Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Ιστορικό άρθρο για τον Αλέξανδρο Παπάγο (1)


Από τον Εθνικό Διχασμό στη νίκη της Αλβανίας
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΟΥΜΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
10 Οκτωβρίου 1935, ώρα ενδεκάτη πρωινή... Ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο υποναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και ο υποπτέραρχος Γεώργιος Ρέππας σταματούν το αυτοκίνητο που μεταφέρει τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη από την Κηφισιά στην Αθήνα
και τον καλούν να επιστρέψει στην οικία του, προκειμένου να προβούν σε ανακοινώσεις βαρυσήμαντες για το μέλλον της χώρας: η παλινόρθωση της βασιλείας έπρεπε να επέλθει με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης πριν από το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου. Ο Τσαλδάρης, αντίθετος στο ενδεχόμενο πραξικοπηματικής μεταβολής του πολιτεύματος, υπέβαλε λίγες ώρες αργότερα την παραίτησή του. Κατόπιν, οι τρεις ανώτατοι αξιωματικοί ανέθεσαν την πρωθυπουργία στον Γεώργιο Κονδύλη, υπουργό Στρατιωτικών της κυβέρνησης Τσαλδάρη. Ο δρόμος για την παλινόρθωση ήταν πλέον ανοιχτός. Η υιοθέτηση ψηφίσματος υπέρ της βασιλείας από τη μονόπλευρη Εθνοσυνέλευση, η διεξαγωγή νόθου δημοψηφίσματος και η επάνοδος του Γεωργίου Β΄ σηματοδότησαν την κατάρρευση της βραχύβιας Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά το μεταβατικό αυτό διάστημα, η ανάθεση του υπουργείου Στρατιωτικών στον Παπάγο αποτελούσε εγγύηση για την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος, αφού ο Ελληνας στρατιωτικός απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης του σώματος των αξιωματικών, που στη μεγάλη του πλειοψηφία ήταν, μετά την κατάπνιξη του βενιζελικού κινήματος του Μαρτίου, φιλοβασιλικό.
Πρωτεργάτης της πραξικοπηματικής παλινόρθωσης της μοναρχίας, βασικός παράγοντας του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, ο Παπάγος ουδέποτε απέκρυψε τα φιλοβασιλικά του αισθήματα. Υιός του αντιστράτηγου Λεωνίδα Παπάγου και της Μαρίας το γένος Αβέρωφ, ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1883. Το 1901 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία, όμως, εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα προκειμένου να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών και στη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Υπρ. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1906, κατετάγη ως ανθυπίλαρχος στον ελληνικό στρατό και το 1912-1913 μετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως υπίλαρχος και διαγγελέας του αρχιστράτηγου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου.
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, ο Παπάγος τάχθηκε υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου, με αποτέλεσμα, μετά την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωτεύουσα, το καλοκαίρι του 1917, να εξορισθεί στην Ιο, τη Σαντορίνη, τη Μήλο και την Κρήτη και μάλιστα παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε υποβάλει την παραίτησή του. Μετά την ήττα του Κόμματος Φιλελευθέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, επέστρεψε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, λαμβάνοντας μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τον Οκτώβριο του 1923, μετά την καταστολή του κινήματος Γαργαλίδη - Λεοναρδόπουλου από την κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά, ο Παπάγος και άλλοι βασιλόφρονες αξιωματικοί αποστρατεύθηκαν. Το 1926 επανήλθε στον Στρατό από την οικουμενική κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας διαδοχικά χρέη διοικητή της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας (1927-1931), υπαρχηγού του ΓΕΣ (1931-1933), επιθεωρητή Ιππικού του ΓΕΣ (1933-1935) και διοικητή του Α΄ και του Γ΄ Σώματος Στρατού (1935).
Στις 19 Δεκεμβρίου 1935, μετά την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα και την πτώση της κυβέρνησης Κονδύλη, ο Παπάγος ανέλαβε και πάλι χρέη υπουργού Στρατιωτικών, αυτή τη φορά στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Στη θέση αυτή παρέμεινε έως τις 5 Μαρτίου 1936, όταν αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά εξαιτίας της διαφωνίας του στο ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης στηριζόμενης και στις ψήφους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Την 1η Αυγούστου 1936, λίγες μόλις ημέρες πριν από την εγκαθίδρυση δικτατορικού καθεστώτος, ο Ιωάννης Μεταξάς, κοινοβουλευτικός ακόμη πρωθυπουργός, τοποθέτησε τον Παπάγο αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Σε μια εποχή δραματικής επιδείνωσης του διεθνούς κλίματος, κατά την οποία ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος ήταν πλέον πιθανός –τουλάχιστον πιο πιθανός από το πρόσφατο παρελθόν– ο Παπάγος ανέλαβε το δύσκολο έργο της στρατιωτικής προετοιμασίας της χώρας. Μιας χώρας με τεράστια οικονομικά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα καταδικασμένης, λόγω της γεωγραφικής της ιδιομορφίας και των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος, να μεριμνά για τη διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας έναντι πολλαπλών, κάθε φορά, απειλών.
Ο θριαμβευτής του Μετώπου συνελήφθη στην Κατοχή
Μετά την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Παπάγος ετέθη επικεφαλής του αγώνα κατά του φασισμού, αναλαμβάνοντας αρχιστράτηγος του ελληνικού Στρατού. Υπό την ηγεσία των δύο σημαντικότερων μορφών της σύγχρονης ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, του Ιωάννη Μεταξά και του Αλέξανδρου Παπάγου, ο ελληνικός λαός κατέφερε να αποκρούσει την επίθεση, χάρη στη συστηματική προετοιμασία των δυνάμεων της Ηπείρου και την άψογη οργάνωση μιας γρήγορης και αποτελεσματικής επιστράτευσης. Πρώτη νίκη εις βάρος των δυνάμεων του Αξονα, προώθηση του ελληνικού στρατού σε έδαφος εχθρικό... Ο αιφνίδιος θάνατος του πρωθυπουργού δεν επέφερε οποιαδήποτε αλλαγή στην ελληνική στάση ούτε μείωσε την αποφασιστικότητα για αντίσταση και στη ναζιστική πρόκληση. Ηδη, η απόφαση του Λονδίνου να συνδράμει εμπράκτως την ελληνική πολεμική προσπάθεια ενόψει της διαφαινόμενης γερμανικής εισβολής καθιστούσε, στις αρχές του 1941, επιτακτική την ανάγκη συντονισμού των δύο επιτελείων – ελληνικού και βρετανικού. Στο σημείο αυτό, όμως, εντοπίσθηκαν τα πρώτα νέφη στις σχέσεις του Παπάγου με τους Βρετανούς. Η διαφωνία του αρχιστρατήγου σχετικά με την οργάνωση της άμυνας της Ελλάδος προκάλεσε τη σταδιακή διάρρηξη των σχέσεών του όχι μόνον με τους Βρετανούς, αλλά και με τον βασιλιά Γεώργιο.
Η αδυναμία σύμπηξης ενός βαλκανικού μετώπου κατά του Αξονα, σε συνδυασμό με τη συντριπτική ανωτερότητα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής, κατέστησαν αναπόφευκτη την πτώση της Ελλάδας. «Στρατός δέον αγωνισθή μέχρις εσχάτου ορίου δυνατοτήτων του. Αντικαταστήσατε αμέσως Τσολάκογλου», τηλεγράφησε ο Αλέξανδρος Παπάγος όταν πληροφορήθηκε την πρωτοβουλία του στρατηγού να συνθηκολογήσει με τον Γερμανό εισβολέα στις 20 Απριλίου 1941. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Παπάγος ζήτησε να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, η παραίτησή του υπαγορεύθηκε από την πεποίθηση ότι δεν θα έπρεπε κανείς να διαθέτει υψηλό βαθμό τέτοιον που να είναι σε θέση να διαπραγματευθεί με τους κατακτητές. Ενδεχομένως, όμως, η εξέλιξη αυτή να πρέπει να αποδοθεί στην έλλειψη εμπιστοσύνης του βασιλιά στο πρόσωπο του Παπάγου... Σε κάθε περίπτωση, ο Παπάγος δεν ακολούθησε τη βασιλική κυβέρνηση στην Κρήτη και στην εξορία της Μέσης Ανατολής, παραμένοντας στην κατεχόμενη Ελλάδα.
«Στρατιωτική Ιεραρχία»
Στις αρχές του 1943, ο Παπάγος μαζί με άλλους πέντε αντιστρατήγους (Γεώργιος Κοσμάς, Ιωάννης Πιτσίκας, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Παναγιώτης Δέδες και Δημήτριος Παπαδόπουλος) προχώρησαν στην ίδρυση της οργάνωσης «Στρατιωτική Ιεραρχία», η οποία φιλοδοξούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στον συντονισμό των αντιστασιακών δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Παπάγος προσπάθησε να αποκαταστήσει επαφές τόσο με την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση όσο και με τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1943, ο Παπάγος και τα υπόλοιπα ιδρυτικά στελέχη της «Στρατιωτικής Ιεραρχίας» (με την εξαίρεση του Παπαδόπουλου) συνελήφθησαν από τις αρχές Κατοχής και εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα παρά μόνον τον Ιούλιο του 1945, μετά τη συνθηκολόγηση του Βερολίνου. Θα παρέμενε αμέτοχος των πολιτικών εξελίξεων έως τον Ιανουάριο του 1949, όταν εκλήθη από την κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη να αναλάβει την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων κατά την τελευταία φάση των εμφυλίων συγκρούσεων.

* Ο κ. Μανόλης Κούμας διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

(Στην φωτογραφία : Αθήνα, 7 Οκτωβρίου 1955. Η κηδεία του Αλέξανδρου Παπάγου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε ορκιστεί πρωθυπουργός την προηγουμένη, προπορεύεται των μελών της κυβέρνησής του, ακολουθώντας τη σορό του προκατόχου του. Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου)