Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Εύστοχο άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για τα Μάρμαρα με ειδικές ανάγκες


Μάρμαρα με ειδικές ανάγκες
Τάκης Θεοδωρόπουλος
 Ο 19ος αιώνας, πριν ακόμη γεννήσει τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, του Μπαλζάκ και του Ντοστογιέφσκι, έφτιαξε τις μεγάλες συλλογές των μουσείων.
Η Ελλάδα υπήρξε από τους βασικούς τροφοδότες τους. Στη χαραυγή του αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης και της γέννησης του σοσιαλισμού, το 1801, ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μεγάλη Πύλη Τόμας Μπρους, γνωστός ως ο 7ος λόρδος του Eλγιν, επισκέφθηκε την Αθήνα όπου, δωροδοκώντας τις οθωμανικές αρχές, απέσπασε την άδεια να αφαιρέσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα. Είχε μαζί του μια ομάδα από τεχνίτες και καλλιτέχνες, των οποίων όμως η τεχνογνωσία δεν υπήρξε αρκετή για να αποφευχθούν καταστροφές κατά τη βίαιη αποκόλληση των γλυπτών μελών από το σώμα του αρχιτεκτονήματος. Για να καταλάβουμε τη νοοτροπία του Eλγιν ή όσων συνόδευαν τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία της Αιγύπτου τα ίδια περίπου χρόνια (1798-99), φτάνει να ανατρέξουμε στην εμβληματική για τη σύλληψη των μεγάλων μουσείων άποψη του Βιβάν Ντενόν, του πρώτου διευθυντή του Λούβρου – την παραθέτω από μνήμης: «Τα μουσεία υπάρχουν για να αποδώσουν στα αριστουργήματα της τέχνης τη σημασία που ο φυσικός τους χώρος δεν αντιλαμβάνεται». Ο Αντρέ Μαλρώ, ο πρώτος υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, που στα νιάτα του έγινε διάσημος ως αρχαιοκάπηλος, όταν προσπάθησε να βγάλει λαθραία από την Καμπότζη γλυπτά της τέχνης των Χμερ, είχε αποκαλέσει την αποκοπή του έργου τέχνης από τον φυσικό του χώρο «ευτυχή ακρωτηριασμό». Η μεταμόρφωση των βυζαντινών εικόνων από λατρευτικά αντικείμενα σε αριστουργήματα της ζωγραφικής είναι ένας «ευτυχής ακρωτηριασμός». Κατά την ίδια λογική, η Αφροδίτη της Μήλου αναδεικνύεται ως αριστούργημα όταν συνυπάρχει στον ίδιο χώρο με την Τζοκόντα ή τη ζωγραφική του Μποτιτσέλι, ενώ στην είσοδο του υπέροχου θεάτρου της Μήλου, με θέα τον κόλπο, παραμένει ένα αρχαιολογικό εύρημα ανάμεσα στα άλλα. Λίγο ώς πολύ σ’ αυτές τις βασικές αρχές συνοψίζεται η λογική του Βρετανικού Μουσείου, αρχές που λειτούργησαν ως θεμέλια του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Βέβαια, μετά τον λόρδο Ελγιν τον Παρθενώνα επισκέφθηκε ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος και του αφιέρωσε το σατιρικό ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς» – όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως η μοιχεία που διέπραξε η σύζυγος του Ελγιν και το διαζύγιό του οφείλονταν στην εκδίκηση της Αφροδίτης για τη λεηλασία του Παρθενώνα. Τον επισκέφθηκε και ο Σατωμπριάν, και ο Ερνέστος Ρενάν, στο τέλος του αιώνα, ο οποίος και του αφιέρωσε την περίφημη «Προσευχή στην Ακρόπολη». Η Ελλάδα ήταν πια κράτος, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Λονδίνο και τα Γλυπτά στο Λούβρο λειτουργούσαν ως προπαγανδιστικός μηχανισμός για τις υποθέσεις της, ο Καβάφης όμως αφιέρωσε ένα κείμενο στο ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, και κάποιες φωνές ακούστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ζητώντας τα, απαιτώντας τα ή παρακαλώντας να τα επιστρέψουν, ώσπου η Μελίνα Μερκούρη να επισκεφθεί το Λονδίνο και να χύσει, ως τραγωδός, ένα δάκρυ μπροστά στις μετόπες και τις ζωφόρους του μνημείου, εκεί όπου μία πινακίδα πληροφορούσε τους επισκέπτες πως «The missing parts are still in Athens». Η Μελίνα βέβαια ήταν η μόνη υπουργός Πολιτισμού της χώρας μας της οποίας η επίσκεψη στο Λονδίνο αναφερόταν στην πρώτη σελίδα των Times, παρ’ όλ’ αυτά όμως τα υπόλοιπα κομμάτια που λείπουν από το Βρετανικό Μουσείο όχι μόνον εξακολουθούν, ευτυχώς, να βρίσκονται στην Αθήνα, αλλά φιλοξενούνται και στο ολοκαίνουργιο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης περιμένοντας και τα υπόλοιπα. Λίγο ώς πολύ σ’ αυτά τα βασικά συνοψίζεται ο αγώνας για την επιστροφή των Ελγινείων. Θεωρώ πως οι εθνικιστικές κορώνες που τον συνοδεύουν δεν έχουν περισσότερη σημασία από τις κραυγές των χουλιγκάνων για το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.
Η Ευρώπη του 21ου αιώνα δεν είναι η Ευρώπη του 19ου και η μετανεωτερικότητα δεν έχει καμία σχέση με τη χαραυγή της νεωτερικότητας. Πριν από μερικά χρόνια, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ Μακ Γκέγκορ, είχε δηλώσει στον «Γκάρντιαν» πως το σημαντικότερο έργο που φιλοξενεί στις συλλογές του είναι μια κατασκευή από τα όπλα του εμφυλίου πολέμου στη Μοζαμβίκη διότι μέσω αυτών μπορείς να πληροφορηθείς πολλά για την κατάσταση της αφρικανικής χώρας και του καιρού εκείνου. «Ενδιαφέρουσα τοποθέτηση» που θα λέγαμε και στο πάνελ, πλην όμως ουδεμία σχέση έχουσα με τη λογική που έχτισε τα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία. Το αριστούργημα δεν είναι αριστούργημα επειδή μεταφέρει πληροφορίες. Εχει μια αξία που υπερβαίνει τον χώρο και την εποχή που το γέννησε. Αρα όσα επιχειρήματα στηρίζονταν στη λογική που έχτισε τα μεγάλα μουσεία εκπίπτουν στο όνομα του μετανεωτερικού σχετικισμού. Η Ελλάδα θα μπορούσε να προβάλει ως βασικά αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα που της στέρησαν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα έως σήμερα: εμείς εδώ μπορούμε να τα αναδείξουμε ως απόλυτες αξίες της ανθρώπινης δημιουργίας, αφού θα επανενταχθούν όχι στον φυσικό τους χώρο, αλλά στο αρχιτεκτονικό σύνολο ως μέλη του ιδίου οργανισμού.
Πριν από μερικές ημέρες, με τη δικομανία μας πιστέψαμε πως αν πάμε στα δικαστήρια θα κερδίσουμε την υπόθεση. Η κ. Κλούνεϊ μας προσγείωσε στην Unesco, σ’ έναν μάλλον αδύναμο οργανισμό. Είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτισμική υπόθεση. Δεν συγκρούονται τα εθνικά συμφέροντα, αλλά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ομως, δυστυχώς, τα έχουμε καταφέρει ώστε κανείς να μην ακούει τους Ελληνες όταν μιλούν για ευρωπαϊκό πολιτισμό.