Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Ιστορικό άρθρο για την επίσκεψη Γ. Παπανδρέου στις ΗΠΑ το 1964


Η επίσκεψη Παπανδρέου στις ΗΠΑ
ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η κυπριακή κρίση του 1964 αποκαλύπτει ορισμένες περίεργες πτυχές της ελληνικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Εως τον Ιούνιο του 1964, η εσωτερική αντιπαράθεση στην Κύπρο, οι αλλεπάλληλες τουρκικές απειλές για εισβολή, η μετάβαση της ελληνικής «μεραρχίας», η διατύπωση του δόγματος του «εθνικού κέντρου», είχαν δημιουργήσει μεγάλη ρευστότητα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου διείδε την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει τις εντάσεις αυτές για να επιτύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Πολιτικός έμπειρος, γνώριζε ότι η χώρα δεν είχε τη δυνατότητα να συντρίψει στρατιωτικά την Τουρκία και να επιβάλει την Ενωση. Ηλπιζε, όμως, ότι θα ανάγκαζε τους Αμερικανούς να την επιβάλουν. Για τούτο, άλλωστε, η ελληνική πλευρά τόνιζε στην αμερικανική ότι, χωρίς την Ενωση, η Κύπρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε «Κούβα της Μεσογείου». Η επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, στις 23-27 Ιουνίου 1964, τον έφερε πολύ κοντά στην επίτευξη του στόχου του. Κατά τη συνάντηση αυτή συμφωνήθηκε η διενέργεια μεσολάβησης από την αμερικανική πλευρά, μέσω του πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, ο οποίος και υπέβαλε το ομώνυμο σχέδιο τον Αύγουστο.
Κάτι, όμως, δεν πήγε καλά με την επίσκεψη. Κατά τη διάρκειά της, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος ισχυρίστηκε ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε υπερήφανα αντισταθεί σε «αμερικανική πίεση» για συνάντηση των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας, με οκτάστηλους τίτλους όπως «Ακλόνητος η Ελλάς», «Ουδεμία υποχώρησις», «Διήμερος ανένδοτος αγών εις την Ουάσιγκτων» («Το Βήμα» και «Ελευθερία», 25-27.6.1964). Ο ισχυρισμός αυτός επαναλήφθηκε από τον Γ. Παπανδρέου στην ομιλία του στη Βουλή στις 3 Ιουλίου 1964 και από τον Α. Παπανδρέου στο βιβλίο του «Η δημοκρατία στο απόσπασμα». Η στάση του Γ. Παπανδρέου περιγράφηκε ως το «δεύτερο όχι» της Ελλάδας (το πρώτο ήταν του Μεταξά...) και προβλήθηκε ως έμπρακτη απόδειξη της «εθνικής» πολιτικής του, σε σύγκριση με την «υποτέλεια» της κυβέρνησης Καραμανλή. Από πολλούς θεωρήθηκε ότι η «αγέρωχη» στάση του Γ. Παπανδρέου έστρεψε τους Αμερικανούς εναντίον του και τους ώθησε, τελικά, να «σχεδιάσουν» την πτώση της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου. Ηταν ένα δείγμα της κυριαρχίας των θεωριών συνωμοσίας στην ελληνική πολιτική κουλτούρα.
Η «μαγική εικόνα» των συνομιλιών
Η έρευνα αποδίδει μια εικόνα διαφορετική. Στις συνομιλίες της Ουάσιγκτον οι Αμερικανοί δεν ζήτησαν συνάντηση Γ. Παπανδρέου-Ισμέτ Ινονού. Οι Αμερικανοί, και συγκεκριμένα ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ, είχαν πράγματι, στις αρχές του Ιουνίου, προτείνει συνάντηση πρωθυπουργών, αλλά η ελληνική πλευρά είχε – ορθώς– απορρίψει μια τέτοια προοπτική, με το επιχείρημα ότι εάν αποτύγχανε, οι επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα ήταν ανεξέλεγκτες. Ηδη, πριν από τις συνομιλίες της Ουάσιγκτον, η αμερικανική πλευρά είχε αλλάξει στάση και προσέβλεπε σε συνομιλίες εκπροσώπων των δύο κυβερνήσεων και όχι των πρωθυπουργών. Επιπλέον, έπειτα από απαίτηση του Γ. Παπανδρέου, η δική του παρουσία στην αμερικανική πρωτεύουσα δεν συνέπεσε με την αντίστοιχη του Ινονού, ώστε να μη δημιουργηθούν εντυπώσεις «συνάντησής» τους. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Παπανδρέου, σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτικό της συνομιλίας, ο Αμερικανός πρόεδρος ρητά δήλωσε ότι «δεν πρότεινε συνομιλίες σε επίπεδο πρωθυπουργών ή ακόμη και υπουργών Εξωτερικών, αλλά μεταξύ εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων των δύο χωρών». Στο σχετικό ελληνικό πρακτικό, δημοσιευμένο από το 1983 στο βιβλίο του Σπ. Παπαγεωργίου
«Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού» (τόμος Β΄), ο Αμερικανός πρόεδρος παρουσιάζεται από την αρχή να ζητεί από τους δύο πρωθυπουργούς να ορίσουν αντιπροσώπους για διαβουλεύσεις με τον Ατσεσον· δεν ζήτησε συνάντηση πρωθυπουργών. Μάλιστα, έπειτα από επιμονή του Ελληνα πρωθυπουργού, οι Αμερικανοί δέχτηκαν τη θέση του για παράλληλες (δηλαδή χωριστές) διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων των δύο κυβερνήσεων με τον Ατσεσον, ο οποίος τυπικά θα είχε θέση βοηθού του μεσολαβητή του ΟΗΕ.
Υπήρξε και μια περίεργη συνέχεια, αργότερα. Η ανακρίβεια του κυβερνητικού ισχυρισμού ότι η αμερικανική πλευρά είχε πιέσει ασφυκτικά για συνάντηση πρωθυπουργών, αποκαλύφθηκε το φθινόπωρο του 1964 από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Και έτσι, στις 25 Νοεμβρίου, ο Γ. Παπανδρέου εμφανίστηκε στη Βουλή και δήλωσε ότι θα διάβαζε τη δήλωση που είχε κάνει από το ίδιο βήμα στις 3 Ιουλίου. Διάβασε πράγματι το ίδιο κείμενο, αλλά με δύο βασικές αλλοιώσεις: η φράση της 3ης Ιουλίου «Ο Πρόεδρος Τζόνσον καθώς και η Κυβέρνησίς του υποστήριξαν την γνώμην ότι (...) θα ήτο σκόπιμον να γίνη μία συνάντησις των δύο Πρωθυπουργών της Ελλάδος και της Τουρκίας», έγινε στις 25 Νοεμβρίου «μία συνάντησις των εκπροσώπων της Ελλάδος και της Τουρκίας». Και η φράση της 3ης Ιουλίου «Η συνάντησις των δύο Πρωθυπουργών διά το θέμα της Κύπρου, θα παρείχε την εικόνα...» έγινε στις 25 Νοεμβρίου: «Η συνάντησις των δύο εκπροσώπων διά το θέμα της Κύπρου...». Η φρασεολογία της 25ης Νοεμβρίου ήταν ακριβής· αλλά ήταν διαφορετική από τη φρασεολογία που είχε χρησιμοποιηθεί τον Ιούλιο.
Εσωτερικές επιδιώξεις και διαχείριση εθνικών θεμάτων
Ανακύπτει, επομένως, το ερώτημα γιατί ακολουθήθηκε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο η συγκεκριμένη γραμμή. Είναι σαφές ότι, με τον τρόπο αυτόν, ο Γ. Παπανδρέου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ακολουθούσε μια διαφορετική, «υπερήφανη» πολιτική έναντι των ΗΠΑ σε σύγκριση με τον «δουλοπρεπή» Καραμανλή που είχε συνάψει τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ετσι, ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου μπορούσε να εμφανίζεται ως υπερασπιστής της τιμής του έθνους. Στις 3 Ιουλίου, από το βήμα της Βουλής, σημείωνε: «Πρέπει να εξομολογηθώ. Εχω συναντήσει πολλάς εκδηλώσεις αγάπης από τον λαόν της Ελλάδος –από μερίδα του λαού της Ελλάδος– χθες όμως είχον συγκινηθεί περισσότερον από πάντοτε. Ησθάνθην, ότι δεν ήτο απλώς μία συνήθης εκδήλωσις αγάπης και εμπιστοσύνης. Ητο επί πλέον. Ητο η υπερηφάνεια ενός φιλοτίμου λαού η οποία είχε ικανοποιηθή και με εχαιρέτα (Χειροκροτήματα). Είχεν αισθανθή ο λαός, ότι εφηρμόσθη Ελληνική εξωτερική πολιτική». Αλλά ανακύπτουν πρόσθετα ερωτήματα: ποιος καθόρισε τη συγκεκριμένη γραμμή που διοχετεύθηκε στον Τύπο και ισχυριζόταν ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε απορρίψει κάτι που δεν του ζητήθηκε; Στην Ουάσιγκτον τον Γ. Παπανδρέου συνόδευσαν δύο υπουργοί: ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου η παρουσία στην αμερικανική πρωτεύουσα, ως αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, είναι από την άποψη της κυβερνητικής δομής τουλάχιστον ανεξήγητη. Εάν όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου (ο οποίος πριν από τρεις μόλις εβδομάδες ήταν υπουργός Προεδρίας, δηλαδή ο υπεύθυνος επικοινωνίας της κυβέρνησης), ήταν αυτός που καθόρισε τη γραμμή της δημοσιότητας σχετικά με την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, γίνεται αντιληπτό ότι στο σημείο αυτό μπορεί να βρίσκεται η έναρξη των μεγάλων αντιπαλοτήτων εναντίον του από άλλους υπουργούς, που τον κατηγορούσαν ότι επεμβαίνει στις δικές τους αρμοδιότητες και δεν συμφωνούσαν με τέτοιες μεθόδους.
Η επιτυχία της εγχειρήσεως και ο θάνατος του ασθενούς
Ο πρόεδρος Τζόνσον δεν ήταν υπόδειγμα διπλωματικής κομψότητας: πολιτικός με τεράστια εμπειρία στα αμερικανικά κοινοβουλευτικά σώματα, ήταν πάντως άπειρος στο διεθνές πεδίο και είναι ζήτημα εάν υπήρξε και ένας μόνον ξένος ηγέτης που συναντήθηκε μαζί του και δεν αισθάνθηκε, αν όχι προσβεβλημένος, τουλάχιστον κάποια αμηχανία… Η σχετική διεθνής βιβλιογραφία είναι γεμάτη παρόμοιες επισημάνσεις. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αμερικανοί συναίνεσαν σε παράλληλες συνομιλίες μέσω του Ατσεσον και υπέβαλαν δικό τους σχέδιο λύσης. Αυτό επιδίωκε και ο Γ. Παπανδρέου. Με άλλα λόγια, η αμφισβητήσιμη τακτική του Ελληνα πρωθυπουργού φαινόταν, σε πρώτη φάση, να επιτυγχάνει.
Εκεί όμως βρίσκονταν και τα στενά όριά της. Ο Γ. Παπανδρέου εκμαίευσε την αμερικανική παρέμβαση που επιδίωκε, αλλά είχε ήδη διαπράξει τεράστια σφάλματα, τα οποία θα έβρισκε μπροστά του. Το δόγμα του «εθνικού κέντρου» δεν του εξασφάλιζε την επιβολή του επί του Μακαρίου. Είχε μεν εξάψει την ελληνική κοινή γνώμη για να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις για το πρόσωπό του, αλλά δεν φαινόταν να διαβλέπει τη δυσκολία, έπειτα από τέτοια έξαψη, να «περάσει» μια ενωτική μεν λύση – το σχέδιο Ατσεσον που εκμαίευσε– η οποία όμως θα βασιζόταν (αναπόφευκτα) σε κάποιο αντάλλαγμα προς την Τουρκία. Σε τελική ανάλυση, εάν οι Αμερικανοί ήταν τόσο κακοί ώστε να τους πει ο ίδιος το «δεύτερο όχι», γιατί άραγε να αποδεχθεί η Ελλάδα το σχέδιό τους; Ο Μακάριος μπορούσε να είναι εξίσου, αν όχι πιο όμορφα αδιάλλακτος... Ο Γ. Παπανδρέου είχε διαχειριστεί ένα διεθνές ζήτημα με το βλέμμα στραμμένο στην εσωτερική κοινή γνώμη. Και, όπως κατά ανεξαίρετο κανόνα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, κατέληξε όμηρός της. Θα έμενε στο τέλος, αμήχανος, να διατυπώνει τις γνωστές ρήσεις του για την «πολυκατοικία» και το «ρετιρέ». Ωστόσο, αυτό που συνέβη το καλοκαίρι του 1964 ήταν πρωτόγνωρο: για πρώτη φορά ο λαϊκισμός απέτυχε τόσο συντριπτικά στο πεδίο της ουσίας (την πορεία του Κυπριακού), αλλά ταυτόχρονα επέτυχε τόσο συντριπτικά ως προς τη δημιουργία εντυπώσεων στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Η καταγγελία της «προδοσίας της Ζυρίχης», της «δουλοφροσύνης» της Δεξιάς, η προβολή μιας «ελληνικής» εξωτερικής πολιτικής συγκρότησαν ένα αφήγημα που θα κυριαρχούσε για δεκαετίες. Είναι βέβαιο ότι δεν το ήθελε ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, αλλά όλα αυτά ήταν μια «πρόβα τζενεράλε» και για αργότερα, μια συνήθης συνταγή για αποτυχίες στις διεθνείς διαπραγματεύσεις της χώρας.

*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.


(Στην φωτογραφία : Ο Γ. Παπανδρέου με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον. Ο Ελληνας πρωθυπουργός διαχειρίστηκε ένα διεθνές ζήτημα με το βλέμμα στραμμένο στην εσωτερική κοινή γνώμη και κατέληξε όμηρός της)