Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για την ελαφρολαϊκή μας κλάψα


Η ελαφρολαϊκή μας κλάψα
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Η άτυπη απαγόρευση δημοσίευσης λογοτεχνικών έργων που είχε επιβάλει η προτροπή του Σεφέρη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δημιούργησε μια προσμονή. Δεν ξέρω πώς σκέφτονταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, και εμπειρότεροι, εμείς πάντως, οι έφηβοι των καιρών εκείνων περιμέναμε την εκδοτική άνθηση που μας είχε υποσχεθεί η καταναγκαστική σιωπή. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η άνθηση δεν ήρθε ποτέ. Τίποτε σημαδιακό δεν γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ό,τι σημαντικό κυκλοφορούσε προϋπήρχε της δικτατορίας, όμως όλοι συμπεριφέρονταν ωσάν η άνοιξη να είχε έρθει. Την αδυναμία παραγωγής πρωτότυπης λογοτεχνίας την κάλυπτε μια πληθωριστική κοινωνιολογίζουσα σκέψη, κατά προτίμηση κακομεταφρασμένη από τα γαλλικά, η οποία υποτίθεται θα βοηθούσε την ελληνική διανόηση να παρακολουθήσει τα άλματα της προοδευτικής Ευρώπης. Η προοδευτική Ευρώπη τη δεκαετία του εβδομήντα κολυμπούσε στα απόνερα του γαλλικού Μάη του ’68, μια υπέροχη σαλάτα από φροϋδισμό και υστερομαρξισμό για την οποία, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως κατέστρεψε μεγάλες λογοτεχνίες, όπως η γαλλική για παράδειγμα. Κάτι ήξερε ο Μαλρώ που στα Αντι-απομνημονεύματά του, στις σελίδες για τον Μάη του ’68, αναφέρει πως ο φροϋδομαρξισμός ακρωτηριάζει την ψυχή. Επειδή τα χρόνια εκείνα σπούδαζα στο γαλλικό πανεπιστήμιο συγκριτική λογοτεχνία, έχω αντίληψη από πρώτο χέρι. Στα τέσσερα χρόνια δεν διδαχθήκαμε Μαλρώ, Ζιντ, Μαρτέν ντι Γκαρ, ούτε καν Καμύ. Αντιθέτως, χορτάσαμε Λακάν, Σαρτρ, Μπαρτ και Ρομπ Γκριγιέ και εντρυφούσαμε σε όποια μέτρια σημειολογική διατριβή έβλεπε το φως της δημοσιότητας. Ηταν η εποχή που ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να αισθάνεται σημαντικότερος από τα έργα του, εποχή αφόρητης μοναξιάς και πλήξης, που μεταφράστηκε στη βουλιμική επέλαση στα χρηματιστήρια από τους μεσήλικες, οι οποίοι ως νέοι έκαναν την επανάστασή τους στο Μπέρκλεϊ και στο Καρτιέ Λατέν.
Στην Ελλάδα αυτή η στάση μεταφραζόταν με όρους Αριστεράς και Δεξιάς. Αν δεν ήσουν ή αν δεν δήλωνες αριστερός δεν μπορούσες να γράψεις ούτε να μιλήσεις δημόσια. Αντιθέτως, εάν ήσουν ή δήλωνες αριστερός είχες το δικαίωμα να λες την οποιαδήποτε μπούρδα και να σε παίρνουν στα σοβαρά. Η δημιουργία, το ταλέντο, η απλή ευφυΐα παραμερίστηκαν στο όνομα των «σωστών» απόψεων. Οσοι έπιασαν το υπονοούμενο εντάχθηκαν στο πλέγμα των δημοκρατικών δυνάμεων, της πασοκοαριστεράς, και έκαναν δουλειές. Η πάλαι ποτέ συντηρητική δεξιά εζήλωσε τη δόξα της προοδευτικής αριστεράς με αποτέλεσμα να καταντήσει κι αυτή μια θλιβερή απομίμηση της πασοκοαριστεράς και όλοι μαζί να κοιτάνε να τη βγάλουν. Αυτή η έννοια του «να τη βγάλω» χαρακτηρίζει και την κοινωνική ποιότητα της μεταπολίτευσης. Στηρίχθηκε στην αδιαφορία για τη δημιουργία, κατά συνέπεια στον ευτελισμό και στην υποβάθμιση της παιδείας. Αποτέλεσε το θεμέλιο της ιδεολογίας του «περίπου»: ζούσαμε πιστεύοντας πως το ρεμπέτικο είναι περίπου Μπαχ, ο Μπαχ είναι περίπου Τσιτσάνης και πως η τραγωδία του Αισχύλου είναι ο πρόγονος του Καραγκιόζη, γιατί η ελληνική ψυχή είναι περίπου κάτι ανάμεσα στον ηρωισμό του Προμηθέα και τον δύσμορφο θεωρητικό πάσης κουτοπονηριάς. Παριστάναμε τους ήρωες, ενώ στην πραγματικότητα αισθανόμασταν καραγκιόζηδες. Μας έφτανε που η Ελλάδα ήταν περίπου ευρωπαϊκή χώρα. Το γεγονός ότι η καταρροή του πλούτου τις δεκαετίες του ενενήντα και του δύο χιλιάδες μας βρήκε άοπλους οφείλεται σ’ αυτήν την ψυχολογική αντίδραση. Οταν μπορείς να τη βγάλεις με χρήματα που είναι περίπου δικά σου, είναι και δεν είναι, τότε γιατί να κοπιάσεις για να βγάλεις δικά σου χρήματα; Το χρήμα για πολλούς είναι ιδέα, όμως σε αντίθεση με τις ιδέες, το χρήμα δεν σηκώνει πολλαπλές ερμηνείες.
Η ποιότητα του «περίπου» ευτέλισε τα έργα της μακρόσυρτης περιόδου που την ονομάζουμε μεταπολίτευση και εγκαινιάστηκε τέτοιες μέρες πριν από σαράντα χρόνια. Η Ελλάδα φτήνυνε ανεβάζοντας τις τιμές της, έγινε προϊόν που κανείς δεν ήθελε να αγοράσει και εντέλει πτώχευσε. Πανικόβλητοι τρέχουμε να ξεπληρώσουμε το χρέος απέναντι στους δανειστές μας, όμως κανείς δεν ασχολείται για το χρέος μας απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς και τα έργα μας. Διότι πριν πτωχεύσει απέναντι στους δανειστές της, η Ελλάδα είχε πτωχεύσει στις συνειδήσεις των Ελλήνων.
Φτάνει η γκρίνια και η αυτομαστίγωση; Ναι, φτάνει η γκρίνια και η αυτομαστίγωση η οποία, οφείλουμε να παραδεχθούμε, διαδέχθηκε μια μακρά περίοδο αυταρέσκειας και επιτηδευμένης αθωότητας. Κάτι απλό για να εξηγήσω τι εννοώ με επιτηδευμένη αθωότητα: το «ευγενές ψεύδος» πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η μεταπολίτευση ήταν η σύσσωμη παλλαϊκή αντίδραση κατά της δικτατορίας, η οποία ούτε σύσσωμη ήταν ούτε παλλαϊκή. Απλώς συναινέσαμε να την πούμε έτσι για να μπορέσουμε να τη «βγάλουμε». Στο γύρισμα του αιώνα, τα φαινόμενα που ζήσαμε στην Ελλάδα τα έζησε λίγο ώς πολύ όλος ο δυτικός κόσμος, όπως η κατάρρευση της παιδείας για παράδειγμα, η απαξίωση της δημιουργίας, η αυταρέσκεια και η επιτηδευμένη αθωότητα. Ολη η λεγόμενη «μεταμοντέρνα» αντίληψη δεν είναι παρά μια θεωρία που αθωώνει τη μετριότητα και, μέσω του σχετικισμού, ευνουχίζει το εξαιρετικό. Ο Γκόμπροβιτς στο Ημερολόγιό του γράφει, ήδη από τη δεκαετία του ’60, πως αν θέλουμε να ξαναβρούμε τον πολιτισμό μας οφείλουμε να πετάξουμε στα σκουπίδια όλες τις θεωρίες των τελευταίων δεκαετιών και να ξαναρχίσουμε να ακούμε Μπετόβεν. Την Ελλάδα δεν την ταπείνωσε καμία Γερμανία. Την Ελλάδα την ταπείνωσε η μετριότητα των έργων της και αν η Ελλάδα θέλει, επιτέλους, να βρει τον εαυτό της, οφείλει να αναδείξει ό,τι εξαιρετικό διαθέτει. Και να ξεχάσει τις βολικές θεωρίες του κατατρεγμού που υπάρχουν μόνο για να τονώσουν την αυτοπεποίθηση της μετριότητάς μας. Πώς θα γίνει αυτό; Αν πετάξουμε στα σκουπίδια ό,τι ευτελές μας κληροδότησε η ιστορική αδράνεια της μεταπολίτευσης, την ελαφρολαϊκή μας κλάψα.