Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για την χώρα των θεών και της φοροδιαφυγής


Χώρα των θεών και της φοροδιαφυγής
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Δεν ξέρω τι του έτυχε του ανταποκριτή του Spiegel στη χώρα των θαυμάτων και της φοροδιαφυγής.
Δεν ξέρω αν απείλησαν να τον δείρουν, αν τον αποκάλεσαν με τη γνωστή φιλική βρισιά με την οποία ο ανδρικός πληθυσμός σε εξορίζει από την κοινωνία των εραστών στους λειτουργούς της μοναχικής ελεγείας του έρωτα. Σίγουρα τόσος λυρισμός για μια πράξη τόσο κοινότοπη είναι υπερβολικός, αλλά τι να κάνουμε, τα έχει αυτά το ελληνικό καλοκαίρι, μαζί με τα ηλιοβασιλέματα, το παγωμένο κρασάκι και τα μαγαζιά που δεν κόβουν αποδείξεις. Γιατί, όπως περιγράφει ο ίδιος, όλα αυτά του συνέβαιναν όποτε, ως ήρωας της νομιμότητας, είχε το θάρρος να ζητάει απόδειξη. Μπορεί και να του συνέβησαν όλα αυτά τα δραματικά που περιγράφει, όμως θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως άλλο η τάση για φοροδιαφυγή, όσο εκτεταμένη κι αν είναι, και άλλο η τζιχάντ. Και όπως και να το κάνουμε, ως λαός, τζιχαντιστές δεν είμαστε, τους πολέμους τους διεξάγουμε στα πάνελ της τηλεόρασης και το θέμα των αποδείξεων μάλλον θα πρέπει να το βάλουμε στις πραγματικές δύο διαστάσεις αν θέλουμε όντως να το αποτιμήσουμε.
Αρθρο πρώτο. Οταν πάει ο δείνα αλλοδαπός στο ταμείο του καταστήματος να πληρώσει και τον υποδέχεται μία ταμπελίτσα που τον προειδοποιεί ότι αν δεν του δώσουν απόδειξη δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει και το αντίτιμο του εμπορεύματος, το οποίο μπορεί να πάρει και να φύγει, τι σκέφτεται ο δείνα αλλοδαπός για τον Ρασταπόπουλο, έμπορο των τουριστικών ειδών; Μήπως εκ προοιμίου σκέφτεται ότι έχει να κάνει με φοροφυγά· όταν, δε, διαπιστώνει πως και στο διπλανό κατάστημα συμβαίνει το ίδιο, συμπεραίνει ότι και εκεί ο ιδιοκτήτης είναι φοροφυγάς και πάει λέγοντας; Θα μπορούσε κάλλιστα δίπλα ακριβώς στην ταμπελίτσα να υπήρχε και μία ακόμη, που να τον προειδοποιούσε να προσέχει το πορτοφόλι του και τα λοιπά προσωπικά του αντικείμενα, έτσι για να αγαπήσει τον λαό της ωραίας χώρας ο οποίος είναι έτοιμος να κηρύξει –πάντα από τηλεοράσεως– πόλεμο στη Γερμανία και τη λοιπή Ευρώπη για να ανακτήσει την αξιοπρέπειά του, όταν όμως την αξιοπρέπειά του την καταρρακώνει με τον χειρότερο τρόπο το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του. Τρώει την ντροπή ολόκληρη. Φαντασθείτε να υπήρχε υποχρεωτική προειδοποίηση σε όλους τους φορολογούμενους, αναρτημένη στα φορολογικά καταστήματα της χώρας, η οποία να προειδοποιούσε τους πελάτες ότι αν ο υπάλληλος ζητήσει χρήματα κάτω από το τραπέζι, τότε δικαιούται να μην πληρώσει τον φόρο που του αναλογεί. Φοβούμαι πολύ ότι, ενώ ακόμη θα ψάχνουμε για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα βρούμε τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη θαμμένους μαζί με το Κολλητήρι σε ρόλο Καρυάτιδας. Συμφωνώ, συμφωνώ, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κάνεις τουριστική πολιτική, ανάπτυξη και να ζήσεις τον μύθο σου στη χώρα των θεών και των φοροφυγάδων.
Υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και τη συνενοχή. Κι όταν ζεις σε έναν κόσμο, μικρό και μέγα κατά τον Ελύτη, μικρόκοσμο πάντως σαν τον δικό μας, όπου υποψιάζεσαι τον διπλανό σου για φοροφυγά, τον γιατρό ότι έχει πλαστό δίπλωμα και τον δάσκαλο ότι δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Επειδή δε χωρίς κάποια μορφή εμπιστοσύνης δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία, αυτό το συνονθύλευμα μικροσυμφερόντων στα όρια του αλληλοσφαγιασμού που αποκαλούμε «κοινωνία των πελατών» έχει αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη με τη συνενοχή. Γι’ αυτό δέχονται οι έμποροι την ταπεινωτική ταμπελίτσα που τους χρίζει εκ προοιμίου φοροφυγάδες. Γιατί ξέρουν πως, ούτως ή άλλως, αυτό που τους συνδέει με το κράτος που τους την επέβαλε δεν είναι η εμπιστοσύνη. Είναι το αίσθημα της συνενοχής. Η εμπιστοσύνη είναι το ψυχικό υλικό της δημοκρατίας. Η συνενοχή ταιριάζει καλύτερα στις μυστικές εταιρείες που δρουν στα όρια του υποκόσμου.