Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ελλάς, Ελλήνων, Τσιπριστών από τον απολαυστικό Μ. Βουλαρίνο


Ελλάς, Ελλήνων, Τσιπριστών
ΜΑΝΟΣ ΒΟΥΛΑΡΙΝΟΣ
Το ότι η δεξιά στην Ελλάδα, ιδιαίτερα πριν τη μεταπολίτευση, δεν είχε την καλύτερη δυνατή σχέση με τη δημοκρατία ήταν μάλλον γνωστό. Αυτό που έμενε να φανεί ήταν η ακόμα χειρότερη σχέση με τη δημοκρατία που έχει η αριστερά. Μια κακή σχέση, μάλλον αναμενόμενη, αν σκεφτούμε πως τα πολιτικά είδωλα των στελεχών της είναι, στην πλειοψηφία τους, είτε δικτάτορες είτε πρωτοπαλίκαρα δικτατόρων. Ναι, γνωρίζω πως οι ίδιοι τους θεωρούν «επαναστάτες» αλλά δεν μου διαφεύγει το ότι και οι οπαδοί της συμμορίας του Γιώργη του Παπαδόπουλου τον ίδιο όρο χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν.
Σκεπτόμενος τα παραπάνω δανείστηκα το ωραίο τρίπτυχο που σημείωσε ξεχωριστή επιτυχία την περίοδο της επταετίας και το παράλλαξα ελαφρώς προκειμένου να περιγράψω, όσο το δυνατόν πιο λακωνικά, το όνειρο που έχει για τη χώρα την οποία κυβερνάει ο Αλέξης ο Φούιτ.
Το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» μπορεί να μην είναι εντελώς ξένο στις ελληνικές κυβερνήσεις αλλά καμία δεν είχε τολμήσει να νομοθετήσει την απουσία αντίλογου. Μια απουσία που προφανώς δεν ενοχλεί ιδιαίτερα έναν άνθρωπο που θεώρησε την εγγραφή στην ΚΝΕ την καλύτερη δυνατή εκκίνηση για την πολιτική του καριέρα και που ακόμα και σήμερα δεν διστάζει να εκφράσει το θαυμασμό του για αδίστακτους γενοκτόνους όπως, ας πούμε, ο σύντροφος πρόεδρος Μάο.
Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο για να δικαιολογήσω την αποφαση του Λόλεκ του κυβερνητικού διδύμου, του Νίκου του Παππά, να χορηγήσει άδειες σε συγκεκριμένο και εξαιρετικά μικρό αριθμό τηλεοπτικών καναλιών. Αν επιθυμούσε την επιχειρηματική εξυγίανση έχει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες να την επιβάλει. Αν επιθυμούσε την καταπολέμηση της διαπλοκής θα ξεκινούσε αποφεύγοντας να διαπλακεί ο ίδιος και –σκεφτόμενος ότι κάποιες επόμενες κυβερνήσεις μπορεί να μην είναι τόσο έντιμες όσο η δική του– θα φρόντιζε να κάνει αχρείαστο το νταραβέρι κυβέρνησης-επιχειρηματιών διευκολύνοντας και όχι δυσκολεύοντας την απόκτηση άδειας. Τώρα απλώς επικαλείται μια ασαφή «τάξη» η οποία σε κάποιους συμπολίτες φέρνει στο νου τη λέξη «γύψο». Τρέχα γύρευε γιατί. Μπορεί επειδή έχουν ακούσει υπουργούς της κυβέρνησης να βρίσκουν ανεπίτρεπτη την ύπαρξη αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ και επικίνδυνη την αυτονομία τους.
Προφανώς υπάρχει και μια άλλη εξήγηση που δεν έχει να κάνει τόσο με την απέχθεια των κυβερνητικών στελεχών για τη δημοκρατία όσο με τις πασοκικές τους καταβολές. Είναι η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός αδειών δεν εξυπηρετεί τόσο την πολιτική υποταγή όσο την ανάγκη να ακουστεί η ερώτηση «πόσα;». Πρόκειται για μια εκδοχή την οποία αποκλείω, καθώς έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση κυρίως αριστερή και άρα κυρίως έντιμη. Όπως πολύ σωστά το έθεσε η κυρά Θεανω (σε μια στιγμή κατά την οποία το πάθος για υπεράσπιση της εξουσίας της, την έκανε να μη φοβάται την πιθανότητα να ακούσει την απάντηση) «τι μας περάσατε, τίποτα απατεώνες;»
Απ’ ό,τι ακούω η κυβέρνηση του συντρόφου Φούιτ δεν θα σταματήσει στα τηλεοπτικά κανάλια. Πρόθεσή της είναι να βάλει «τάξη» και στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ και μου φαίνεται πως με τη φόρα που έχει πάρει δεν αποκλείεται πολύ σύντομα να αποπειραθεί να βάλει «τάξη» και στα κόμματα τα οποία και πολλά είναι και αμφισβητήσιμης οικονομικής βιωσιμότητας. Μόνο προσοχή! Παρακαλώ η οποιαδήποτε κριτική –όσο ακόμα υπάρχει νομικά η δυνατότητα για κριτική– να γίνεται λαμβάνοντας υπόψιν τις διαμαρτυρίες του συντρόφου Παππά για τον όρο «χούντα». Ίσως κι εγώ να έκανα ένα μικρό λάθος στον τίτλο του κειμένου που τώρα διαβάζετε. Στο κάτω-κάτω δεν πρέπει να ξεχνάμε πως χούντες κάνουν μόνον οι δεξιοί. Οι αριστεροί κάνουν λαϊκές δημοκρατίες. Και μπράβο τους.