Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Άρθρο της Le Monde diplomatique για την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας


Η ελίτ της πλατεία Σμολένσκ μεταξύ νοσταλγίας και φιλοδοξίας
Ρωσία
par Breault Yann , [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article487
Μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, το κύρος που απολάμβαναν οι Ρώσοι διπλωμάτες ξεθώριασε. Η βασιλεία του Βλαντίμιρ Πούτιν, ωστόσο, έχει αναζωπυρώσει τις ελπίδες τους.
Χτισμένο την επαύριο του «μεγάλου πατριωτικού πολέμου» (1941-1945), το κτήριο 27 ορόφων που στεγάζει το υπουργείο Εξωτερικών στη Μόσχα θυμίζει, με την πομπώδη όσο και στιβαρή αρχιτεκτονική του το παρελθόν της Ρωσίας ως υπερδύναμης. Την εποχή που χτιζόταν, από το 1948 ώς το 1953, η περιπέτεια του κομμουνισμού κέρδιζε έδαφος. Η διπλωματική δραστηριότητα της Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) εξαπλωνόταν σε όλες τις ηπείρους.
Μια θέση εργασίας στο υπουργείο Εξωτερικών ήταν το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο για καριέρα που μπορούσε να έχει κανείς. Τους υποψήφιους τους σταχυολογούσαν μεταξύ εκείνων που ξεχώριζαν για τις επιδόσεις τους στα σχολικά μαθήματα και για τη δράση τους στις κομμουνιστικές νεολαίες. Μορφώνονταν στη Διπλωματική Ακαδημία του υπουργείου (έτος ίδρυσης 1934) ή στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (έτος ίδρυσης 1944) και είχαν εξαιρετική γνώση ξένων γλωσσών, πράγμα σπανιότατο στα άλλα υπουργεία.
Η πρόσβαση στον έξω κόσμο αποτελούσε σίγουρα μεγάλο δέλεαρ. Ίσως όμως όχι τόσο μεγάλο όσο η αίσθηση ότι μπορείς να διαδραματίσεις κεντρικό ρόλο, όχι μόνο για τη σοβιετική πατρίδα, η οποία ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τη Ρωσία, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Διότι, τότε ακόμα πίστευαν ότι η τύχη της παγκόσμιας επανάστασης εξαρτιόταν από τη Μόσχα. Πώς, λοιπόν, να μη νοσταλγεί ένας διπλωμάτης το διεθνές στάτους της Ρωσίας την εποχή εκείνη, έχοντας υποφέρει τόσο καιρό από σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην Ευρώπη ;
Παρόλο που το βάρος της κληρονομιάς εκείνου του αρχιτεκτονήματος της σταλινικής περιόδου συνέβαλε αναμφίβολα στην ανάπτυξη ρωσοφοβικών αντανακλαστικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν ενόχλησε, ωστόσο, την εγχώρια φιλοδυτική ελίτ που έβλεπε ευνοϊκά τη διάλυση της σοβιετικής εξουσίας. Τη στιγμή που ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραιτούνταν από τη θέση του προέδρου της ΕΣΣΔ και παρέδιδε τον φάκελο με τα πυρηνικά στον Μπόρις Γέλτσιν, στις 25 Δεκεμβρίου του 1991, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Αντρέι Κοζίρεφ, είχε ήδη εγκατασταθεί μαζί με τους συνεργάτες του στον ουρανοξύστη της πλατείας Σμολένσκ. Με ένα διάταγμα που υπεγράφη στις 18 Δεκεμβρίου του 1991, η Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας αποκτούσε κυριαρχία επί του συνόλου των πρεσβειών και άλλων διπλωματικών αντιπροσωπειών της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό.
Οι Ρώσοι ιθύνοντες, αφού πρώτα έπαιξαν τον ρόλο του νεκροθάφτη της ΕΣΣΔ, αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου τη συνέχειά της στον τομέα της διπλωματίας. Την ίδια στιγμή, καθώς είχαν την επιθυμία να γίνουν δεκτοί στους κόλπους αυτού που ονόμαζαν « πολιτισμένο κόσμο », καθησύχαζαν τα υπουργεία Εξωτερικών της Δύσης διαβεβαιώνοντάς τα ότι η Ρωσία θα εκπλήρωνε όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις διεθνείς συμβάσεις, ιδίως εκείνες που αφορούσαν τους αφοπλισμούς.
Κάτι επίσης αξιοσημείωτο : με μια σύντομη προφορική ειδοποίηση προς τους επικεφαλής των διπλωματικών αποστολών στη Μόσχα, στις 2 Ιανουαρίου του 1992, ο υπουργός Κοζίρεφ ζήτησε από τις ξένες κυβερνήσεις να θεωρούν στο εξής τους σοβιετικούς διπλωμάτες που ήταν διαπιστευμένοι στις χώρες τους ως ανήκοντες στη Ρωσική Ομοσπονδία, φέρνοντας ξαφνικά σε εξαιρετικά άβολη θέση τους μη Ρώσους που εξακολουθούσαν να εργάζονται στις πρεσβείες και τα προξενεία της πρώην ΕΣΣΔ.
Στην αρχή, ο Κοζίρεφ επιθυμούσε να επισπεύσει την προσέγγιση με τη Δύση που είχε εγκαινιάσει ο Γκορμπατσόφ, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει λόγο για ενδεχόμενη ένταξη της Ρωσίας στον Οργανισμό Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) και να αρνηθεί την ύπαρξη και της παραμικρής, έστω, αντίφασης ανάμεσα στα συμφέροντας της Ρωσίας και σε εκείνα των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Μέσα σε ένα πλαίσιο άγριων περικοπών στον προϋπολογισμό, η αλλοτινή αίγλη των διπλωματικών υπηρεσιών μειώθηκε σημαντικά. Στο διάστημα 1991- 1993, η Ρωσία επέλεξε να κλείσει 36 πρεσβείες και προξενεία. Σε μια περίοδο όπου θα έπρεπε να ανοίξουν νέα παραρτήματα για τη διαχείριση των σχέσεων με τα νέα περιφερειακά κράτη που προέκυψαν από την πρώην σοβιετική αυτοκρατορία, το υπουργείο πάσχιζε να διατηρήσει ακόμα και τις υπάρχουσες θέσεις. Καθώς μάλιστα η γνώση ευρωπαϊκών γλωσσών είχε μεγάλη ζήτηση στις ξένες εταιρείες, πολλοί διπλωματικοί υπάλληλοι υπέκυψαν στις πολύ πιο δελεαστικές συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κι εγκατέλειψαν το καράβι.
Αν και ο ηττοπαθής χαρακτήρας τής υπερβολικά φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε ο υπουργός Εξωτερικών δεν συγκινούσε το διπλωματικό σώμα, οι διαδοχικές ταπεινώσεις που υπέστη η Ρωσία στη διεθνή σκηνή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 συνέχιζαν να αμαυρώνουν τη φήμη του επαγγέλματος. Στο μεταξύ, οι δυνάμεις που αυτοπροβάλλονταν ως οι πιο δημοκρατικές στην ιστορία της Ρωσίας είχαν παγιδευτεί σε μια ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας της τάξης του 40% σε σχέση με το 1990 και είχαν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία τους.
Ο διορισμός του Γεβγκένι Πριμακόφ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών, τον Ιανουάριο του 1996, σηματοδότησε μια αλλαγή πλεύσης απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του ΝΑΤΟ. Η λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα που είχε ως ειδικός επί του αραβικού κόσμου και διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων, μετρούσε σίγουρα περισσότερο από τον όψιμο ρόλο του ως επικεφαλής στη γενική διεύθυνση της πρώην KGB –θέση την οποία είχε δεχτεί κατόπιν έκκλησης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, τον Αύγουστο του 1991. Ωστόσο, το να αναλάβει το υπουργείο ένας πρώην αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών ήταν αρκετά βαρύ. Ο σεβασμός που επέβαλε ο Πριμακόφ με το κλασικό όραμα της ρεαλπολιτίκ και με το κάλεσμά του για την οικοδόμηση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του.
Ο Γέλτσιν, ωστόσο, ήταν πολύ καχύποπτος απέναντι στον υπουργό του για να αφήσει στα χέρια του λευκή επιταγή για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Όχι μόνο δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την προσέγγιση με τη Δύση, την οποία είχε τόσο πολύ προωθήσει ο ίδιος, αλλά, κυρίως, δεν έβλεπε με καλό μάτι τη συμπάθεια που απολάμβανε ο υπουργός του μεταξύ των αντιπάλων του για το γεγονός ότι άλλαξε τη γραμμή του προκατόχου του. Σε μια κίνηση δήθεν παραχώρησης προς την αντιπολίτευση, ο πρόεδρος διόρισε τον Πριμακόφ στη θέση του πρωθυπουργού, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1998. Τον έπαυσε, όμως, από τα καθήκοντά του λίγο αργότερα, στις 11 Μαΐου του 1999, προς μεγάλη ικανοποίηση των ολιγαρχών που δεν ασκούσαν κανένα έλεγχο στον Πριμακόφ, με πρώτο και καλύτερο τον Μπόρις Μπερεζόφσκι.
Αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση στο διπλωματικό σώμα με εκείνη της πρώτης περιόδου Γέλτσιν, το σκηνικό δείχνει αναμφίβολα λιγότερο σκοτεινό. Η άφιξη του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία σηματοδοτεί την έναρξη μιας εντυπωσιακής ανασυγκρότησης των κρατικών θεσμών, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην επαναφορά του ενεργειακού τομέα στα χέρια του κράτους και στη θεαματική άνοδο στην τιμή των υδρογονανθράκων. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν και στην εξωτερική πολιτική.
Έγιναν συγκεκριμένες προσπάθειες προκειμένου το σώμα να επανακτήσει το κύρος του, όπως μαρτυρά η απόφαση που ελήφθη το 2002 για τη θέσπιση μιας « ημέρας των διπλωματών », η ημερομηνία της οποίας, 10 Φεβρουαρίου, συμπίπτει με την πρώτη φορά που έγινε μνεία στο « παράρτημα των πρεσβειών », δημιούργημα του Ιβάν του Τρομερού εν έτει 1569. Οι αναφορές στο παρελθόν και στην ιστορία των κρατικών λειτουργών γνώρισαν σημαντική ενίσχυση. Η επαναφορά διαφόρων συμβόλων δεν περιορίζεται μόνο στην κομμουνιστική περίοδο, αλλά αντλεί πολλά στοιχεία και από το ένδοξο τσαρικό παρελθόν.
Εξυπακούεται ότι οι δραστηριότητες του υπουργείου Εξωτερικών παρέμειναν υπό τον αυστηρό έλεγχο της εξουσίας του προέδρου. Αντίθετα, η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ προέδρου και διπλωματικού σώματος έδωσε τη θέση της σε μια μορφή συμβίωσης. Αυτή γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή μετά την άφιξη του εν ενεργεία υπουργού Σεργκέι Λαβρόφ, στις 9 Μαρτίου του 2004. Ο παλαίμαχος διπλωμάτης κατείχε για δέκα χρόνια το πόστο του πρέσβη της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη.
Η συμβίωση αυτή βασίζεται σε μια νοσταλγία για τη σοβιετική υπεροχή και σε μια βαθιά απογοήτευση απέναντι στη Δύση. Η ρωσική διπλωματία αναγνωρίζει ότι η μεσσιανική εποχή του σοβιετικού καθεστώτος έχει περάσει ανεπιστρεπτί και αρκείται στο να ονειρεύεται μια σλαβόφιλη πολιτισμική αναγέννηση με το βλέμμα στραμμένο ταυτόχρονα προς την Ευρασία. Όμως, όσο κι αν η μετασοβιετική Ρωσία το έχει πάρει απόφαση ότι δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι κρατά στα χέρια της το μέλλον της ανθρωπότητας, δεν δέχεται παράλληλα να μην κάνουν το ίδιο και οι ΗΠΑ. Η καταδίκη της αμερικανικής ιδιαιτερότητας την οποία υπέγραψε ο Πούτιν στους New York Times [1] αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή τόσο στη Μόσχα όσο και στην Ουάσινγκτον –στην κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Όσο αυτή η ιδιαιτερότητα δεν φεύγει από τη μέση, η αντίσταση απέναντι στο σημερινό μονοπολικό παγκόσμιο σύστημα θα δίνει έναυσμα για μια πιο δραστήρια πολιτική στα διεθνή φόρουμ, στα οποία μπορεί η Ρωσία να κερδίσει ερείσματα.
Η σκέψη πηγαίνει βέβαια αμέσως στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, ο οποίος απαιτεί να μην παραταθεί η παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ασία πέραν της αποστολής τους στο Αφγανιστάν, αλλά και στην ομάδα των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), η οποία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να περιοριστεί ο ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου νομισματικού κανόνα.
Πιο πρόσφατα, στη σύνοδο της G20 τον Σεπτέμβριο του 2013 στην Αγία Πετρούπολη, είδαμε τη Ρωσία να ηγείται ενός ευρύτατου κινήματος που ήταν αντίθετο σε μια μονόπλευρη αμερικανική εισβολή στη Μέση Ανατολή. Στον σταλινικού τύπου ουρανοξύστη της πλατείας Σμολένσκ, η διμερής ρωσοαμερικανική συμφωνία για τη διάλυση του χημικού οπλοστασίου της Συρίας απαλύνει κάπως τη νοσταλγία του διπλωματικού σώματος της Ρωσίας.

Notes
[1] « A plea for caution from Russia : what Putin has to say to Americans about Syria », The New York Times, 11-9-13.