Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Debate: Πότε πρέπει να αποδίδεται η ιθαγένεια; (ΙΙ)


Πριν από την ενηλικίωση των παιδιών
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Είναι σημαντικό ότι το κρίσιμο ερώτημα σήμερα στην Ελλάδα είναι πλέον αυτό. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η μεταρρύθμιση του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας το 2010, στην οποία η τότε αξιωματική αντιπολίτευση λυσσαλέα αντιτάχθηκε, χαρακτηρίζοντάς την «νόμο-μαγνήτη της λαθρομετανάστευσης», τότε το ακόμη επίκαιρο ερώτημα θα ήταν αν «οι μετανάστες έχουν δικαίωμα να διανοηθούν ότι θα γίνουν Ελληνες».
Πριν από το 2010, η διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας ήταν απλώς εκτός νομικού ελέγχου, και σε αυτό νομίζω πως σήμερα ψύχραιμα μπορούμε να συμφωνήσουμε εύκολα.
Πέντε χρόνια μετά, δεν μας χωρίζουν όλα τα υπόλοιπα που μας χώριζαν τότε, διότι με επιμονή και τεκμηρίωση μετατοπίστηκε η συζήτηση. Με τον νόμο του 2010, αλλάξαμε «γήπεδο» στην ιθαγένεια, καθώς μέχρι τότε η Ελλάδα δεν ήταν συγκρίσιμη παρά μόνο με τις Βαλτικές δημοκρατίες και μερικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και όχι με την Ευρώπη των «15».
Στο επίδικο λοιπόν: «γιατί ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών πριν από την ενηλικίωση».
1. Ολα τα κράτη αποδίδουν ιθαγένεια με τη γέννηση είτε σύμφωνα με το δίκαιο του αίματος, είτε σύμφωνα με το δίκαιο του εδάφους σε διάφορες παραλλαγές. Η ιδέα ότι τα παιδιά θα διαλέξουν την ιθαγένειά τους με την ενηλικίωση βασίζεται σε μια παραπλανητική θεώρηση της αρχής της αυτονομίας του ατόμου: ο κανόνας είναι ότι την ιθαγένεια μας την δίνουν, είτε το θέλουμε είτε όχι.
2. Αν ένα παιδί μεγαλώσει όντας αλλοδαπό στη χώρα γέννησής του τότε είναι πιο πιθανό το παιδί αυτό να νιώθει ξένο, καθώς η έννομη τάξη και η κοινωνία θα του συμπεριφέρονται ως ξένο. Σε αντίθεση με τους γονείς δηλαδή που μετοίκησαν από την πατρίδα τους, η ζημιά στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και στην ίδια την αυτοεκτίμησή του είναι μεγαλύτερη. Ο αποκλεισμός από την ιδιότητα του πολίτη είναι συγκριτικά πιο επώδυνος καθώς οι προσδοκίες είναι αυξημένες: από το Βερολίνο στην Αθήνα και από το Παρίσι ώς τη Ρώμη, η δεύτερη γενιά δεν συγκρίνει το βιοτικό της πρόγραμμα με αυτό των γονιών της, αλλά με αυτό των συνομηλίκων της.
3. Οταν μια πολιτεία, όπως η ελληνική, αναγνωρίζει ότι δέκα χρόνια νόμιμης παραμονής αποτελεί ικανό λόγο ώστε κάποιος μετανάστης να κάνει αίτηση πολιτογράφησης, δεν μπορεί να αρνείται την κτήση της ιθαγένειας για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια στο παιδί του. Δηλαδή, εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: η πρώτη γενιά μέσα σε δέκα χρόνια να μπορεί να αποκτήσει ιθαγένεια, ενώ η δεύτερη γενιά, κατά τεκμήριο πιο κοντά στη νέα πατρίδα παρά στη χώρα καταγωγής των γονέων, πρέπει να περιμένει να διαβεί το κατώφλι των 18 ετών. Αυτό είναι εντελώς άδικο και λάθος, διότι τα πρώτα χρόνια στη ζωή ενός ανθρώπου είναι τα κατεξοχήν κρίσιμα για τη διαμόρφωση κοινωνικής και άρα εθνικής συνείδησης.
4. Το καθεστώς αλλοδαπότητας γενικά αλλά κατεξοχήν στην Ελλάδα της κρίσης είναι συνώνυμο της βιοτικής ανασφάλειας, και αυτό παρά τις αναγνωρισμένα φιλότιμες προσπάθειες του τελευταίου Μεταναστευτικού Κώδικα. Δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο σαν κράτος να αφήνουμε το βάρος αυτό να διαιωνίζεται για όλη την παιδική ζωή ενός ανθρώπου. Το αντίθετο, θέλουμε, στον βαθμό του δυνατού, τα παιδιά των μεταναστών να μπορούν, όσο οι γονείς τους είναι εδώ, να συνεχίζουν απερίσπαστα τη ζωή τους χωρίς κραδασμούς και ματαιώσεις με στόχο την κοινωνική ηρεμία, ενσωμάτωση και συνοχή. Μια νεότητα στην ανασφάλεια είναι συνταγή για μια αγανακτισμένη ενηλικίωση. Αυτό θέλουμε;
Φυσικά η κτήση της ιθαγένειας δεν είναι πανάκεια για την αντιμετώπιση όλων των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων ούτε το κλειδί για μια δίκαιη κοινωνία. Το, σε τελευταία ανάλυση όμως, ερώτημα είναι το εξής: αφού, αργά ή γρήγορα, συμφωνούμε ότι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ιδιότητα του Ελληνα πολίτη πού εντοπίζεται η διαφωνία μας; Στα χρόνια; Φοβούμαι πως όχι, ακόμη κι αν έτσι φαίνεται. Η μια πλευρά –αυτή που στηρίζω εγώ– θέλει τα παιδιά να γίνουν πολίτες, διότι βλέπει το έθνος ως το μέλλον των ανθρώπων που ζούνε μαζί και επιθυμούν να ζούνε μαζί υπό τις καταστατικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Η άλλη το μεταθέτει, διότι διστάζει, το φοβάται. Βλέπει το έθνος ως μια κοινότητα που χρωστά την αλληλεγγύη της αποκλειστικά στην κοινή καταγωγή της.
Η διαφωνία μας δηλαδή εντοπίζεται στο πώς αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας. Μια ανοιχτή πολιτική κοινότητα δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι και δίκαιη. Μια κλειστή πολιτική κοινότητα είναι όμως βέβαιο ότι δεν θα είναι ποτέ.

* Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FIDH).