Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για τον εθνικό θυμό


Ο εθνικός θυμός
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η​​ λέξη «θυμός» στα αρχαία ελληνικά έχει πολλές σημασίες. Ερανίζω από το Lidell & Scott τις πιο ουσιαστικές. Θυμός: ψυχή, πνοή, ανάσα, ζωή, καρδιά ως έδρα των αισθημάτων, νόηση, διάθεση, βούληση, γνώμη, σκέψη, θάρρος, τόλμη, μένος, ψυχή ως έδρα της σκέψης, επιθυμία για φαγητό ή ποτό και τέλος οργή. Στον Ομηρο η λέξη θυμός είναι κεντρική για την ηρωική ύπαρξη. Και αν δεχθούμε ότι η ηρωική ύπαρξη των ομηρικών επών εγκαινιάζει την «ανθρώπινη συνθήκη» για ολόκληρο τον Δυτικό Πολιτισμό, θα μπορούσαμε να πούμε πως η λέξη είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης συνθήκης. Μορφολογικά είναι μία από τις πιο ανθεκτικές λέξεις της γλώσσας μας. Μέσα σε τόσους αιώνες δεν έχει αλλάξει γένος και η ορθογραφία της παραμένει η ίδια, ακόμη και μετά την επιβολή του μονοτονικού λόγω του τονισμού στη λήγουσα.
Το ζητούμενο, για μία ακόμη φορά, δεν είναι φιλολογικό. Δεν ξέρω αν κάποιος φιλόλογος ή ιστορικός της γλώσσας, αρμοδιότερος εμού πάντως, έχει ερευνήσει και την αντοχή της αλλά και τη συρρίκνωση της σημασίας της. Διότι το βρίσκω εντυπωσιακό ότι μια λέξη με τόσες σημασίες κατέληξε, ή κατήντησε, να σημαίνει μόνον την οργή. Πώς μια λέξη που κάποτε άνοιγε το ρεπερτόριο της ψυχής και των αισθημάτων έφτασε στις μέρες μας να ταυτίζεται μόνον με μία από τις σημασίες της; Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η ιστορία της αποκαλύπτει, μεταφορικά έστω, τη σχέση της σύγχρονης Ελλάδας με την αρχαιότητά της.
Συρρίκνωση σημασίας, απλούστευση, και εντέλει απώλεια νοήματος. Η πυκνότητα της γλώσσας χάθηκε στην κινούμενη άμμο μιας ζωής που δεν μπορεί να την αντέξει.
Δικαιούμαι όμως να κατατρύχομαι από την ιδέα ότι η λέξη που κάποτε σήμαινε «ψυχή», σήμερα σημαίνει μόνον «οργή». Με άλλα λόγια, ότι εμείς σήμερα φτάσαμε να ταυτίζουμε την ψυχή με την οργή, κοινώς με μία από τις παρορμήσεις της ψυχής. Κι ας περάσουμε τώρα στα δικά μας. Ο Ελληνας έχει ψυχή επειδή είναι θυμωμένος. Η εθνική ψυχή είναι ταυτόσημη με τον εθνικό μας θυμό. Από τις φυλές των Εξαρχείων που καίνε και καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους, ώς τον μοτοσικλετιστή που πάει κόντρα στον μονόδρομο, ώς τους Χρυσαυγίτες και τους βουλευτές που αγορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου ζητώντας συναίνεση.
Θυμωμένος ο δημόσιος υπάλληλος, θυμωμένος ο εκπαιδευτικός, θυμωμένος και ο οδηγός ταξί. Είμαστε ένας θυμωμένος λαός. Τι να κάνουμε; Είμαστε μεσογειακοί και Βαλκάνιοι. Η ψυχή μας είναι ευερέθιστη. Φταίει και η ζέστη βέβαια. Ακόμη και οι ποδοσφαιρικές μας ομάδες έχουν ψυχή. Θυμώνουν γιατί δεν μπορούν να στρώσουν ούτε μισό πέρασμα της μπάλας. Οταν δεν έχουμε με ποιον να θυμώσουμε, θυμώνουμε με τον εαυτό μας. Αυτό πια δεν χρειάζεται περιγραφή: είναι η καθημερινότητά μας.
Θυμωμένοι από τις ήττες μας, θυμωμένοι και από τους θριάμβους μας. Θυμάστε το 2004, μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου τις εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας; Οι άνθρωποι δεν επευφημούσαν τους νικητές. Καταριόνταν και έβριζαν τους ηττημένους. Μα για να δείξουν ότι έχουν ψυχή έπρεπε να είναι θυμωμένοι. Κάποιος είχε θυμώσει τόσο πολύ, που έβαλε φωτιά στο αυτοκίνητό του στην Ομόνοια. Δήλωσε μάλιστα στην τηλεόραση πως δεν τον νοιάζει, διότι η μητέρα του θα του αγόραζε άλλο. Εικάζω πως θα θύμωσε με τη μητέρα του αν τόλμησε να του πει πως θα πάρει λιγότερα κυβικά απ’ αυτά που έκαψε. Φυσιογνωμικά έδειχνε πάνω από σαράντα και δεν μάθαμε τίποτε για τον εγκλεισμό του σε κάποιο Ιδρυμα. Ηταν θυμωμένος ο άνθρωπος και τον θυμό εμείς οι Ελληνες, από αρχαιοτάτων χρόνων, τον σεβόμαστε.
Ο εθνικός μας θυμός άγγιξε το απόγειό του στους καιρούς των «Αγανακτισμένων». Η συλλογική μας ψυχή, εν τη μεγαλωσύνη της, ξεπέρασε όλες τις μικροδιαφορές της, πολιτικές και ιδεολογικές, και ενώθηκε σε έναν μεγάλο θυμό. Οποιος δεν ήταν θυμωμένος τότε με τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, τα μνημόgnia, το χρέος, την Ευρώπη, τη Βουλή, ως γνωστόν δεν ήταν Ελληνας. Ηταν Γερμανοτσολιάς, κάτι σε τσολιάς αλλά πολύ κακό τέλος πάντων. Και ο εθνικός θυμός δικαιώθηκε με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκπρόσωποί του έγιναν κυβέρνηση και απεφάσισαν να τον εκφράσουν urbi et orbi. Η έννοια «σκληρή διαπραγμάτευση» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παραλλαγή του εθνικού θυμού, κοινώς της εθνικής μας ψυχής. Διότι όταν είσαι θυμωμένος, δεν σε ενδιαφέρει τι θα επιτύχεις. Το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να ξεσπάσει ο θυμός σου. Εξ ου και το δημοψήφισμα. Οσοι ψήφισαν «Οχι», δεν ενδιαφέρθηκαν αν μεταφράστηκε σε «Ναι». Ξέσπασε ο θυμός τους και έγινε η δουλειά.
Και τώρα τι γίνεται; Πώς διαχειρίζεσαι τόσον συσσωρευμένο θυμό όταν τα έχεις δοκιμάσει όλα και τίποτε δεν σου έχει βγει; Διότι η υπόθεση έχει βάθος. Και δεν αναφέρομαι μόνον στα προφανή του Εμφυλίου, της Χούντας, της Μεταπολίτευσης, του ΠΑΣΟΚ και όσων κατά καιρούς αξιοποίησαν το θυμικό της θυμωμένης ελληνικής ψυχής. Ο θυμός έχει περάσει στα τριχοειδή μας αγγεία. Ακόμη και στις πιο αθώες μας στιγμές.
Στις παλιές ελληνικές κωμωδίες οι ήρωες είτε είναι θυμωμένοι είτε φωνάζουν σαν θυμωμένοι. Και οι μουσικές επιτυχίες όταν δεν μιλάνε για «καψούρα» –μεταλλαγμένος θυμός σε έρωτα– είναι πάντα θυμωμένες, ακόμη και με το αντικείμενο του έρωτα.
Και τώρα που τον είδαμε, και τώρα που τον μάθαμε, και τώρα που τον ζήσαμε και τον ψηφίσαμε, καιρός είναι να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να τον παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Ελληνικός, γαρ, ο εθνικός μας θυμός, κοινώς χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις σοβαρότητος. Κάτι σαν καψουροτράγουδο.