιες κι αν ήταν οι προβλέψεις της νέας συμφωνίας. Απέβλεπε στον πλήρη έλεγχο των Στενών και εκεί ακριβώς πρέπει να αποδοθεί και το αίτημά του για εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στην περιοχή.
Εντονη αντίδραση
Η Βρετανία, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχε προχωρήσει στη σύσφιγξη των σχέσεών της με την Αγκυρα, δεν ήταν κατ’ αρχήν αρνητική στο ενδεχόμενο τροποποίησης της Συνθήκης του Μοντραί. Ωστόσο, απέρριπτε κατηγορηματικά την εγκατάσταση σοβιετικών βάσεων στα Στενά, αφού ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μετέτρεπε την Τουρκία σε δορυφόρο της Μόσχας με δραματικές συνέπειες για τα βρετανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλωστε, η Δύση δεν είχε λησμονήσει ότι η εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στα βαλτικά κράτη μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ απετέλεσε το πρώτο βήμα για τη «σοβιετοποίηση» των χωρών αυτών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αντίδραση τόσο του Λονδίνου, όσο και της Ουάσιγκτον (η οποία δεν επιθυμούσε τη συρρίκνωση της βρετανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή) υπήρξε αποφασιστική: ανταποκρινόμενες στο τουρκικό αίτημα για παροχή βοήθειας, οι δύο δυνάμεις άσκησαν ασφυκτική πίεση προς την κατεύθυνση της Μόσχας, προκειμένου να διατηρήσουν την Αγκυρα εκτός της σοβιετικής ζώνης επιρροής. Τελικά, οι σοβιετικές αξιώσεις έναντι στην Τουρκία δεν ικανοποιήθηκαν, αλλά και δεν αποσύρθηκαν έως τον θάνατο του Στάλιν.