Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου περί ελληνικής ταυτότητας


Η ελληνική ταυτότητα
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Πολλοί από εμάς πιστεύουμε ακόμη πως η Ευρώπη ζει στους καιρούς του Βύρωνα, του Σατωβριάνδου, του Ντελακρουά όταν ζωγράφιζε τη «Σφαγή της Χίου» ή του Βίκτωρα Ουγκώ όταν έγραφε «φίλε, λέει το Ελληνόπουλο, φίλε λέει το παιδί με τα γαλάζια μάτια». Ο φιλελληνισμός είναι τμήμα της ελληνικής ταυτότητας. Λίγο σαν τους γάτους που έλεγε ο Μαλρό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν πως είναι θεοί και οι γάτοι το θυμούνται ακόμη. Ηταν καιροί που ο Γερμανός Βίνκελμαν, ο οποίος ήξερε την ελληνική γλυπτική μόνον μέσα από τα ρωμαϊκά αντίγραφα, πίστευε πως στην Ελλάδα κατοικούν Απόλλωνες του Μπελβεντέρε - ελαφρώς θηλυπρεπής ο θεός στην εκδοχή που βρίσκεται στο Βατικανό για τα γούστα μου είναι η αλήθεια. Κι άλλοι, όπως ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός της τέχνης Ελί Φορ που έγραψε το 1911 πως το Μουσείο της Ακρόπολης -το παλιό- είναι το ωραιότερο που ξέρει.
Η αλήθεια είναι πως οι καιροί άλλαξαν, μαζί τους άλλαξε και η Ευρώπη, όμως εμείς επιμένουμε στην παλιά καλή παραδοσιακή μας συνταγή. Πώς το έλεγε ο Χένρι Μίλλερ, άλλος μεγάλος λάτρης της Ελλάδας, και της γυναίκας, για τους Αμερικάνους; Ο Αμερικάνος δεν καταλαβαίνει πώς είναι δυνατόν να φτάνει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και να μην τον υποδέχονται με ανοιχτή την αγκαλιά τους, σαν να ζούσαν για να τον περιμένουν. Τουλάχιστον τότε, στον Μεσοπόλεμο, γιατί έκτοτε και αυτοί έχουν αρχίσει να υποψιάζονται πως τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι, κι αν ο άλλος ξύπνησε στραβά δεν είναι έτοιμος να ανοίξει την αγκαλιά του για σένα. Οπως μάλιστα είναι γνωστό από την Ιστορία όποτε οι Αμερικάνοι αντιλαμβάνονται πως δεν είναι ευπρόσδεκτοι θυμώνουν σαν κακομαθημένα παιδιά και στέλνουν αεροπλανοφόρα.
Εμείς όμως, μη έχοντας αεροπλανοφόρα στη διάθεσή μας, δεν έχουμε παρά μία επιλογή. Να εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως μας αγαπούν, πως ο φιλελληνισμός είναι ακόμη ζωντανός, πως την τελευταία στιγμή, ό,τι κι αν κάνουμε, θα καταλάβουν πως «ο Πλάτων δεν μπορεί να παίζει στην β΄ εθνική». Αυτό το είχε πει ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, ο τελευταίος φιλέλληνας από τους ηγέτες της Ευρώπης. Επειδή όμως πιστεύουμε πως ζούμε ακόμη στα χρόνια των μεγάλων Φιλελλήνων επιμένουμε να κρατάμε ψηλά τη σημαία του κατατρεγμένου ηρωικού λαού που κάποτε συγκίνησε τους ρομαντικούς και τον Γκαίτε, κοινώς ρομαντικούς και κλασικούς από κοινού. Επειδή μάλιστα γνωρίζουμε πως δεν υπάρχουν πια ρομαντικοί, και επειδή πιστεύουμε ακράδαντα πως η υπόλοιπη Ευρώπη, ειδικά πάνω από έναν γεωγραφικό παράλληλο, πάσχει από την ασθένεια του χειμώνα, βαρυτάτης μορφής πλήξη, αν μη τι άλλο, σκεφτόμαστε πως ακόμη κι αν δεν τους εμπνέουμε ως ήρωες, τουλάχιστον να τους εμπνεύσουμε ως διασκεδαστές.
Πασκίζουμε να τους διασκεδάσουμε με ό,τι μέσα διαθέτουμε, με την ασυνέπειά μας, την κουτοπονηριά μας, την υπέροχη διγλωσσία μας, τις εργώδεις προσπάθειες που καταβάλλουμε για να τους πείσουμε πως οι συμφωνίες είναι για να μην τηρούνται, διότι αλλιώς τι σόι συμφωνίες θα ήσαν. Εμείς εδώ έτσι ξέρουμε. Σίγουρα ο κ. Τσίπρας διασκεδάζει πολύ περισσότερο την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη από τον πληκτικό κ. Σαμαρά. Σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης έχει μεγαλύτερη επιτυχία από τον κ. Βενιζέλο - ουδείς διενοήθη, και χωρίς παρεξήγηση, να μιλήσει για «Βενιζελίτσες», όπως μιλούν για «Βαρουφίτσες». Με το πουκάμισο ανοιχτό, με το χαλαρό ύφος του καλοκαιρινού πρωινού τους βλέπουν και χαίρονται: ναι, αυτό περιμένουμε απ’ την Ελλάδα, υπουργούς που περπατούν στο Γιούρογκρουπ σαν να περιπλανώνται στα υπέροχα δρομάκια της Σαντορίνης με θέα την καλντέρα και το βαθυγάλανο Αιγαίο. «Αεί παίδες» χαρακτήρισε τους Ελληνες ο Αιγύπτιος ιερέας στον πλατωνικό Τίμαιο και τα μακρινά αποπαίδια των Ελλήνων της εποχής εκείνης δεν θέλουν να τον διαψεύσουν. Ξεχνώντας πως εκτός από τους «αείπαιδες» υπάρχουν και οι «παλίμπαιδες».
Η Ευρώπη είναι πληκτική για τους πολίτες της; Σίγουρα ναι. Η Ευρώπη πάσχει από γραφειοκρατική παχυσαρκία; Αναμφίβολα. Η Ευρώπη υποφέρει από δημοκρατική ανία; Οπωσδήποτε. Στα βλέφαρά της βαραίνει η πολιτική υπνηλία; Εκ των ων ουκ άνευ. Ομως, αν έστω και για λίγο, αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε τις μούτες και τις εκφράσεις της ελληνοπρεπούς υποκριτικής, τα ίδια δεν θα πούμε και για τον θίασο των διασκεδαστών που ενδύεται τα κουρέλια της ελληνικής ταυτότητας για να βγάλει τα προς το ζην; Πόσες φορές ακόμη θα παίξουμε τον ρόλο των εμπρηστών της σοβαρότητας; Ούτε οι πρωταγωνιστές της «Ποντικοπαγίδας» να ήμασταν.
Πόσες φορές ακόμη θα πούμε: «ευτυχώς δεν μας πέταξαν» και δεν βρεθήκαμε μόνοι με τους Μιχελογιαννάκηδες του κόσμου τούτου; Πότε θα παραδεχθούμε ότι τα φάλτσα της μεγαλοστομίας μας μάς κούρασαν περισσότερο από τους αποδέκτες της, γιατί εμείς τα λουζόμαστε κάθε μέρα; Πότε θα γυρίσουμε την πλάτη στους επαγγελματίες της ελληνοπρέπειας για να τους πούμε ότι εντέλει η ισχύς της ελληνικής ταυτότητας δεν είναι οι αναχρονισμοί της και η κωμική επίκληση κάποιας γνήσιας κάποτε παλικαριάς, ότι η ισχύς της και η γοητεία της είναι ότι μεταφράζει στα ελληνικά τη γλώσσα της εποχής μας; Από την καζούρα και την επίδειξη γνώσεων υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να μην περνάς απαρατήρητος, είναι η αριστεία.
Επειδή όμως εμείς μάθαμε στους εαυτούς μας να μην πιστεύουμε στην αριστεία, εμείς υποταχθήκαμε στη μετριότητά μας, εμείς οι ίδιοι μετατρέψαμε την ελληνική ταυτότητα σε δουλεία, παίζουμε με τη σοβαρότητα του κόσμου μας. Ξεχνώντας βέβαια πως και το παιχνίδι απαιτεί σοβαρότητα, και όχι μόνον τη σοβαρότητα του χαρτοπαίκτη που τα παίζει όλα και δεν κερδίζει τίποτε για να μην τα χάσει όλα.