Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Ιστορικό άρθρο για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη



Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη
Η θανατική καταδίκη των στελεχών του ΚΚΕ και η Δίκη των Αεροπόρων σε κλίμα όξυνσης του Ψυχρού Πολέμου
Του Σωτήρη Ριζα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η καταδίκη και εκτέλεση των Νίκου Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Νίκου Καλούμενου και Ηλία Αργυριάδη τον Μάρτιο του 1952 καθώς και η λεγόμενη Δίκη των Αεροπόρων, τον Σεπτέμβριο του 1952, αποτελούν δύο σημαντικά γεγονότα που εντάσσονται στην καρδιά των εξελίξεων και της λογικής της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, η οποία ταυτίζεται με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου.
Και οι δύο περιπτώσεις επέδρασαν σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος που χαρακτηριζόταν από τη διαμάχη μεταξύ της κοινοβουλευτικά επισφαλούς και ανομοιογενούς κυβέρνησης του Κέντρου, υπό τους Νικόλαο Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλο, και του αντιπολιτευόμενου συντηρητικού Ελληνικού Συναγερμού υπό τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου, με την έμπνευση του πρώτου και του κόμματός του, της Εθνικής Προοδευτικής Ενωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ), και την επιφύλαξη των Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, είχε επιδιώξει κατά τη στιγμή του σχηματισμού της, στις 27 Οκτωβρίου 1951, να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των αδικημάτων των οποίων οι ποινές θα μετριάζονταν ή θα εξαλείφονταν, και εκείνων που θα διαπράττονταν στη συνέχεια. Η κυβέρνηση θα προχωρούσε επίσης σε απελευθέρωση μεγάλου αριθμού εκτοπισμένων από τον Αγιο Ευστράτιο και το Τρίκερι. Η εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία ήταν πολύ πιο μετριοπαθής σε σχέση με τη γενικευμένη αμνηστία που είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει χωρίς επιτυχία ο Πλαστήρας τον Αύγουστο του 1950, δεν ήταν ευχερής.
Μετεμφυλιακοί πολιτικοί διαχωρισμοί
Το νομοσχέδιο επρόκειτο να κατατεθεί στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1951 και δεν θα ψηφιζόταν πριν από τον Απρίλιο του 1952 υπό το κράτος των εντυπώσεων που θα προκαλούσε η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του. Βαρύνουσα επίπτωση στην προώθηση της πολιτικής τής επιείκειας είχαν οι αντιρρήσεις των Φιλελευθέρων αλλά και κέντρων ισχύος που σχετικοποιούσαν τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος: Ο αμερικανικός παράγων δεν έβλεπε θετικά οποιαδήποτε πολιτική θα υποδείκνυε «αδύναμη» αντιμετώπιση του κομμουνισμού στο εσωτερικό μετά την έκρηξη του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 1950, εξέλιξη που είχε ενισχύσει τις στρατιωτικές και κατασταλτικές όψεις του δόγματος της «ανάσχεσης» του παγκόσμιου κομμουνισμού.
Τα Ανάκτορα, αν και βρίσκονταν σε ρήξη με τον Παπάγο, αποτελούσαν σταθερό υπερασπιστή των μετεμφυλιακών πολιτικών περιορισμών. Υπήρχε ακόμα ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), o οποίος διατηρούσε την ισχύ του στο εσωτερικό του στρατού. Τέλος, στο κοινοβουλευτικό πεδίο, ο Ελληνικός Συναγερμός, αν και δεν υποστήριξε δημόσια την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των υπολοίπων καθώς και την καταδίκη των αεροπόρων, δεν έπαυε να θέτει διαρκώς στη δημόσια συζήτηση το θέμα της βούλησης της κυβέρνησης του Κέντρου να αντιμετωπίσει με σθένος την κομμουνιστική αριστερά.
Το κοινό στοιχείο όλων των αντιτιθεμένων ήταν η ανησυχία ή και ο φόβος τους ότι το ΚΚΕ δεν μπορούσε να συγκρατηθεί παρά μόνο στο πλαίσιο ενός περιοριστικού, αν και κοινοβουλευτικού, καθεστώτος. Για τον Ελληνικό Συναγερμό η στρατηγική αυτή, που θα παρέμενε ισχυρή και μετά την εκλογική του νίκη το 1952, είχε και εκλογική στόχευση, καθώς εμφάνιζε το νεοπαγές κίνημα του στρατάρχη Παπάγου ως τον μόνο αξιόπιστο αντίπαλο των κομμουνιστών και το Κέντρο ως ένα αδύναμο συνονθύλευμα χωρίς λόγο ύπαρξης στο σκηνικό μιας πολωμένης πολιτικής διάρθρωσης.
Η οπτική του ΚΚΕ
Αντίστροφα, από την οπτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, η πολιτική εξέλιξη στη χώρα εκλαμβανόταν μονοσήμαντα ως αρνητική. Καθώς η Ελλάδα εντασσόταν το 1952 οργανικά στην Ατλαντική Συμμαχία, η ηγεσία του ΚΚΕ, και υπό την επίδραση των ψυχροπολεμικών αντιλήψεων που επικρατούσαν στη Μόσχα κατά την τελευταία αυτή φάση της σταλινικής περιόδου, θεωρούσε ότι η κυβέρνηση του Κέντρου δεν συνιστούσε αξιόλογη εναλλακτική έναντι του Ελληνικού Συναγερμού. Ταυτόχρονα, ενώ αναγνωριζόταν από τον ηγέτη του κόμματος Νίκο Ζαχαριάδη η ανάγκη ανασυγκρότησης του ΚΚΕ μέσω της ανασύνταξης των οργανώσεών του, αυτή η διαδικασία δεν γινόταν αντιληπτή ως μονοσήμαντη προσπάθεια επανένταξης στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, έστω μέσω του μετωπικού σχήματος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, αλλά και ως διατήρηση της δυνατότητας παράνομης δραστηριότητας.
Επρόκειτο για φαύλο κύκλο που συντηρούσε την ταύτιση εμφυλίου και Ψυχρού Πολέμου και διαιώνιζε τον πολιτικό διαχωρισμό στο εσωτερικό. Το κομμουνιστικό κόμμα ήταν παράνομο και η ηγεσία του βρισκόταν στο ανατολικό μπλοκ, συνεπώς η διατήρηση επαφής των οργανώσεων που βρίσκονταν στην Ελλάδα με την ηγεσία του εξωτερικού υπαγόταν από την κυβέρνηση και, κυρίως, τις αρχές ασφαλείας στον νόμο περί κατασκοπείας του 1936. Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο δεν μπορούσε παρά να είναι πολιτική και όχι νομική. Προϋπέθετε ισχυρή και ομοιογενή κυβέρνηση Κέντρου, κάτι που δεν συνέβαινε, και κοινοβουλευτική στρατηγική της αριστεράς χωρίς κατάλοιπα παράνομης δραστηριότητας η οποία, πέραν του θέματος της αρχής, δεν ήταν ρεαλιστική.
Οι υπέρ και οι κατά της απονομής χάριτος
Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ επιφορτισμένου με την ανασυγκρότηση των οργανώσεων, και των συγκατηγορουμένων του δεν αποτράπηκε, καθώς αντιτάχθηκε σ’ αυτήν μόνο μια ομάδα που συνιστούσε την αριστερά της ΕΠΕΚ με πιο επιφανή εκπρόσωπο τον υπουργό Συντονισμού Γεώργιο Καρτάλη. Και η ομάδα αυτή, πάντως, δεν συνέδεσε την αντίθεσή της με την παραμονή της στην κυβέρνηση και το κόμμα, αν και ο Καρτάλης υπέβαλε την παραίτησή του για να την ανακαλέσει στη συνέχεια. Υπέρ της απονομής χάριτος είχε ταχθεί και ο υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτριος Παπασπύρου. Απρόθυμοι να συμμετάσχουν σε προσπάθεια αποτροπής των εκτελέσεων ήταν οι Φιλελεύθεροι του Σοφοκλή Βενιζέλου, ο οποίος διέθετε και αυξημένη επιρροή, αφού αναπλήρωνε τον ασθενούντα Πλαστήρα. Ο Ελληνικός Συναγερμός χωρίς να τάσσεται ρητά υπέρ των εκτελέσεων ήταν σαφές ότι τις ευνοούσε, αφού καλούσε την κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της και σε αντίθετη περίπτωση να αφήσει άλλους να τις αναλάβουν. Το Στέμμα, με την απόρριψη εκ μέρους του της αίτησης χάριτος των καταδικασθέντων, και οι Αμερικανοί, αν και σιωπηλοί, υπήρξαν ασφαλώς αποφασιστικοί παράγοντες για την εκτέλεση των τεσσάρων.
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Στην περίπτωση της Δίκης των Αεροπόρων η αυθαιρεσία στη σύνταξη του κατηγορητηρίου και στην κατασκευή των τεκμηρίων με βασανιστήρια υπερέβη κάθε προηγούμενο. Αν και οι κατηγορίες αφορούσαν δολιοφθορά από κομμουνιστές, φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό επρόκειτο για εκκαθάριση που δεν είχε αποκλειστικά ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα, αλλά συνιστούσε και εσωτερική διαμάχη επαγγελματικής διάστασης που απέβλεπε σε εξουδετέρωση επικίνδυνων ανταγωνιστών, μη κομμουνιστών, για τη μελλοντική κατανομή ηγετικών θέσεων. Στην υπόθεση ενεπλάκησαν αξιωματικοί της Αεροπορίας, οι οποίοι είτε ηγούνταν εκείνη τη στιγμή είτε ηγήθηκαν του όπλου στη συνέχεια είτε, τέλος, αναμείχθηκαν αργότερα στο πραξικόπημα του 1967. Η δίκη έληξε τον Σεπτέμβριο του 1952 με την καταδίκη δώδεκα κατηγορουμένων, εκ των οποίων δύο σε θάνατο, ποινές που δεν εκτελέστηκαν, και στην αποβολή τους από την Αεροπορία.
Η συζήτηση στον αθηναϊκό Τύπο σχετικά με τα βασανιστήρια κατηγορουμένων ώστε να αποσπαστούν ομολογίες, δείχνει ότι θεμελιώδη στοιχεία της υπόθεσης δεν διέφυγαν την προσοχή. Ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Γεώργιος Μαύρος διέταξε τη διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η κυβέρνηση του Κέντρου δεν διέθετε εκείνη τη στιγμή πραγματική δυνατότητα να κυβερνήσει, ενώ ταυτόχρονα η πολιτική της αξιοπιστία είχε πληγεί, καθώς στην ουσία υφίστατο μια πολιτική την οποία σημαντικό τμήμα της δεν ενέκρινε.
Οι εκλογές
Στις 11 Οκτωβρίου επρόκειτο να προκηρυχθούν εκλογές, οι οποίες θα διεξάγονταν με πλειοψηφικό όπως είχε ζητήσει ο Συναγερμός αλλά και ο αμερικανικός παράγων. Ο Παπάγος θα αναδεικνυόταν νικητής με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία έναντι ενός Κέντρου που είχε υποστεί μεγάλη φθορά, καθώς είχε χρεωθεί τις καταδίκες και επικρινόταν ταυτόχρονα ως ενδοτικό έναντι των κομμουνιστών. Παράλληλα, η κυβέρνηση κατέβαλε το τίμημα για την οικονομική πολιτική της σταθεροποίησης που είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί. Ο Συναγερμός θα κυβερνούσε την επόμενη τριετία και οι συνέπειες δεν θα αίρονταν για τους καταδικασθέντες παρά μόνο ως προς το ποινικό σκέλος με την αμνήστευσή τους στις 5 Νοεμβρίου 1955 από την κυβέρνηση Καραμανλή που σχηματίστηκε μετά τον θάνατο του Παπάγου. Οι πολιτικοί περιορισμοί του μετεμφυλιακού κράτους θα παρέμεναν ισχυροί έως τη δεκαετία του ’60.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.