Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Εύστοχο άρθρο του Στ. Κασιμάτη για τις νέες πολιτικές κινήσεις


Πόσο πολιτικό μπορεί να είναι το «απολιτίκ»;
Στέφανος Κασιμάτης 
Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, ο γνωστός Σταύρος (τόσο γνωστός, ώστε το επώνυμο να περιττεύει...) αναδεικνύεται τρίτη πολιτική δύναμη. Είναι, βέβαια, πολύ νωρίς ακόμη για να πάρουμε το γεγονός εντελώς στα σοβαρά.
Κατ’ αρχάς, επειδή το στίγμα του κόμματος είναι αρκετά νεφελώδες, οπότε ακόμη είναι δυνατόν στον καθένα να προβάλλει τις προσωπικές προσδοκίες του στο «Ποτάμι». Επίσης, για τον λόγο ότι ο Σταύρος είναι ένα είδος Νταλάρα των ΜΜΕ. Διακηρύσσει ότι είναι με τη μεριά των καλών (όποιοι και αν είναι αυτοί...) και συνδυάζει επιδόσεις άνω του μετρίου σε όλα τα κριτήρια που διαμορφώνουν το γούστο του μέσου Ελληνα. Οπως και ο Νταλάρας, επίσης, αποφεύγει πάση θυσία τις δημόσιες συγκρούσεις.
Αν λοιπόν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις που φέρνουν τρίτο το «Ποτάμι» στις ευρωεκλογές, τότε πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και το ένστικτο των εκπροσώπων του συστήματος από όλο το φάσμα της πολιτικής, οι οποίοι έσπευσαν να υποδεχθούν με ειρωνείες και υποτιμητικά σχόλια το εγχείρημα της δημιουργίας ενός νέου κόμματος από πρόσωπα εκτός πολιτικής. Μην με παρεξηγείτε αν επιμένω σε αυτό, αλλά είναι λάθος να επιτρέπουμε στα αισθήματά μας να επηρεάζουν την κρίση μας. Μπορεί να καταλογίζουμε στους πολιτικούς το μέρος των ευθυνών που αναλογούν σε εκείνον που κρατάει το τιμόνι και, επομένως, ορισμένους εξ αυτών να τους αποστρεφόμαστε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι έφτιαξαν ήταν αμελητέο επίτευγμα. Δείτε μόνον πόσο κόπο και χρόνο απαιτεί η διάλυσή του τώρα, παρά την αναμφισβήτητη χρεοκοπία του.
Επομένως, καλώς οι πολιτικοί φοβούνται το «Ποτάμι» ― τουλάχιστον όσο ακούν γι’ αυτό χωρίς να το βλέπουν. Διότι αν κάτι απειλεί να εκφράσει αυτό το υπό διαμόρφωση κόμμα, είναι το κενό στο κέντρο του φάσματος, που μένει ακάλυπτο καθώς οι άλλες πολιτικές δυνάμεις τείνουν να συσπειρωθούν στις γραμμές του νέου διπολισμού. Μια στιγμή, όμως. Αν σιγά σιγά σχηματίζεται ένας νέος διπολισμός μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, τότε ευλόγως μπορεί να διερωτάται ο καθένας πώς είναι δυνατόν να υπάρχει χώρος για κάτι στο κέντρο. Υπάρχει, μολονότι οι δύο αυτές τάσεις  είναι  αντίθετες  και  λογικά η μία αναιρεί την άλλη, επειδή εκδηλώνονται  σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο διπολισμός είναι γεγονός στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, διότι το δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ (Τσιπριστές - Λαφαζανιστές), «ή αυτοί ή εμείς», είναι πραγματικό. Για όποιον προέχει η θέση της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ο ίδιος αντέχει και άλλες θυσίες, υπάρχει η Ν.Δ. με τους όποιους συμμάχους της (τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ...). Για όποιον, όμως, δεν θέλει ή δεν μπορεί να καταλάβει και, συγχρόνως, δεν αντέχει άλλες θυσίες και δεν έχει τίποτε πια να χάσει, υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) και η πολιτική του όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ακόμη και ο μπαρμπα-Φώτης με τον τρίτο πόλο του, σε τελευταία ανάλυση, προς την πλευρά των Τσιπριστών του ΣΥΡΙΖΑ ρέπει, αφού η μόνη ειδοποιός διάφορα του μπαρμπα-Φώτη από τον Τσίπρα είναι η ευπρέπεια, η οποία όμως στερείται πολιτικού αντικρίσματος έπειτα από τέσσερα χρόνια Μνημόνιο. (Είναι αφελές να πιστεύει η ΔΗΜΑΡ ότι ένας ΣΥΡΙΖΑ με υποφερτούς τρόπους μπορεί να αλλάξει την αντίληψη των Ευρωπαίων για το ελληνικό πρόβλημα...)
Η ενίσχυση του Κέντρου, από την άλλη πλευρά, είναι κάτι που συμβαίνει στην κοινωνία. Συμβαίνει στον κόσμο που διαπιστώνει με ρεαλισμό ότι δεν γίνεται αναδιάρθρωση χωρίς κάποιοι βολεμένοι στο Δημόσιο να χάσουν τις δουλειές τους, χωρίς να διευκολυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, χωρίς κανενός είδους αξιολόγηση των κρατικών δομών, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας εις βάρος παράλογων εργασιακών κεκτημένων. Εν ολίγοις, συμβαίνει σε όσους κατανοούν ότι σωτηρία και Ιδρυμα Μελετών Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι έννοιες ασύμβατες. Πολλά από αυτά που είναι απαραίτητο να κάνουμε για να ξεπεράσουμε την κρίση είναι δεξιάς προέλευσης μέτρα. Βλέπουμε όμως να αναγνωρίζουν την ανάγκη εφαρμογής τους άνθρωποι που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί, καθώς ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του κράτους και η ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι θέμα δεξιών ή αριστερών πεποιθήσεων.
Εντούτοις, τα κόμματα του υπάρχοντος σκηνικού έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν εκ του ασφαλούς αυτές τις διεργασίες στη βάση της πυραμίδας, επειδή απλούστατα δεν φαίνεται τίποτε στον ορίζοντα που να μπορεί να τις εκφράσει, με έναν εκλεκτικισμό που θα επιλέγει το λογικό και το εφικτό ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης. Οταν έλθει η ώρα όπου με την ψήφο μας θα αποφασίζουμε κυβέρνηση και υπό την πίεση του διλήμματος για το μέλλον της χώρας, ο καθένας από εμάς που αισθάνεται πιο άνετα προς το κέντρο παρά προς τα άκρα του φάσματος θα διαλέξει πλευρά, έστω και με μισή καρδιά. Ως συνήθως, δηλαδή, οι λίγοι εφόσον είναι καλά οργανωμένοι θα αποδειχθούν για μία ακόμη φορά ισχυρότεροι από τους πολλούς που είναι διάσπαρτοι και ανοργάνωτοι.
Λογικό είναι, επομένως, κινήσεις του τύπου «Ποτάμι» να αντιμετωπίζονται εκ προοιμίου με περιφρόνηση ως «απολιτίκ» από τα συστημικά κόμματα. Αν το «απολιτίκ», όμως, σημαίνει τη σύνθεση ιδεών χωρίς προκαταλήψεις για τη δημιουργία λύσεων, τότε η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι περισσότερο πολιτική από την περιχαράκωση σε προσεγγίσεις όπου η μία αποκλείει εκ των πραγμάτων την άλλη. Επιπλέον, δε, συνιστά ένα βήμα πέρα από την κομματική αντιπαλότητα όπως τη γνωρίσαμε, διότι προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου. Γιατί, μέχρις ότου ενσκήψει η κρίση, η συνεργασία εθεωρείτο επονείδιστη συνθηκολόγηση; Γιατί ήταν αδύνατο δύο κόμματα να βάλουν κάτω τις προτεραιότητές τους και να συνδιαλλαγούν στη βάση ενός ειλικρινούς qui pro quo; Δεν είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι όσο οι πολιτικές συνέκλιναν, τόσο οξύτερη γινόταν η κομματική αντιπαλότητα;
Αυτά συνέβαιναν, επειδή υπήρχε η «μπίζνα» που λεγόταν ελληνικό κράτος και τα κόμματα ανταγωνίζονταν για τη διαχείριση του μάνατζμεντ. Με το κράτος χρεοκοπημένο, η παράδοση αυτή κάπου πρέπει να σταματήσει και να αρχίσουμε επιτέλους να μιλάμε για συνθέσεις. Προσωπικώς, βέβαια, θα με κατέπλησσε βαθύτατα αν ο Σταύρος με το μακό, τη στάμπα και χωρίς επώνυμο, πετύχει κάτι τέτοιο - για να μην πω κιόλας ότι το θεωρώ αδύνατο. Δεν το λέω, όμως, γιατί οι βεβαιότητες τελείωσαν. Τουλάχιστον για μένα, υπό το πρίσμα της πρόσφατης δυσάρεστης εμπειρίας μου, εξαιτίας της οποίας η στήλη απουσίασε δύο ημέρες από τη θέση της: πλήρωσα, βλέπετε, την πίστη μου στην αθώα βεβαιότητα (έτσι την πίστευα...) ότι ουδείς έπαθε τίποτε επειδή έφαγε για πρωινό τα υπολείμματα της χθεσινοβραδινής πίτσας...