Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Εύστοχος Στ. Κασιμάτης για το μεγάλο άγνωστο των εκλογών


Ο μεγάλος άγνωστος των εκλογών
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Μ​​έχρι στιγμής τουλάχιστον, οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου δεν φαίνεται να απασχολούν κανέναν, εκτός από τους επαγγελματίες.
Εντούτοις, μπορεί να είναι από τις σημαντικότερες μετά την κατάρρευση του διπολικού συστήματος της μεταπολιτευτικής περιόδου, διότι είναι πιθανόν από το αποτέλεσμά τους να σταθεροποιηθούν και να προβάλλουν καθαρότερα οι διαχωριστικές γραμμές του νέου κομματικού συστήματος.
Θυμηθείτε ότι όσο λειτουργούσε ομαλά ο δικομματισμός το κύριο χαρακτηριστικό του δεν ήταν οι νοητές κάθετες γραμμές που έθεταν τα όρια της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, αλλά μια άλλη, οριζόντια γραμμή, η οποία, με τις διακυμάνσεις της, διέτρεχε κατά μήκος το πολιτικό φάσμα και διαπερνούσε όλες τις παρατάξεις, χωρίζοντας τους ρεαλιστές από τους λαϊκιστές. Κάθε παράταξη είχε τη δική της πτέρυγα λαϊκιστών, που με την πάροδο του καιρού γινόταν όλο και ισχυρότερη· ήταν, δε, αυτή η επικράτηση του λαϊκισμού στο εσωτερικό των «κυβερνητικών κομμάτων», όπως τα λέγαμε τότε, που έφερε την «πτώση των διαχωριστικών γραμμών», κατά την ορολογία της νεοκαραμανλικής περιόδου, αλλά και την ουσιαστική ομογενοποίηση των πολιτικών που ακολουθούσαν ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Αυτή η μη ορατή οριζόντια γραμμή μεταξύ λαϊκιστών και ρεαλιστών ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει αναμέτρηση, ούτε καν συζήτηση, επί πολιτικής βάσεως μεταξύ των κυβερνητικών κομμάτων. Τι να συζητούσαν, αφού στην πραγματικότητα συμφωνούσαν απολύτως στα βασικά; Οπότε το μόνο που έμενε ήταν η αντιπαράθεση να διαδραματίζεται σε ηθική και προσωπική βάση: εμείς είμαστε οι τίμιοι και άξιοι, αυτοί οι άτιμοι και οι παλιάνθρωποι. Ηταν, επίσης, ο λόγος για τον οποίο ήταν τόσο δύσκολη η εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Ο Μητσοτάκης, λ.χ., έπεσε επειδή δεν κατόρθωσε να ελέγξει τους λαϊκιστές του κόμματός του. Αντιθέτως, ο Σημίτης τα κατάφερε –όσο τα κατάφερε– επειδή ακριβώς κρατούσε τους λαϊκιστές του δικού του κόμματος ικανοποιημένους. Ο μόνος που δεν είχε τέτοιου είδους προβλήματα ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, ως απόλυτος ηγέτης στο κόμμα του, μπορούσε να ελέγχει και τις δύο τάσεις και να στηρίζει όποια έκρινε σκόπιμο κάθε φορά. Η θλιβερή απομίμησή του, που είδαμε –διόλου παραδόξως– να ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός ηγέτη της Δεξιάς, του Κώστα Καραμανλή του Ακάματου, ήταν μια αποτυχία: η διακυβέρνησή του οδήγησε τη χώρα ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία, επειδή ο ίδιος υποτάχθηκε αμαχητί στην πίεση των λαϊκιστών της Ν.Δ., ώσπου έχασε σχεδόν κάθε ενδιαφέρον για τα καθήκοντά του.
Αυτή η οριζόντια γραμμή δεν διατρέχει πλέον το πολιτικό φάσμα. Φυσικά, λαϊκιστές εξακολουθούν να υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στα κόμματα, όπως σε κάθε αντίστοιχη κοινωνική ομάδα. Ομως η κρίση και η νέα οικονομική πραγματικότητα που έφερε δεν επιτρέπουν πια να συνυπάρχουν, στον ίδιο βαθμό όπως τότε, ρεαλιστές και λαϊκιστές στον ίδιο πολιτικό χώρο. Δείτε πώς σχηματίσθηκαν οι ΑΝΕΛ και πώς ενισχύθηκε η Χρυσή Αυγή από τις δυνάμεις της ευρύτερης Δεξιάς, αλλά και πώς οι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ μετακόμισαν εν σώματι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Σιγά σιγά, θέλω να πω, η εικόνα της διάταξης των δυνάμεων, με βάση τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους, ξεκαθαρίζει. Ξέρουμε, λ.χ., ότι η Ν.Δ., το Ποτάμι και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη και δέχονται (όχι πάντοτε ειλικρινώς, αλλά δεν πειράζει...) τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την οικονομία μας παραγωγική. Ξέρουμε, επίσης, ότι από την άλλη πλευρά έχουμε τη Χρυσή Αυγή και τη ΛΑΕ του Λαφαζάνη που θέλουν δραχμή και έξοδο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Εχουμε επίσης και το ΚΚΕ που θέλει το ίδιο πάνω κάτω, αλλά βάσει της δικής του δογματικής θεώρησης και όχι με τη μέθοδο «πάμε γιούργια κι ό,τι κάτσει». Οσο για τους ΑΝΕΛ, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο αρχηγός τους θέλει απλώς να παραμείνει υπουργός και γι’ αυτό είναι πολύ πιθανό οι ψηφοφόροι τους να τους εγκαταλείψουν για άλλους αντιμνημονιακούς προορισμούς.
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος που απεικονίζει αυτή η σχηματική παράσταση που περιγράφω. Το πρώτο ότι η διαχωριστική γραμμή είναι πλέον σαφής: από τη μια πλευρά είναι όσοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη της προσαρμογής και της μεταρρύθμισης της οικονομίας, από την άλλη όσοι προτιμούν τη συντήρηση, τη ρήξη και την εθνική μοναξιά. Το δεύτερο ότι η διασπορά των δυνάμεων σε κάθε παράταξη καθιστά αναγκαία τη συζήτηση για την εξεύρεση πεδίου συνεργασιών ή συμπλεύσεων.
Η μόνη δύναμη που απουσιάζει από την εικόνα ώστε να είναι πλήρης είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τους Λαφαζανιστές είναι ο μεγάλος άγνωστος των προσεχών εκλογών. Κατάφερε να πιάσει το διόλου ευκαταφρόνητο 36% των περασμένων εκλογών ως ένα εαμικού τύπου μέτωπο μέσα στο οποίο συνυπήρχαν πασοκαρία και μπολσεβίκοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 36% δεν ήταν κάτι νέο στην πολιτική ζωή. Ηταν στην πραγματικότητα μια απόπειρα επανάληψης του παλιού, ίσως μάλιστα η τελευταία που είδαμε. Ενώθηκαν όσοι θέλουν να μείνουμε στάσιμοι με όσους θέλουν να πάμε ακόμη πιο πίσω, για να κερδίσουν μια τελευταία νίκη, που οδήγησε μοιραία στη διάσπασή τους. Ομως ο νέος ΣΥΡΙΖΑ, αυτός που προέκυψε μετά την αποχώρηση των μπολσεβίκων του Παναγιώτη και της παλιοπαρέας του, δεν ξέρουμε ακόμη τι είναι.
Θα προσπαθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ που θα τα συνδυάζει όλα; Σχεδόν αδύνατον, γιατί ο Τσίπρας δεν είναι Παπανδρέου. Θα γίνει μια γκρινιάρα και ξενέρωτη Αριστερά τύπου ΔΗΜΑΡ που θα αρνείται να εφαρμόσει όσα υπέγραψε και θα βιώνει τη φθορά τη δική της και της χώρας; Ή μήπως θα τολμήσει τον δρόμο προς τη Σοσιαλδημοκρατία; Η τελευταία είναι η μόνη δυνατή επιλογή, αλλά και η πλέον απίθανη, διότι τόσο ο Τσίπρας όσο οι περί αυτόν παραμένουν βαθιά αριστεροί και δεν μπορούν να αλλάξουν επειδή υποχρεώθηκαν να αλλάξουν υπογράφοντας μια συμφωνία με την Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς περιμένω με ενδιαφέρον να δω την προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ να εξελίσσεται. Από την πολιτική κατεύθυνση που θα λάβει και την επιχειρηματολογία που θα χρησιμοποιηθεί θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και η μορφή του κομματικού συστήματος με το οποίο πρέπει να λειτουργήσει η δημοκρατία μας.


(Στην φωτογραφία : Πολύ φυσικό να δείχνει ράκος. Ενώ έχει συγκαλέσει την Ολομέλεια της Βουλής, στα έδρανα είναι ζήτημα αν βρίσκονται δέκα άτομα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ξεκίνησε την προεδρία της με τον υψηλότερο αριθμό ψήφων που έλαβε ποτέ πρόεδρος του Σώματος από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα και την τελειώνει με τη Βουλή να της έχει γυρίσει την πλάτη...)