Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Άρθρο ότι η Λιβύη μετατρέπεται σε Σομαλία της Μεσογείου


Η Λιβύη μετατρέπεται σε Σομαλία της Μεσογείου
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Την περασμένη Τρίτη συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από την έναρξη της λαϊκής εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος Καντάφι. Ωστόσο η ατμόσφαιρα στη Λιβύη, μια χώρα που αιμορραγεί ασταμάτητα ύστερα από τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου, κάθε άλλο παρά εορταστική ήταν.
Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, η Αίγυπτος βομβάρδισε για πρώτη φορά στόχους τζιχαντιστών στη γειτονική της χώρα, ζητώντας ταυτόχρονα από τον ΟΗΕ τη συγκρότηση διεθνούς συνασπισμού για μια νέα στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, επικαλούμενη τον κίνδυνο να ριζώσει και σ’ αυτήν το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στη Συρία» (ISIS).
Μέχρι πρόσφατα, οι χαοτικές εξελίξεις στη Λιβύη περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, καθώς επισκιάζονταν από τους πολέμους σε Ουκρανία, Συρία και Ιράκ. Η αφύπνιση ήρθε με το αποτρόπαιο βίντεο που διαδόθηκε μέσω Διαδικτύου την περασμένη Κυριακή με θέμα τον αποκεφαλισμό 21 Αιγυπτίων Κοπτών από Λίβυους τζιχαντιστές, οι οποίοι ορκίζονταν υπακοή στο «χαλιφάτο» του ISIS. Επρόκειτο για πάμπτωχους οικονομικούς μετανάστες που πέρασαν τα σύνορα της Αιγύπτου με την πετρελαιοπαραγωγό γείτονά της, αναζητώντας μεροκάματο, για να δολοφονηθούν μόνο και μόνο επειδή ήταν χριστιανοί.
Ωστόσο, η ξαφνική δημοσιότητα για τη Λιβύη ελάχιστα φώτισε την πραγματική κατάσταση στη χώρα. Παρακολουθώντας τα περισσότερα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, έχει κανείς την αίσθηση πως η Λιβύη βρίσκεται περίπου υπό τον έλεγχο του ISIS. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η σημερινή Λιβύη είναι ένα διαλυμένο κράτος, τείνει μάλιστα να μετατραπεί σε μια «Σομαλία της Μεσογείου», μόλις 300 χιλιόμετρα μακριά από τη Λαμπεντούζα και 200 χιλιόμετρα από την Κρήτη. Τραγική εξέλιξη για μια χώρα με μικρό και θρησκευτικά ομοιογενή πληθυσμό, άφθονο πετρέλαιο και, μέχρι πρόσφατα, αξιοζήλευτο για άλλες αραβικές χώρες βιοτικό επίπεδο.
Υπαίτιοι για τη διάλυση του λιβυκού κράτους είναι αφενός μεν ο συνταγματάρχης Καντάφι, που απάντησε με ωμή βία στη δημοκρατική εξέγερση, μετατρέποντας την πολιτική κρίση σε απίστευτης αγριότητας εμφύλιο πόλεμο, αφετέρου δε το ΝΑΤΟ, που έκανε ακόμη χειρότερα τα πράγματα με τις αεροπορικές επιδρομές του και τη στήριξη κάθε είδους ισλαμικών αντικανταφικών οργανώσεων και ηγετίσκων. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει μεν το απολυταρχικό καθεστώς, αλλά να μείνει πίσω του μόνο μια μαύρη τρύπα αλληλοσφαζόμενων πολέμαρχων και φύλαρχων, καθένας από τους οποίους μοιράστηκε από μία πόλη, μία πετρελαιοπηγή, ένα λιμάνι και πάει λέγοντας.
Με άλλα λόγια, δεν είναι οι «κακοί ισλαμιστές» εναντίον της «καλής Δύσης». Είναι οι ισλαμιστές που υποστηρίχτηκαν από τη Δύση εκείνοι που αλληλοσφάζονται σήμερα, με τους συμπαθούντες του ISIS να αποτελούν μόνο την πιο ακραία απόφυσή τους. Αίφνης, η αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αμπντουλάχ αλ Θίνι εκδιώχθηκε από την Τρίπολη το περασμένο καλοκαίρι από αντίπαλες παραστρατιωτικές οργανώσεις και αναγκάστηκε να καταφύγει στην πόλη Μπέιντα, στην ανατολική Λιβύη, ενώ το Κοινοβούλιο της χώρας συνεδριάζει στο... Τομπρούκ, κοντά στα σύνορα με την Αίγυπτο, για να προλάβουν οι βουλευτές να περάσουν τα σύνορα προς την Αίγυπτο εάν φανούν με τα κιάλια οι αντίπαλες συμμορίες.
Με τη σειρά τους, τα δύο βασικά αντιμαχόμενα στρατόπεδα υποδιαιρούνται σε μυριάδες οργανώσεις και συμμορίες, που αλλάζουν όχθη πιο συχνά και από πουκαμίσες. Στο γενικό χάος έρχεται να προστεθεί ο πόλος του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ, πρώην συνεργάτη του Καντάφι που κάποια στιγμή στράφηκε εναντίον του, κατέφυγε στις ΗΠΑ όπου λέγεται ότι στρατολογήθηκε από τη CIA και επέστρεψε στη Λιβύη μεσούντος του εμφυλίου πολέμου. Σήμερα ελέγχει σημαντική στρατιωτική και μικρή αεροπορική δύναμη, προσφέροντας για την ώρα τις υπηρεσίες του στην κυβέρνηση του Θίνι, αν και είναι κοινό μυστικό ότι ανυπομονεί να πάρει αυτός την εξουσία – και τη διεθνή αναγνώριση.
Σε αυτό το φόντο, οι πιο φανατικοί από το αρχιπέλαγος των ισλαμιστών, που εμπνέονται από το ISIS, εκμεταλλεύτηκαν την πλήρη κατάρρευση κάθε έννοιας κράτους για να καταλάβουν εδάφη, ιδιαίτερα στην πόλη Ντέρνα, απέναντι από τον νομό Χανίων, παραδοσιακό προπύργιο της ισλαμικής αντιπολίτευσης στον Καντάφι. Οι δυτικοί δικαιολογημένα φοβούνται ότι, αν ριζώσει και επεκταθεί το ISIS, θα μπορούσε να «μολύνει» τόσο την ήδη ασταθή Αίγυπτο όσο και την Τυνησία, το μοναδικό σχετικά θετικό παράδειγμα που έχει απομείνει από τη λεγόμενη Αραβική Ανοιξη. Επιπλέον, η Ιταλία περισσότερο και η Ελλάδα λιγότερο έχουν λόγους να ανησυχούν για το διευρυνόμενο μεταναστευτικό κύμα που προκαλεί η διάλυση του λιβυκού κράτους.
Τα παραπάνω, όμως, δεν θα δικαιολογούσαν μια ανοησία τόσο μεγάλη όσο θα ήταν μια δεύτερη στρατιωτική επέμβαση της Δύσης στη Λιβύη – λες και δεν μας φτάνουν οι τραγικές επιπτώσεις της πρώτης. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι είχε απόλυτο δίκιο να πάρει αποστάσεις από τις «υστερικές» αντιδράσεις, επισημαίνοντας ότι μια στρατιωτική επέμβαση δεν θα είχε κανένα νόημα εάν προηγουμένως δεν είχε εξασφαλιστεί πολιτική λύση στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Τυφλοί, αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον του ISIS, σε μια χώρα που δεν έχει καν κεντρική κυβέρνηση και μαστίζεται από άπειρες φονικές εσωτερικές συγκρούσεις, θα προσέθετε απλώς αίμα στο αίμα και χάος στο χάος.
Ο μόνος περιφερειακός «παίκτης» που πιέζει για μια τέτοια εξέλιξη είναι ο πρώην στρατηγός και νυν πρόεδρος της Αιγύπτου, Αμπντελφατάχ αλ Σίσι. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι το πράττει λόγω ειλικρινούς ανησυχίας για την απειλή που μπορεί να θέσει το ISIS στη χώρα του και την ευρύτερη περιοχή. Πολλοί διεθνείς αναλυτές υποπτεύονται πως ο Σίσι επιδιώκει επίσης να αποσπάσει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας από τον απηνή διωγμό που έχει εξαπολύσει ο ίδιος στο εσωτερικό της χώρας του εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων και του προκατόχου του Μοχάμεντ Μόρσι, του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Αιγύπτου, τον οποίο ο ίδιος ανέτρεψε με αιματηρό στρατιωτικό κίνημα. Περισσότερο από μέρος της λύσης, ο Σίσι εμφανίζεται ως μέρος του ίδιου του προβλήματος: γιατί είναι ακριβώς η ωμή καταστολή του πολιτικού Ισλάμ και γενικότερα της εσωτερικής, κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, στην Αίγυπτο και αλλού, που γεμίζει καθημερινά την κοινωνική δεξαμενή του εξτρεμιστικού, τζιχαντιστικού Ισλάμ.