Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Το πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για τον πλανήτη φόβο


Ο πλανήτης φόβος
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Πριν αρχίσει να προβάλλεται η σκηνή του τρόμου η εκφωνήτρια των ειδήσεων προειδοποιούσε το κοινό για το αποτρόπαιον του θεάματος.
Οι «άνθρωποι σκιές» που κινούνται χωρίς πρόσωπο μες στο ημίφως του έρημου δρόμου και πυροβολούν στο ψαχνό αντενδείκνυνται για όσους δεν αντέχουν τις έντονες συγκινήσεις. Ειδικά όταν είσαι βυθισμένος στον καναπέ σου, στην εκπνοή της ημέρας και οι αντιστάσεις είναι προγραμματισμένες για να υποστούν, στη χειρότερη περίπτωση, τα νεύρα της συζύγου ή του συζύγου, αντιστοίχως.
Η τηλεόραση δεν είναι κινηματογράφος, οι ειδήσεις όσο κι αν μοιάζουν με ταινία παραμένουν ειδήσεις και δεν δικαιούσαι να περιμένεις τους τίτλους τέλους για να δεις ποιος ήταν αυτός που έπαιζε τον κακό και δεν μπορείς να θυμηθείς το όνομά του. Το ξέρεις πως η σκηνή της δολοφονίας στο Νέο Ηράκλειο δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο στο έργο που λέγεται «πραγματική ζωή» και δεν έχει τέλος. Ως εκ τούτου ο σοφός σκηνοθέτης επαναλάμβανε το βίντεο και δύο και τρεις φορές, ώσπου να εμπεδώσεις από πού βγήκε η μοτοσικλέτα, πόσο κούτσαινε ο δράστης και ποιος έκανε την ομάδα υποστήριξης. Σε ένα κανάλι μέτρησα μισή ώρα με το ρολόι, κατά τη διάρκεια της οποίας προβλήθηκε, ούτε κι εγώ ξέρω πόσες φορές, η σκηνή, άλλοτε στο φόντο κι άλλοτε σε πρώτο πλάνο, για χάρη της αναλυτικής δεξιότητας των παρουσιαστών. Μισή ώρα, στο πέρας της οποίας η ανάλυση έφυγε με ελαφρά πηδηματάκια προς την περιοχή του φόρου ακινήτων. Ο ένας τρόμος έδωσε τη θέση του στον άλλο τρόμο. Αυτά έχει η ζωή στον πλανήτη φόβο - απλή συνωνυμία με τον μεγαλύτερο εκ των δορυφόρων του Αρη.
Κάποτε, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, η πολιτική και οι πολιτικοί της δικαιολογούσαν το κόστος της κοινωνικής τους λειτουργίας επειδή έδιναν στην κοινωνία τα μέσα για να διαχειρισθεί την ανασφάλεια και τον φόβο της. Από αρχαιοτάτων χρόνων, που λένε, πριν ακόμη ο Αριστοτέλης ορίσει το άτριχο δίποδο ως «πολιτικό ον». Στη γέννησή της η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είχε να αντιμετωπίσει τον φόβο της υποτροπής στο καθεστώς της δικτατορίας και της απειλής απώλειας εθνικού εδάφους. Η πολιτεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή τούς διαχειρίστηκε και τους δύο με επάρκεια.
Η Ευρώπη παρείχε ένα πρώτης τάξεως ψυχολογικό καταφύγιο, αρκετά ευρύ και αρκούντως γενναιόδωρο ώστε να χωράει και τους αταβιστικούς φόβους της μικρής θερμόαιμης Ελλάδας. Αυτούς τους αταβιστικούς φόβους που ήταν πολύ βαθιά ριζωμένοι στο υποσυνείδητο τους αξιοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου η θητεία έχει πολλά χαρακτηριστικά συλλογικής ψυχανάλυσης. Η «αριστερά» και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις δεν είχαν κανέναν λόγο πια να φοβούνται τη «δεξιά», εκτός από τις παραμονές των εκλογών όπου τα φαντάσματα έβγαιναν στον δρόμο. Υπήρχε και η ιδεολογία, βέβαια, οι οικογενειακές καταβολές, οι νεκροί και οι χαμένοι του εμφυλίου του οποίου ώς τη δεκαετία του ογδόντα οι μνήμες ήταν ζωντανές. Οι λεγόμενες μεσαίες τάξεις ήταν χωρισμένες σε δύο ομάδες. Η δεξιά φοβόταν την αριστερά και η αριστερά φοβόταν τη δεξιά. Αν μη τι άλλο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην ψυχανάλυση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι βοήθησε την ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει αυτούς τους φόβους, αξιοποιώντας τους δι’ ίδιον όφελος και με σημαντικές παράπλευρες απώλειες, ιδιαίτερα στον τομέα της κοινωνικής παιδείας. Εκτοτε περνούσαν τα παλιά σύνορα με μεγάλη ευκολία, πότε ψήφιζαν τους μεν, πότε τους δε, ανάλογα με τις αποστάσεις που έπαιρναν από το παρελθόν, οι οποίες αποστάσεις επέτρεπαν και τη δημιουργία της προοπτικής για το μέλλον.
Σήμερα ακούγεται λίγο σαν παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ αυτήν τη χώρα με την κοινοτοπία της ανασφάλειας και το κράτος του φόβου ριζωμένα στην καθημερινότητα, με τις ήττες που σου παρέχει γενναιόδωρα η ελληνική ζωή, η πολιτική ευδοκιμούσε γιατί υποσχόταν ένα μέλλον με λιγότερες κακοτεχνίες από το παρελθόν. Οι μεσαίες τάξεις αντιδρούσαν σαν τον σκύλο του Παβλόφ: η οικονομική ευμάρεια υποσχόταν λιγότερη ανασφάλεια και φόβους και η οικονομική ευμάρεια εξαρτιόταν από τους πολιτικούς. Ολα τα υπόλοιπα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, παιδεία, περίθαλψη, αστικό περιβάλλον, προστασία του τόπου από την υπερήφανη αυθαιρεσία των κατοίκων του. Οι μεσαίες τάξεις πόνταραν ό,τι είχαν και δεν είχαν στους πολιτικούς τους και έχασαν.
Φόβος των μεταναστών, αλλά φόβος του διπλανού, φόβος του εφοριακού και φόβος του γιατρού, και πάνω απ’ όλα φόβος του μέλλοντος. Φοβάσαι τη Χρυσή Αυγή όπως φοβάσαι και τους μπαχαλάκηδες. Φοβάσαι, για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο, το μέλλον. Φτάσαμε στο τέλος της βασικής ιδέας του προοδευτισμού, ότι ο κόσμος είναι καταδικασμένος να βελτιώνεται και να πηγαίνει μπροστά αενάως; «Η φιλοσοφία είναι εκπαίδευση θανάτου», έλεγε ο πάντα καίριος Μονταίνιος. Κι ακόμη καλύτερα τα έλεγαν οι τραγικοί: η ζωή είναι παιδεία των ορίων.