Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Εύστοχο άρθρο του Στ. Κασιμάτη για τις θυσίες μας ανάμεσα στα δύο άκρα


Οι θυσίες μας ανάμεσα στα δύο άκρα
Στέφανος Κασιμάτης
Το θέμα της σημερινής έκθεσης είναι ένα θραύσμα από τη δήλωση του πρωθυπουργού: «Οι θυσίες των Ελλήνων έπιασαν τόπο». Επιασαν; Εδώ είναι όλο το ζήτημα...
Απάντηση έτοιμη, ομολογουμένως, δεν έχω. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να τη σχηματίσω τώρα, βάζοντας κάτω τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου. Κατ’ αρχάς, η σημασία της επιτυχημένης εξόδου της χώρας στις αγορές δεν είναι δυνατόν να υποτιμηθεί. Πρέπει να είναι κάποιος εκτός του κόσμου τούτου για να μειώσει τη σημασία του γεγονότος. Ποια είναι αυτή; Οτι η χρεοκοπημένη και ημιθανής Ελλάς, χάρη σε έναν συνδυασμό των δικών της προσπαθειών και της στήριξης των εταίρων της, κατορθώνει να δανειστεί από εκείνους οι οποίοι ως μοναδικό κριτήριο έχουν την προοπτική του κέρδους. Για ποιον λόγο δανείζεται η χώρα; Μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι το μπορεί ― για να αποδείξει, δηλαδή, ότι οι κακοί «κερδοσκόποι» την εμπιστεύονται.
Προσωπικώς, το γεγονός με χαροποιεί απολύτως. Στιγμιαία και, ενδεχομένως, βραχυπρόθεσμα, η εμπιστοσύνη των κακών «κερδοσκόπων» μετράει. Δεν αρκεί όμως αυτό μόνον, ώστε εγώ (συγγνώμη, αλλά για τον εαυτό μου μιλώ...) να πω ότι, ναι, οι θυσίες μας έπιασαν τόπο. Τόσο καιρό, ήμασταν οριζοντίως στο έδαφος. Επειτα, κάπως σταθήκαμε στα γόνατα. Τώρα, στεκόμαστε στα πόδια μας. Πράγματι, είναι υπέροχο. Περιμένω όμως να δω και πώς βαδίζουμε. Περιμένω, με άλλα λόγια, να μου εξηγήσουν τι θα κάνουμε ακριβώς με τα τρία δισεκατομμύρια που δανειστήκαμε για λόγους συμβολισμού. Περιμένω, επίσης, να δω ότι η επάνοδος στην ομαλότητα, που λέει και ο αντιπρόεδρος ο Ευάγγελος, δεν σημαίνει επιστροφή στο πελατειακό σύστημα όπως το γνωρίσαμε. Αν είναι έτσι, τότε τίποτε από όσα ζήσαμε δεν είχε νόημα. Ελπίζω ότι δεν είναι, και περιμένω να δω αν η ελπίδα μου θα αντέξει στην πραγματικότητα του Υπαρκτού Ελληνισμού.
Από την άλλη πλευρά τώρα, δηλαδή από την πλευρά εκείνων οι οποίοι θα ήθελαν τη χώρα οριστικώς και αμετακλήτως εκτός αγορών, να ψάχνεται μόνη της. Από εκεί, βλέπω βόμβες (και, ως κάτοικος του κέντρου της πόλης, τις ακούω κιόλας...). Η βόμβα της Ακρας Δεξιάς ήταν η υπόθεση Μπαλτάκου, που έσκασε με το γνωστό βίντεο προελεύσεως Χρυσής Αυγής. Της Ακρας Αριστεράς ήταν η χθεσινή στην οδό Αμερικής, έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ασφαλώς θα βρεθούν εκείνοι που θα αποδώσουν το γεγονός στις σκοτεινές δυνάμεις, που παίζουν το παιχνίδι της αντίδρασης κ.λπ. κ.λπ. Τα ακούω βερεσέ όλα αυτά, διότι ξέρω πολύ καλά ότι η ανθρώπινη βλακεία δεν γνωρίζει όρια. (Ακούμε, λ.χ., εκείνους οι οποίοι ώς χθες καθύβριζαν το Μνημόνιο να το προβάλλουν σήμερα ως την ιδεώδη μέθοδο δανεισμού...) Εφόσον, λοιπόν, βλέπω τα δύο άκρα να βρίσκονται σε κοινή πορεία και να κάνουν ό,τι μπορούν για να ακυρώσουν τη σημασία του επιτεύγματος της εξόδου στις αγορές, εγώ στέκομαι σταθερά στο Κέντρο. Απλώς, ελπίζω ότι αυτό το Κέντρο υπάρχει στην πραγματικότητα και όχι μόνο στη φαντασία μου...
Εκτός τόπου και χρόνου
Το θέμα της ασφάλειας στους χώρους των πανεπιστημίων επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που μια ομάδα αναρχικών αποφασίζει να λύσει διά των ροπάλων τις διαφορές της με τους αντιπάλους της. Φυσικά, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι πολύ δύσκολα μπορεί κάτι να γίνει επ’ αυτού. Οι πρυτανικές αρχές, δέσμιες των τραμπούκων που λυμαίνονται και τρομοκρατούν τα πανεπιστήμια, σπανίως τολμούν να καλέσουν την Αστυνομία. Αλλά και όταν τολμούν να την καλέσουν, πάντα κατόπιν εορτής, η έλευσή της δεν προσφέρει τίποτε. Τα πανεπιστήμια δεν αστυνομεύονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα και, για να αλλάξει, θα πρέπει πρώτα να έχουν συντελεσθεί ριζικές αλλαγές στη νοοτροπία μας, πράγμα το οποίο δεν είναι δυνατόν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
Μέχρι τότε, πάντως, ουδείς εμποδίζει τον οιονδήποτε να προτείνει το μακρύ του και το κοντό του σχετικά με το ζήτημα. Η ΟΝΝΕΔ, λ.χ., βγήκε προσφάτως με τη φαεινή ιδέα να ιδρυθεί «πανεπιστημιακή ασφάλεια». Με τον όρο «ασφάλεια» αντιλαμβάνομαι ότι εννοούσαν «σεκιούριτι», δηλαδή μιας μορφής ιδιωτική αστυνομία. Τους διέφυγε, ωστόσο, ότι ο όρος «ασφάλεια», με τις συνδηλώσεις του, οδηγεί σε ανεπιθύμητους συσχετισμούς με την προ της Μεταπολίτευσης εποχή. Δεν πειράζει όμως, γιατί όλα αυτά λέγονται μόνο και μόνο για να ειπωθούν ― αμφιβάλλω αν και οι ίδιοι παίρνουν στα σοβαρά τα λεγόμενά τους.
Προσφάτως, στον χορό προσετέθη και ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος. Μαθαίνω, συγκεκριμένα, ότι ο φερόμενος ως υπουργός Παιδείας σκέπτεται την ιδέα μιας πανεπιστημιακής αστυνομίας, η οποία θα απαρτίζεται (άκουσον, άκουσον!) από... μεταπτυχιακούς φοιτητές. Το βλακώδες της ιδέας είναι πρόδηλο και δεν σηκώνει συζήτηση. Εγείρεται, ωστόσο, ένα βασικό ερώτημα, που είναι το εξής: είναι ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος τόσο άσχετος με την πραγματικότητα, ώστε να πιστεύει ότι κάποιοι μεταπτυχιακοί μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους αναρχικούς; Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι ο Κ. Αρβανιτόπουλος μπορεί να το είπε αυτό για πλάκα ― δεν τον κακίζω. Ομως ο κ. Αγγελος Λάσκαρης, δηλαδή ο πραγματικός υπουργός Παιδείας, πώς επιτρέπει να λέγονται παρόμοιες ανοησίες;