Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ανάλυση του Stratfor για το υπόγειο πόλεμο εξουσίας στην Τουρκία


Stratfor: Ο υπόγειος πόλεμος για εξουσία στην Τουρκία
Μετά από μία δεκαετία «στη σκιά», η παλαιά φρουρά των κληρονόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιστρέφει. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα, ο ρόλος των ελίτ και η σύγκρουση κέντρου-περιφέρειας. Η επόμενη μέρα για τον Ερντογάν και τα σκάνδαλα.
Η πολιτική της Τουρκίας είναι περίπλοκη και εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο. Αυτό που βλέπει κανείς επιφανειακά κρύβει την περιπλοκότητα και τις αλληλεπιδράσεις που βρίσκονται από κάτω.

Επιφανειακά, η Τουρκία φαίνεται να είναι ένα σύγχρονο κράτος με πολιτικό σύστημα και κόμματα που μπορούν εύκολα να συγκριθούν με αυτά της Ευρώπης ή της Βόρειας Αμερικής. Από αυτήν την άποψη, το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), του οποίου ηγείται ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι ένα κόμμα μεταρρυθμιστών στο οποίο πιστώνεται η «εξουδετέρωση» ενός «ενοχλητικού» στρατού που οργάνωσε τρία πραξικοπήματα από το 1960 μέχρι το 1980, φέρνοντας στη χώρα μια ζωντανή δημοκρατία. Το AKP ήρθε στην εξουσία το 2002 εν μέσω μιας «τριλογίας» υποσχέσεων για προώθηση της ελευθερίας, μείωση της φτώχειας και τερματισμό της διαφθοράς. Μέχρι πρόσφατα, η Τουρκία υπό το AKP θεωρούνταν από πολλούς στη Δύση πρότυπο για τη Μέση Ανατολή και τον ισλαμικό κόσμο.
Από αυτήν την άποψη, το AKP, το οποίο ήρθε στην εξουσία ως συνασπισμός ισλαμιστών και φιλελεύθερων, βρίσκεται σε ασυμφωνία με μια ομάδα γνωστή και ως κίνημα Γκιουλέν, μια πανίσχυρη θρησκευτική αδελφότητα της οποίας το παγκόσμιο δίκτυο ΜΜΕ, σχολείων και εμπορικών επιχειρήσεων την καθιστά σοβαρό παίκτη στην τουρκική πολιτική σκηνή. Του κινήματος ηγείται ένας πρώην ιμάμης ονόματι Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος αυτοεξορίστηκε και ζει στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ.
Δεκάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν τις τελευταίες ημέρες, και τουλάχιστον τέσσερις υπουργοί του AKP αντιμετωπίζουν κατηγορίες διαφθοράς. Μια επιδρομή αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος της μεγαλύτερης κρατικής τράπεζας της Τουρκίας είχε στο σπίτι του 4,5 εκατ. δολάρια.
Σκηνές της σύλληψης του γιου του υπουργού Εσωτερικών, υψηλόβαθμου στελέχους της αστυνομίας της χώρας, καθήλωσαν τους Τούρκους τηλεθεατές. Εν τω μεταξύ, εισαγγελείς που συνδέονται με το κίνημα Γκιουλέν ηγήθηκαν του «δράματος».
Το ότι το κίνημα και οι σύμμαχοί του στην αστυνομία και στο υπουργείο Δικαιοσύνης θεωρούνται κατασκευαστές των περιβόητων δικαστικών υποθέσεων για τις επιχειρήσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», που έκλεισαν τα στόματα πολλών επικριτών του AKP και έβαλαν πίσω από τα κάγκελα εκατοντάδες αξιωματούχους -συμπεριλαμβανομένου του πρώην επικεφαλής του γενικού επιτελείου στρατού- παγιώνει αυτήν την άποψη για την τουρκική πολιτική.
Απομεινάρι μιας αυτοκρατορίας
Το γεγονός ότι η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να απομακρύνει τον επικεφαλής εισαγγελέα, που προηγουμένως ήταν «ήρωας» του AKP, δείχνει πόσο αμφιλεγόμενη είναι η κατάσταση.
Όμως, από την περίπλοκη πολιτική της Τουρκίας προκύπτει κάτι πολύ βαθύτερο. Διότι η Τουρκία δεν είναι ένα σύγχρονο κράτος, αλλά το αστέρι μιας αυτοκρατορίας που κατέρρευσε. Είναι ο κληρονόμος των δυναστειών και υποδυναστειών που δημιούργησαν μια Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταβαλλόμενων συμμαχιών μεταξύ των φέουδων που ήταν γνωστά ως «μιλέτια». Με τη σειρά της, η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1453, αλλά δεν την αντικατέστησε πλήρως και τη μιμήθηκε.
Δεν θα ήταν υπερβολικά απλοϊκό να ισχυριστούμε πως η θεμελιώδης δυναμική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια ατέρμονη διαμάχη μεταξύ του κέντρου, στην Κωνσταντινούπολη, και της περιφέρειας που εκτείνονταν στην ακμή της αυτοκρατορίας από τη Βουδαπέστη στα δυτικά μέχρι την Αραβική Θάλασσα στα ανατολικά και περικύκλωνε τη Μαύρη Θάλασσα, εκεί που σήμερα είναι η Ρωσία και ο Καύκασος. Αυτές οι φυγόκεντρες δυνάμεις τελικά διέλυσαν την αυτοκρατορία, οδηγώντας στην ίδρυση της σημερινής Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923.
Ο «κοσμικός ρεπουμπλικανισμός» αντικατέστησε θεωρητικά τον θεοκρατικό μοναρχισμό, όμως οι παλιές συνήθειες και τα αντανακλαστικά διατηρήθηκαν.
Μια παράδοση που παρέμεινε ήταν ένα σύστημα αύξησης του πλουτισμού που ερχόταν σε αντίθεση με την αντίληψη του Βέμπερ περί καπιταλισμού. Η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα ήταν -και εξακολουθεί να είναι- μια σχεδόν εξωγήινη έννοια. Στη θέση της υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, που συχνά καθιστούσε δυσδιάκριτο τον διαχωρισμό τους.
Οι κρατικές επιχειρήσεις κυριαρχούσαν σε όλον τον 20ό αιώνα καθώς οι τεράστιες ιδιωτικές περιουσίες εξαρτιόνταν τόσο από τη γενναιοδωρία της κυβέρνησης και τις διασυνδέσεις, όσο και από τους υψηλούς δασμούς. Το κέντρο της εξουσίας, το οποίο μετακινήθηκε στη νέα πρωτεύουσα στην ενδοχώρα, στην Άγκυρα, ήταν ανώτατο και ο σφιχτός κεντρικός έλεγχος υπό την εποπτεία του στρατού αποτελούσε τον κανόνα.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, πέραν του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν άλλα πολιτικά κόμματα. Όταν επετράπη τη δημιουργία άλλων πολιτικών κομμάτων, ο χαρακτήρας τους τους ήταν παρόμοιος -και εξακολουθεί να είναι- με αυτόν στα φέουδα ή ακόμα και στα μιλέτια του παρελθόντος.
Λειτουργούν ως συστήματα πατρωνίας. Κάνουν τον διαιτητή σε φραξιονιστικές διαμάχες και διαχειρίζονται τις συμμαχίες πανίσχυρων οικογενειών με το κράτος.
Οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές διενεργήθηκαν το 1950. Αυτές οι εκλογές, που είχαν ως αποτέλεσμα να αναλάβει την εξουσία ένα κόμμα της περιφέρειας και της ενδοχώρας, το Δημοκρατικό Κόμμα, σηματοδότησαν επίσης την επιστροφή των θεμελιωδών εντάσεων. Ο ηγέτης του κόμματος, Αντνάν Μεντερές -τον οποίον ο Ερντογάν θεωρεί μέντορα- αμφισβήτησε την εξουσία του κέντρου και τις πελατειακές σχέσεις που και στηρίζονταν αλλά και τρέφονταν από αυτό το κέντρο. Το αποτέλεσμα ήταν το πραξικόπημα του 1960. Ο Μεντερές απαγχονίστηκε. Η αγχόνη του, η οποία στήθηκε δίπλα σε ένα πρόχειρο στρατιωτικό δικαστήριο, λέει πολλά για το τεκμήριο της αθωότητας στην Τουρκία και αποτελεί νύξη για την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος ακόμα και σήμερα.
Επετράπη η δημιουργία μεγάλων οικογενειακών περιουσιών, με τους Εζατζίμπασι, τους Κοτς, τους Σάμπαντζι και τους Ντογάν να αποτελούν συνώνυμα των σημερινών μεγαλύτερων επιχειρηματικών κολοσσών της Τουρκίας, που αντικατέστησαν -και σε ορισμένες περιπτώσεις άρπαξαν ξεκάθαρα- τα περιουσιακά στοιχεία των πρώην εμπορικών και άλλων οθωμανικών τάξεων, των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων που πλέον έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εκδιωχθεί.
Η ιδεολογική βία, ο Ψυχρός Πόλεμος και οι αποσχιστικές τάσεις των Κούρδων της Τουρκίας αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των μεγάλων πολιτικών δραμάτων της χώρας τις δεκαετίες του '60, του '70 και του '80. Όμως όποτε η κυβέρνηση παρέκκλινε από τη γραμμή του συγκεντρωτισμού, ανέλαβε ο στρατός. Το 1971 και το 1980 έγιναν πραξικοπήματα, και κάθε φορά έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός προτού επιτραπεί η επιστροφή των πολιτικών τάξεων.
Η άνοδος αυτών των δύο πόλων δημιούργησε άλλες και λιγότερο πολιτικές δυναστείες, καθώς κάθε κόμμα, όταν αναλάμβανε την εξουσία, αναζητούσε στήριγμα από μια νέα τάξη εύπορων υποστηρικτών που δημιουργούνταν μέσω της πρόσβασης σε πιστώσεις από τις κρατικές τράπεζες, την ανάθεση δημοσίων έργων και άλλες πελατειακές σχέσεις.
Με την ανάδυση του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου και τη μείωση των δασμών τη δεκαετία του '80, ένα άλλο νέο κόμμα και μια νέα κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Τουργκούτ Οζάλ, ανέλαβε την εξουσία. Το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας προκάλεσε έναν ακόμα γύρο θετικών εξελίξεων και οικονομικής ανόδου στην ενδοχώρα. Αυτό ενδυνάμωσε τους επονομαζόμενους Τίγρεις της Ανατολίας, μια γενιά συντηρητικών μεγαλοαστών, ο πλούτος των οποίων προερχόταν από τον ενστερνισμό από την Τουρκία της τάσης για παγκοσμιοποίηση της κλωστοϋφαντουργίας, της τσιμεντοβιομηχανίας, της κατασκευής επίπλων και των κατασκευών.
Οι συγκρούσεις μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας ήταν λιγότερες, συμπεριλαμβανομένου του «μεταμοντέρνου πραξικοπήματος» του 1996, όπου ο στρατός απομάκρυνε σιωπηρά την πρώτη ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας από την εξουσία. Έτσι, για μία ακόμα φορά, η «παλαιά φρουρά» επαναβεβαίωσε τη θέση της.
Τελικά, όμως, αυτή η νεότερη τάξη άνοιξε τον δρόμο για την επιτυχία του Ερντογάν το 2002. Πυροδότησε επίσης την άνοδο του κινήματος των Γκιουλενιστών, το οποίο άντλησε και αντλεί τη δύναμή του από μια παρόμοια, αν και μικρότερη, βάση.
Η πρώτη κυβέρνηση του AKP ήταν ένα είδος συνασπισμού μεταξύ των ισλαμιστών, των κοσμικών συντηρητικών που ανησυχούσαν για την ασταθή οικονομική διαχείριση του κράτους, των φιλελεύθερων που έβλεπαν με καλό μάτι το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, βεβαίως, των Γκιουλενιστών.
Η οικονομία βελτιώνονταν και, το 2004, η Τουρκία υπό την ηγεσία του AKP άρχισε τις διαπραγματεύσεις για ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ο ενστερνισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρυψε πολλές από τις διαφορές κέντρου-περιφέρειας, και ένα κύμα ξένων επενδύσεων λάδωσε τα παραδοσιακά γρανάζια των πελατειακών σχέσεων. Παράλληλα όμως άνοιξαν νέα ρήγματα μεταξύ των παλαιών και των νέων κυβερνωσών ελίτ, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις μέσα σε λίγα χρόνια να ξεπερνούν ολόκληρο τον όγκο των ξένων επενδύσεων που έγιναν στην Τουρκία από τότε που εδραιώθηκε η δημοκρατία στη χώρα μέχρι το 2000.
Η ξεκάθαρη δυναμική του ενστερνισμού της Ε.Ε. και η οικονομική ανάπτυξη βοήθησαν σημαντικά στην «επίθεση» που εξαπολύθηκε κατά της στρατιωτικής εξουσίας, και με τη βοήθεια πολλών τμημάτων, το AKP περιέστειλε τις δυνατότητες των στρατηγών και οδήγησε στη φυλακή αυτούς που αντιστάθηκαν. Σίγουρα, στις δίκες που ακολούθησαν δικάστηκαν πραγματικά εγκλήματα, όμως τα κίνητρα είχαν να κάνουν, για μία ακόμα φορά, με τα υπόγεια ρεύματα.
Πάντως, η επίθεση του AKP στην «παλαιά φρουρά» δεν περιορίστηκε στον στρατό. Παλαιά οχυρά εμπορικής δύναμης, ξεκινώντας με την αυτοκρατορία των media και των τηλεπικοινωνιών της οικογένειας Ουζάν, στην ουσία καταλήφθηκαν και αναδιανεμήθηκαν σε συμμάχους του AKP. Η αυτοκρατορία των media και της ενέργειας της οικογένειας Ντογάν ήταν η επόμενη η οποία χτυπήθηκε με φορολογικά πρόστιμα ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων, όταν ο όμιλος παρεξέκλινε της γραμμής στα ρεπορτάζ του. Ακόμα πιο πρόσφατα, η πανίσχυρη βιομηχανική και λιανεμπορική δυναστεία των Κοτς περιορίστηκε μετά από μια σειρά ερευνών που άρχισαν να διενεργούνται όταν ο όμιλος στήριξε τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί κατά του Ερντογάν και της κυβέρνησης του AKP.
Η σύγκρουση με το κίνημα Γκιουλέν
Από την πλευρά του, το κίνημα Γκιουλέν βρίσκεται σε σύγκρουση με το AKP για πολλούς λόγους. Ιδιαίτερα στο οικονομικό μέτωπο, οι συγκρούσεις αυτές αφορούν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία που θα οδηγούσαν σε κατάργηση φροντιστηριακών μαθημάτων για εισαγωγή σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, κάτι που έφερνε πολλά λεφτά στο κίνημα σε έναν τομέα που ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθος του επίσημου προϋπολογισμού για την εθνική παιδεία. Και πράγματι το κίνημα φαίνεται να λειτουργεί σαν μεσίτης στον νέο συνασπισμό που σχηματίζεται από τις φράξιες κατά του AKP. Αυτό όμως είναι μόνο το εμφανές πολιτικό ρεύμα.
Οι γκιουλενιστές, βέβαια, δεν είναι μόνοι τους. Η αρχηγία του Ερντογάν έχει προκαλέσει μεγάλες εχθρότητες μεταξύ των πάλαι ποτέ πιστών φιλελεύθερων, των συντηρητικών και -ακόμα σημαντικότερο- της παλαιάς ελίτ που κάποτε θεωρούσε ότι μπορεί να συνεργαστεί με το AKP. Διαθέτοντας assets στην αστυνομία, στα μέσα ενημέρωσης και στο υπουργείο Δικαιοσύνης, το κίνημα του Γκιουλέν είναι ένας μικρός αντίπαλος, αλλά χρήσιμος και δημόσιος για τις ετερόκλητες ομάδες που πλέον συνασπίζονται για να περιορίσουν τη δύναμη του Ερντογάν.
Η πρόθεση πιθανότατα θα είναι να χαλιναγωγηθεί το AKP και όχι να εξοντωθεί. Η εκλογική γροθιά του συνασπισμού κατά του AKP στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν το ερχόμενο καλοκαίρι δεν είναι πιθανό να εκτροχιάσει τη φοβερή μηχανή του AKP. Ούτε είναι πιθανό να αρνηθεί την κίνηση του Ερντογάν για ανάληψη της προεδρίας της χώρας.
Όμως οι τοπικές εκλογές τον Μάρτιο είναι άλλο θέμα. Η δημαρχίας της Κωνσταντινούπολης, θέση από την οποία ο Ερντογάν ξεκίνησε την καριέρα του πριν από δύο δεκαετίες, είναι ένα έπαθλο που θα μπορούσε να «αρπάξει» ο αντιερντογανικός συνασπισμός με τη βοήθεια των γκιουλενιστών. Αυτό δεν θα καταστρέψει το AKP, όμως θα αποτελεί τεράστιο ψυχολογικό πλήγμα και θα επιβραδύνει την κίνηση του κόμματος.
Παράλληλα, θα σηματοδοτήσει την επιστροφή της κανονικότητας στο... Βυζάντιο. Μετά από μία δεκαετία στη σκιά και στην άμυνα, οι «μεσίτες της εξουσίας» του κέντρου που προέρχονται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιστρέφουν για να αμφισβητήσουν τους νεόπλουτους της περιφέρειας της τουρκικής πολιτικής.