Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Άρθρο των New York Times για την αμερικανική κοινωνία ίσων ευκαιριών με «γκρίζες» αντιθέσεις


Κοινωνία ίσων ευκαιριών με «γκρίζες» αντιθέσεις
THOMAS B. EDSALL / TΗΕ ΝEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Οταν ξέσπασαν ταραχές στη συνοικία Γουάτς του Λος Αντζελες το 1965, οι Αφροαμερικανοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι τις επόμενες τρεις δεκαετίες θα σημείωναν διαρκείς προόδους στους τομείς του εισοδήματος, της εργασίας, της εκπαίδευσης και της θέσης τους έναντι των λευκών.
Αντίθετα, οι πρόσφατες ταραχές στο Φέργκιουσον του Μιζούρι ακολουθούν μία δεκαετία οικονομικής στασιμότητας και, το χειρότερο, αντανακλούν το γεγονός ότι η τάση αυτή δεν φαίνεται να αντιστρέφεται.
Το 1965 οι ταραχές στο Γουάτς, που ξεκίνησαν με τη σύλληψη 21χρονου μαύρου οδηγού από λευκό αστυνομικό για παράβαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, άφησαν πίσω τους 34 νεκρούς, 1.032 τραυματίες και 600 κατεστραμμένα κτίρια.
Το ξέσπασμα εκείνο σημειώθηκε μόλις πέντε ημέρες αφού ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον υπέγραψε τον νόμο περί εκλογικών δικαιωμάτων και 13 μήνες αφότου είχε υπογράψει τον νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων – καίρια νομοθετήματα, των οποίων όμως η επίδραση δεν είχε γίνει ακόμη αισθητή στην καθημερινότητα των Αφροαμερικανών.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η πρόοδος των Αφροαμερικανών ήταν τεράστια. Το ποσοστό μαύρων με απολυτήριο Λυκείου υπερτριπλασιάστηκε, περνώντας από το 20%, δηλαδή από το μισό του μέσου όρου των λευκών, στο 70%, ποσοστό που σχεδόν ταυτιζόταν με των λευκών. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό μαύρων αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης τετραπλασιάστηκε, περνώντας από το 3% στο 12%.
Παρομοίως, το μέσο εισόδημα των αφροαμερικανικών νοικοκυριών ανέβηκε, περνώντας από τις 22.974 δολάρια το 1967 στις 30.439 δολάρια το 2000, αύξηση 32,5%, ήτοι υπερδιπλάσια από την αύξηση 14,2% που σημείωσε την ίδια περίοδο το εισόδημα των νοικοκυριών των λευκών.
Σε απόλυτους αριθμούς, το εισόδημα των νοικοκυριών των μαύρων παρέμενε το 2000 χαμηλότερο από αυτό των λευκών νοικοκυριών, αλλά η διαφορά είχε μειωθεί. Ενώ το 1967 το μέσο εισόδημα των μαύρων νοικοκυριών δεν ξεπερνούσε το 57% του μέσου εισοδήματος των λευκών νοικοκυριών, το 2000 το ποσοστό αυτό ήταν 66%.
Ομως τα πράγματα άλλαξαν στο γύρισμα του 21ου αιώνα. Οι ταραχές στο Φέργκιουσον ακολουθούν μια περίοδο απωλειών για τους Αφροαμερικανούς, παρά το γεγονός ότι ο εν ενεργεία πρόεδρος των ΗΠΑ είναι Αφροαμερικανός.
Ολες οι φυλετικές και εθνοτικές ομάδες των ΗΠΑ υπέφεραν από τις οικονομικές δυσκολίες της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά αυτοί που χτυπήθηκαν περισσότερο ήταν οι μαύροι. Το 2012 το μέσο εισόδημα των μαύρων νοικοκυριών είχε επιστρέψει στο 58,4% του εισοδήματος των λευκών, γυρίζοντας σχεδόν στα επίπεδα του 1967.
Tα στοιχεία
Πολυάριθμες πρόσφατες μελέτες αμφισβητούν την παλαιά ρήση ότι η Αμερική είναι η γη της ευκαιρίας για όλους, καθώς για τους Αφροαμερικανούς τα ευρήματα είναι ιδιαιτέρως δυσάρεστα.
Από το 1965 ώς το 2000 η φτώχεια των μαύρων έπεσε από 41,8% στο 22,5% . Εκτοτε, έχει ανεβεί στο 27,2%. Ανοδο έχει παρουσιάσει και η φτώχεια των λευκών, αλλά μόνο κατά 3,2 μονάδες. Τα αποτελέσματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 έπληξαν τους μαύρους περισσότερο από τους λευκούς, αλλά οι αρνητικές τάσεις ξεκίνησαν πριν από αυτήν. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς, από το 2007, τα παιδιά λευκών οικογενειών έχουν περισσότερες πιθανότητες να ανεβούν ψηλότερα στην κοινωνικοοικονομική κλίμακα ενώ των μαύρων οικογενειών έχουν περισσότερες πιθανότητες να την κατεβούν. Εκθεση του 2014 για την κοινωνική κινητικότητα μαύρων και λευκών είναι ακόμη πιο απαισιόδοξη, σημειώνοντας ότι η πρόσφατη περίοδος «διαφέρει έντονα από προηγούμενες εποχές, στη διάρκεια των οποίων οι μαύροι σημείωναν σταθερές προόδους στη μείωση των φυλετικών ανισοτήτων».
Αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ συντηρητικών
Μία νότα αισιοδοξίας προσφέρει η αντίδραση των λευκών στα γεγονότα στο Φέργκιουσον, αφού ακόμη και κάποιοι συντηρητικοί έδειξαν κατανόηση για τα ξεσπάσματα θυμού μετά τη δολοφονία του Μάικλ Μπράουν. Αυτό απέχει παρασάγγας από τις αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν μετά τις βίαιες ταραχές του 1965 στο Λος Αντζελες.
Τα διαδοχικά επεισόδια ταραχών σε συνοικίες Αφροαμερικανών από το 1964 ώς το 1968 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση του συντηρητικού συνασπισμού που έφθασε να κυριαρχεί στις περισσότερες ομοσπονδιακές εκλογικές αναμετρήσεις από το 1966 ώς το 2004. Ο φόβος συνέβαλε στο να εκλεγεί ο Ρόναλντ Ρέιγκαν κυβερνήτης της Καλιφόρνιας το 1966 και ο Ρίτσαρντ Νίξον πρόεδρος των ΗΠΑ το 1968.
«Για πόσο ακόμη θα εγκαταλείπουμε τον νόμο και την τάξη χάριν μιας ήπιας κοινωνικής θεωρίας που λέει ότι ο άνδρας που πετάει πέτρα στο παράθυρό σου ή μολότοφ στο αυτοκίνητό σου είναι απλά το παρεξηγημένο προϊόν ενός διαλυμένου σπιτού;» ρωτούσε ο τότε επικεφαλής της μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Τζέραλντ Φορντ. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, οι συντηρητικοί εκφράζουν αντικρουόμενες απόψεις αναφορικά με τις ταραχές στο Φέργκιουσον. Ο διάσημος συντηρητικός μπλόγκερ Ερικ Ερικσον έγραψε στις 15 Αυγούστου ότι «η κοινότητα του Φέργκιουσον έχει κάθε λόγο να οργίζεται. Οι καταστροφές περιουσιών και η βία από τους πολίτες είναι ασυγχώρητα, αλλά αυτά συμβαίνουν όταν μία κοινότητα βλέπει αυτούς που υποσχέθηκαν να την προστατεύουν να παίζουν τους στρατιώτες». Ο Ερικσον δεν είναι μοναδική περίπτωση. Τις ίδιες απόψεις έχει και ο γερουσιαστής και πιθανός υποψήφιος για το χρίσμα Ραντ Πολ από το Κεντάκι, καθώς και ο αρθρογράφος του National Review Τσαρλς Κούκι, που έγραψε ότι «οι συντηρητικοί πρέπει να αναγνωρίσουν ότι –παρόλο που έχουμε περιορισμένη αντίληψη για το τι συνέβη– περιστατικά όπως αυτό ανοίγουν παλιά, υπαρκτά τραύματα».
Ο θανάσιμος πυροβολισμός του Μάικλ Μπράουν έφερε μια σπάνια σύγκλιση δεξιάς και αριστεράς, μια κοινή αναγνώριση ότι το αποτελούμενο από λευκούς αστυνομικό τμήμα του Φέργκιουσον θεωρήθηκε εχθρική δύναμη κατοχής από τη μαύρη πλειοψηφία της πόλης.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία συναίνεση ως προς το πώς μπορούν να αντιστραφούν οι ζοφερές οικονομικές τάσεις για τους Αφροαμερικανούς, και ακόμη περισσότερο ως προς το τι ήταν αυτό που τις προκάλεσε. Ετσι δεν πρόκειται να αναληφθούν πρωτοβουλίες όπως αυτές της δεκαετίας του 1960, προκειμένου να αναστραφούν ή έστω να ανακοπούν οι τάσεις που θέτουν τους Αφροαμερικανούς σε όλο και μειονεκτικότερη θέση απέναντι στους λευκούς.