Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Το εύστοχο άρθρο του Στ. Κασιμάτη για τον καλό μύλο του εθνολαϊκισμού που όλα τα αλέθει


Ο καλός ο μύλος του εθνολαϊκισμού που όλα τα αλέθει
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Να το θέσω όσο πιο απλουστευτικά και γενικά μου είναι δυνατόν: πουθενά στον κόσμο οι δεξιοί δεν πιστεύουν στην επανάσταση· αντιθέτως, την αποστρέφονται.
Το δείχνει η ιστορία των ιδεών ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός γεννάται ως αντίδραση προς τη Γαλλική Επανάσταση και ότι οι πολιτικές του διαμορφώνονται πρωτίστως από την ανάγκη να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας επανάστασης. Στην επανάσταση πιστεύουν οι αριστεροί. Οχι όλοι, βέβαια· εκείνοι που ανήκουν στις διάφορες ακραίες εκδοχές της. Τα γραπτά του Τσε Γκεβάρα (και όχι το Ρόλεξ και το πούρο του...) ενέπνευσαν το αντάρτικο πόλης που εμφανίσθηκε στην Ευρώπη γύρω στο 1970. Ολα αυτά είναι λίγο ή πολύ γνωστά, αλλά δεν βλάπτει να τα επαναλαμβάνουμε πότε πότε.
Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, η τρομοκρατία, όπως την γνωρίσαμε στη χώρα μας από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, ήταν υπόθεση της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, ήταν η εκτρωματική παραφυάδα της: το τρελό παιδί, που το ήθελε μεν κρυμμένο στο υπόγειο, αλλά δεν μπορούσε και να το απαρνηθεί τελείως, διότι για την άκρα Αριστερά οι ιδέες ήσαν πάντα υπεράνω της πραγματικότητας και, στο βάθος, πάντα ήξερε ότι η τρομοκρατία, όσο και αν την καταδίκαζε, βασιζόταν σε μια διαφορετική ερμηνεία των ίδιων ιδεών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πάντα αντιμετώπιζε το φαινόμενο ενοχικά και με υπερβολική ευθιξία, απευθυνόμενη στους τρομοκράτες με αυστηρές νουθεσίες και τονίζοντας τη ζημία που προκαλούσε η δράση της σε έναν αγώνα ο οποίος ―ανομολόγητα― ήταν κοινός, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον.
Στην Ελλάδα, εν αντιθέσει π.χ. με την Ιταλία, η Αριστερά ποτέ δεν παραδέχθηκε την κοινή ιδεολογική προέλευσή της με τους τρομοκράτες και η άρνηση της συνέβαλε ώστε και η συνωμοσιολογία γύρω από τις σκοπιμότητες της τρομοκρατίας να ανθίσει και το φαινόμενο να μην απομονωθεί κοινωνικά. Στο τελευταίο βοήθησαν και οι ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας και της εποχής, όπως λ.χ. η ανοχή εκ μέρους του αστικού καθεστώτος στην κουλτούρα της βίας που ασκείται για «καλό σκοπό», εξαιτίας των ενοχών της Δεξιάς για τη δικτατορία, καθώς και η εκ των πραγμάτων αναγνώριση ενός ιδιότυπου καθεστώτος ανομίας στα Εξάρχεια, λόγω ανικανότητας και άλλοτε απροθυμίας του κράτους να το αντιμετωπίσει.
Από το 2002 και ύστερα νομίσαμε ότι επιτέλους ξεμπερδέψαμε διά παντός με το φαινόμενο. Δεν ήταν μόνο η εξάρθρωση της 17Ν που ευνόησε τότε να σχηματισθεί η εντύπωση, αλλά και το ότι διανύαμε πλησίστιοι την καλύτερη εποχή μας, με τη χώρα πλουσιότερη παρά ποτέ, εμάς να ξοδεύουμε λες και δεν υπήρχε αύριο και τους Ολυμπιακούς να έρχονται για να επιβεβαιώσουν ότι η Ελλάδα προβιβαζόταν σε ανώτερη κατηγορία ― ήταν το απόγειο της εποχής της αστακομακαρονάδας. Ομως οι ρίζες του φαινομένου είχαν μείνει στην κοινωνία: και η ανοχή στην «καλή βία» και η συνωμοσιολογία δεν είχαν αντιμετωπισθεί ποτέ σοβαρά και εξακολουθούσαν να είναι πάντα εδώ μαζί μας. Ωσπου ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά του 2008, στη διάρκεια των οποίων η απραξία της τότε κυβέρνησης ουσιαστικά ανήγαγε την ανοχή της «καλής βίας» σε επίσημη κυβερνητική στάση, ενώ λίγο αργότερα μας χτύπησε την πόρτα και η χρεοκοπία, με τα Μνημόνια, τις περικοπές, τους φόρους και τους Αγανακτισμένους της στο Σύνταγμα.
Η περίφημη «πλατεία» ανήγαγε την άρνηση της πραγματικότητας και των ευθυνών μας σε ύψιστη έκφραση λατρείας για την ελευθερία και η Αριστερά (βεβαίως σε διαφορετικό βαθμό για κάθε έκφανσή της), ακολουθώντας την εαμογενή λογική του πατριωτικού μετώπου, έσπευσε να κολακεύσει τους Αγανακτισμένους με σκοπό να τους προσεταιρισθεί ― όπως εξάλλου έκανε και η άκρα Δεξιά με τον δικό της τρόπο. Εκεί, στην «πλατεία», ο αντιμνημονιακός αγώνας υιοθέτησε τη γλώσσα της Εθνεγερσίας και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τη χρησιμοποίησε κατά κόρον. (Να θυμίσω εδώ, διότι έχει τη σημασία του, ότι η συγκέντρωση αντιμνημονιακών στο Σύνταγμα ξεκίνησε επειδή εθίγη η εθνική μας υπερηφάνεια, όταν οι Αγανακτισμένοι της Μαδρίτης μας χλεύασαν που δεν ακολουθούσαμε το δικό τους παράδειγμα). Τότε πρωτοακούσαμε για προσκυνημένους, προδότες, Νενέκους, κρεμάλες, φωτιές και τσεκούρια, Τέταρτα Ράιχ κ.λπ. Παρεμπιπτόντως, στην «πλατεία» κυκλοφορούσαν ώς και μασκαρεμένοι Κολοκοτρώνηδες, αν θυμάστε.
Με τους συστημικούς πολιτικούς τρομοκρατημένους από τους προπηλακισμούς και τα γιαουρτώματα και, επιπλέον, αδύναμους να εξηγήσουν στον κόσμο τη χρεοκοπία, ώστε να αρχίσουν να γίνονται κάποτε αντιληπτές οι ευθύνες όλων μας, ουσιαστικά κανείς δεν αντιστάθηκε στο φαινόμενο. Απλώς περιμέναμε πότε οι Αγανακτισμένοι θα βαρεθούν και θα φύγουν ― που έγινε και αυτό κάποτε. Εν τω μεταξύ, η γλώσσα των Αγανακτισμένων εξαπλωνόταν στα πρωινάδικα της τηλεόρασης, στους αντισυστημικούς Δεξιάς και Αριστεράς, ως και μέσα στη Βουλή την ακούσαμε από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης.
Γι’ αυτό και μας ήταν τόσο γνώριμη η φρασεολογία του Ξηρού στο διάγγελμά του προς το έθνος, όπως και οι μορφές που είχε επιλέξει για το φόντο. Ο καλός ο μύλος, του εθνολαϊκισμού, όλα τα αλέθει. Γιατί όχι και τον Ξηρό; Από την αρχή του δράματος βαρεθήκαμε να ακούμε ότι η κρίση είναι ευκαιρία ― και είναι πράγματι, υπό την έννοια ότι η συνείδηση των εκτάκτων αναγκών επιτρέπει ευκολότερα την προσαρμογή σε νέες συνθήκες. Τουλάχιστον ο Ξηρός είναι φανερό ότι την αξιοποίησε...