Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Άρθρο για τον Ρανιέρι της Λέστερ και τον δικό μας


Ο Ρανιέρι της Λέστερ και ο δικός μας
Νίκος Κωνσταντάρας
Η ομάδα της Λέστερ στέκεται στην κορυφή του πίνακα της βαθμολογίας στην Πρέμιερ Λιγκ της Αγγλίας με 32 βαθμούς, έχοντας χάσει μόνο ένα από τα έως τώρα 15 παιχνίδια.
Το ότι μια ομάδα που πέρυσι δυσκολεύτηκε να αποφύγει τον υποβιβασμό βρίσκεται στην κορυφή είναι ήδη εντυπωσιακό· ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι το πέτυχε αυτό στο πλουσιότερο και ίσως σκληρότερο πρωτάθλημα του κόσμου, με προπονητή που μόλις πριν από 13 μήνες απολύθηκε από τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδος ως απολύτως αποτυχημένος. Στη σύντομη θητεία του στη χώρα μας, ο Κλάουντιο Ρανιέρι χρεώθηκε τρεις ήττες και μία ισοπαλία, με αποτέλεσμα η χώρα που κέρδισε το Euro 2004, που έφθασε στους τελικούς του Μουντιάλ του 2014, να μην προκριθεί στους τελικούς του Euro 2016.
Θυμάμαι τον Ρανιέρι, κομψό, κουστουμαρισμένο, να στέκει μόνος και ακίνητος σαν μαύρη κολόνα στη λευκή γραμμή του γηπέδου Γ. Καραϊσκάκης εκείνη τη νύχτα του περσινού Νοεμβρίου, μια ταπείνωση που δεν του άφηνε κανένα περιθώριο να παραμείνει στην Ελλάδα. Τον επόμενο Ιούλιο αναλάμβανε τη Λέστερ και κανείς δεν περίμενε ότι θα την οδηγούσε σε τέτοια εντυπωσιακή πορεία σε τόσο λίγο χρόνο. Τι συνέβη, λοιπόν, και ο άνθρωπος που ήταν τόσο αποτυχημένος στην Ελλάδα κατάφερε τόσα πολλά αλλού;
Ας μη μείνουμε στο ότι αλλού είναι καλύτερα τα συστήματα, η πειθαρχία και οι διαδικασίες, αν και παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην κάθε επιτυχία και αποτυχία. Είναι τόσες οι παράμετροι σε τέτοιες υποθέσεις που δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε εύκολα συμπεράσματα. Ισως η θητεία του Ρανιέρι στην Ελλάδα να ήταν καταδικασμένη από χέρι. Ανέλαβε μια ομάδα η οποία είχε εξαντλήσει τα όριά της, με πολλούς παίκτες είτε στη δύση της καριέρας τους είτε ακόμη ανώριμους, με εποπτεύουσα αρχή μια ομοσπονδία γεμάτη προβλήματα. Διαδέχθηκε δύο προπονητές οι οποίοι είχαν πετύχει σημαντικότατες διακρίσεις αλλά είχαν επιβάλει ένα εντελώς διαφορετικό παιχνίδι. Ο Οτο Ρεχάγκελ και ο Φερνάντο Σάντος ήλεγχαν τους παίκτες με ατσάλινη πυγμή, καθοδηγώντας τους σε κάθε βήμα. Ο Ρανιέρι τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία. Η ελευθερία, όμως, που επιτρέπει σε έναν Τζέιμι Βάρντι να σπάει το αγγλικό ρεκόρ για γκολ σε συνεχόμενους αγώνες (11) για τη Λέστερ, στην Ελλάδα προκάλεσε αμηχανία και συνέβαλε στην αποτυχία. Θα έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Ρανιέρι δεν είχε ασχοληθεί ποτέ πριν με εθνική ομάδα αλλά μόνο με συλλόγους.
Οποιοι και αν είναι οι λόγοι της αποτυχίας του Ρανιέρι, μπορούμε να βγάλουμε τρία συμπεράσματα: ήταν ο λάθος άνθρωπος για τη θέση, οπότε φταίνε αυτοί που τον επέλεξαν· δεν έφταιγε μόνο αυτός για όσα συνέβησαν, όπως δείχνει η προηγούμενη και μετέπειτα πορεία του· όταν λύθηκε το συμβόλαιό του, του φορτώσαμε με περισσή ευκολία όλη την ευθύνη της κακής πορείας της Εθνικής. Μπορούμε να προσθέσουμε και μία υπόθεση: ίσως οι παίκτες, οι παράγοντες και –στον βαθμό που μας αναλογεί– οι φίλαθλοι δεν σκεφθήκαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε οι ίδιοι, δεν του δώσαμε χρόνο. Ισως μετά τις πρώτες ήττες βιαστήκαμε όλοι να ρίξουμε την ευθύνη στον νέο προπονητή και δεν ψάξαμε βαθύτερες αιτίες· κι αυτός, όμως, έδειξε μεγαλύτερη μακαριότητα απ’ ό,τι έπρεπε, εμφανιζόμενος εκνευριστικά ήρεμος, χωρίς φωνές και απειλές. Ετσι δεν υπήρξε η αίσθηση έκτακτης ανάγκης, έως ότου η υπόθεση είχε χαθεί. Μέσα στα χρόνια της μεγάλης μελαγχολίας ήρθε και αυτό το πλήγμα – η έξοδός μας από τη λέσχη των κορυφαίων ομάδων της Ευρώπης.
Ισως, όμως, υπήρξε κι άλλος παράγοντας στην ήττα της Εθνικής. Μήπως, για κάποιο λόγο, κανείς δεν προσπάθησε αρκετά. Μήπως ο Ρανιέρι περίμενε ένα πιο δυνατό συγκρότημα, ενώ η ομάδα που μας είχε δώσει τόσες χαρές είχε χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και περίμενε από κάποιον να τη σώσει, αντί να προσπαθεί περισσότερο η ίδια. Οπως κάνουμε όλοι. Από το 2010, η χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση παραίτησης και παραπόνου. Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, περιμένουμε την επιβολή νέων «μέτρων», τα οποία, στη συνέχεια, οι περισσότεροι υπομένουν σιωπηλά ενώ κάποιοι διαμαρτύρονται εντόνως. Οι δεύτεροι δεν πετυχαίνουν καμία βελτίωση αλλά δημιουργούν μια σύγχυση και πείθουν αρκετούς ότι γνωρίζουν ποιοι φταίνε για την αποτυχία. Στο ποδόσφαιρο είναι ο διαιτητής, ο προπονητής, οι παράγοντες του αντιπάλου, άντε και κανένας παίκτης δικός μας που δεν μας αρέσει. Στη ζωή είναι η τρόικα, το «σύστημα», οι «ολιγάρχες», οι «τοκογλύφοι». Οταν σταματήσουμε να περιμένουμε απ’ άλλους, όταν μόνοι υπεύθυνοι θα είμαστε εμείς και οι ανεξέλεγκτοι πολιτικοί και κρατικοί υπάλληλοί μας, τότε θα σταθούμε στα πόδια μας.