Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Ανάλυση του Foreign Affairs για το μέλλον των ελληνικών τραπεζών



Το μέλλον των ελληνικών τραπεζών
Γιατί γονάτισαν, πώς αναβιώνουν
By Γιάννης Παπαδογιάννης
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στις 10 Νοεμβρίου του 1929, περίπου δύο εβδομάδες μετά τη Μαύρη Πέμπτη και την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, η Οικονομική Εταιρεία τού Χάρβαρντ υπογράμμιζε με βεβαιότητα ότι μια σοβαρή ύφεση παρόμοια με αυτή του 1920-1921 ήταν εκτός φάσματος πιθανοτήτων.
Κανείς δεν γνωρίζει, πέρα από κάποιους ιστορικούς των οικονομικών, το τι είχε γίνει το 1920-1921, ωστόσο οι πάντες γνωρίζουμε για την καταστροφή της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, αυτό που οι ειδικοί της εποχής θεωρούσαν απίθανο να συμβεί!
Περίπου 80 χρόνια μετά, οι επιτελείς των εγχώριων τραπεζών θεωρούσαν ότι το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας και της μη πληρωμής των ομολόγων βρισκόταν εκτός φάσματος πιθανοτήτων. Το σκεπτικό τους ήταν απλό και πολύ λογικό: η χρεοκοπία μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης θα απελευθέρωνε ανεξέλεγκτες, καταστροφικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στην κατεδάφιση της ευρωζώνης. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, η Ελλάδα δεν θα γίνει η Lehman Brothers της Ευρώπης, διαβεβαίωναν.
Το «εκτός φάσματος πιθανοτήτων γεγονός» άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά ως πιθανό ενδεχόμενο το καλοκαίρι του 2011. Όπως δήλωσε εκπρόσωπος του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών τον Ιούνιο, έως τις 3 Ιουλίου θα είχε σχηματιστεί η εικόνα για το μέγεθος της πιθανής συμμετοχής των ιδιωτών στην προσπάθεια ανακούφισης της Ελλάδας από το υψηλό δημόσιο χρέος. «Είμαστε βέβαιοι ότι ο ιδιωτικός τομέας θα αναλάβει τις ευθύνες του» δήλωσε. Κάπως έτσι το «αδιανόητο», η συμμετοχή ιδιωτών στην αναδιάρθρωση χρέους κράτους-μέλους της ευρωζώνης, έπαψε να είναι αδιανόητο.
Σε έκθεση της Fitch, τον Ιούλιο του 2011, υπογραμμιζόταν ότι: «Μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας και η δημοσιονομική κρίση που πλήττει την Ευρωζώνη δεσπόζουν ως απειλές για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και του κρατικού δημόσιου χρέους». Μετά από όλα αυτά, τα στελέχη των τραπεζών μετατόπισαν τη συζήτηση από το γιατί είναι αδύνατη η συμμετοχή ιδιωτών σε αναδιάρθρωση χρέους, στο πώς να γίνει αυτό χωρίς να προκαλέσει «πιστωτικό γεγονός» και την ανάγκη οι ζημιές στο τραπεζικό σύστημα να είναι περιορισμένες.
Εν τέλει, το αδιανόητο έγινε πραγματικότητα. Τους επόμενους μήνες οι πάντες συζητούσαν για το ποιο πρέπει να είναι το ύψος του «κουρέματος» για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Η συμμετοχή τού ιδιωτικού τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αποτέλεσε ένα ασήκωτο βαρίδι που οδήγησε τις εγχώριες τράπεζες στην άβυσσο.
ΤΟ PSI
Στη Σύνοδο Κορυφής τής 21ης Ιουλίου 2011 αποφασίστηκε η συμμετοχή, σε εθελοντική βάση, των ιδιωτών δανειστών (Private Sector Involvement ή PSI) στην προσπάθεια μείωσης των δανειακών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου για την περίοδο 2011-2020. Το PSI θα αφορούσε ιδιώτες δανειστές του ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν ομόλογα 135 δισ. ευρώ, οι οποίοι, μέσω του προγράμματος ανταλλαγής, θα βαρύνονταν με απώλειες περίπου 21% επί της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους. Το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές ζημιές για τις ελληνικές τράπεζες, ωστόσο το μέγεθος των απωλειών θεωρείτο αντιμετωπίσιμο.
Όμως, το PSI του καλοκαιριού δεν υλοποιήθηκε, καθώς πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε ότι δεν ήταν αρκετό για να ανακουφίσει ουσιαστικά το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Έτσι, πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι των αποφάσεων του Ιουλίου, οι πάντες συζητούσαν ότι το «κούρεμα» θα πρέπει να φτάσει το 50% ή ακόμα και το 60% για να επιτευχθούν οι στόχοι για τη μείωση του ελληνικού χρέους. Τρεις μήνες μετά, η Σύνοδος Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011 αποφάσισε η μείωση, δηλαδή το «κούρεμα», να ανέλθει στο 50% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονταν στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα. Το PSI Plus ήταν γεγονός.
Το PSI Plus έλαβε την τελική έγκριση, μετά από τέσσερις μήνες καθυστέρηση, στις 20 Φεβρουαρίου 2012, αφού όμως το «κούρεμα» για τον ιδιωτικό τομέα διευρύνθηκε περαιτέρω φτάνοντας το 53,5%. Επίσης αποφασίστηκε στο πλαίσιο του PSI να «κουρευτούν» και δάνεια που είχαν χορηγήσει οι εγχώριες τράπεζες σε ΔΕΚΟ. Στις 9 Μαρτίου το πρόγραμμα ανταλλαγής ολοκληρώθηκε με επιτυχία, καθώς στην πράξη υποχρεώθηκαν σε συμμετοχή (με την ενεργοποίηση σχετικών ρητρών συμμετοχής) το 95,7% των ιδιωτών κατόχων ελληνικών ομολόγων: Κυρίως εγχώριες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες επενδυτές.
Το νέο διευρυμένο PSI προκάλεσε την αφαίμαξη της κεφαλαιακής βάσης των εγχώριων τραπεζών. Ένα ακόμη μεγάλο βαρίδι, που οδήγησε τις τράπεζες ακόμα πιο βαθιά στα κρύα νερά της αβύσσου, ήταν η διαγνωστική μελέτη της BlackRock. Η αμερικανική εταιρεία, αφού εξέτασε τα χαρτοφυλάκια δανείων των εμπορικών τραπεζών και με βάση κάποιες παραδοχές για την πορεία της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, εκτίμησε το ύψος των ζημιών που θα βαρύνει, σε βάθος χρόνου, κάθε τράπεζα εξαιτίας τής αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της ύφεσης. Τις ζημιές αυτές οι τράπεζες θα έπρεπε να τις καλύψουν ενισχύοντας αντίστοιχα τα κεφάλαιά τους.
Εν τέλει, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επιβαρύνθηκε με ζημιές ύψους 45,3 δισ. ευρώ λόγω του «κουρέματος» των ομολόγων δημοσίου και των δανείων σε κρατικές επιχειρήσεις και 45 δισ. ευρώ από τις (αναμενόμενες) ζημιές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Περισσότερο από το ήμισυ (55%) των ζημιών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καλυπτόταν από προβλέψεις που είχαν διενεργήσει οι τράπεζες.
Το σύνολο σχεδόν των εγχώριων τραπεζών όχι μόνο έχασαν τα κεφάλαιά τους αλλά βρέθηκαν με αρνητικά κεφάλαια, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία του κλάδου. Οι ελληνικές τράπεζες είχαν χάσει τα πάντα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα για να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθεί με νέα κεφάλαια ύψους 40,5 δισ. ευρώ.
Η ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ
Ακόμα και μετά το PSI Plus και τις μεγάλες απώλειες λόγω BlackRock, οι διοικήσεις των τραπεζών και οι μέτοχοι διατηρούσαν κάποιες ελπίδες ότι θα μπορέσουν να διασώσουν τις περιουσίες τους.
Οι τράπεζες ήλπιζαν σε σειρά τεχνικών βελτιώσεων (φορολογικών, εποπτικών, λογιστικών κ.ά.) που θα μείωναν το ύψος των ζημιών, καθώς και σε ισχυρά κίνητρα, στο πλαίσιο του νόμου για την ανακεφαλαιοποίηση, για τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στο εγχείρημα. Οι διοικήσεις των τραπεζών πίστευαν ότι ΕΕ και ΔΝΤ, για να αποφύγουν τον κίνδυνο το τραπεζικό σύστημα να βρεθεί σχεδόν καθ’ ολοκληρία στον έλεγχο του δημόσιου τομέα, τελικά θα προέκριναν ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης που θα ήταν ευνοϊκό για τους μετόχους των τραπεζών. Άλλωστε, όπως τόνιζαν, σε αντίθεση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν ήταν υπεύθυνος για τη χρεοκοπία ο τραπεζικός τομέας.
Όμως, οι 18 μήνες που προηγήθηκαν της ανακεφαλαιοποίησης, από το τέλος του 2011 μέχρι την άνοιξη του 2013, δεν έφεραν τίποτε άλλο εκτός από απογοήτευση, διαψεύδοντας, τη μια μετά την άλλη, όλες τις ελπίδες των διοικήσεων και των μετόχων των τραπεζών για μια λύση-σωτηρία.
Αρχικά, οι διοικήσεις των τραπεζών ήλπιζαν ότι το ύψος του «κουρέματος» θα ήταν πιο κοντά στο αρχικό σχέδιο (21%) και όχι στο 50%. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, καθώς η επιβάρυνση ξεπέρασε το 50%. Επιπλέον, ήλπιζαν ότι θα υπάρξει μια ειδική μέριμνα για τις ελληνικές τράπεζες, δηλαδή να μετέχουν εν μέρει στο πρόγραμμα ανταλλαγής, ώστε να περιοριστούν οι ζημιές τους. Ούτε αυτό έγινε.
Με το PSI Plus οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν με κούρεμα 53,5% στην ονομαστική αξία των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους, ενώ το υπόλοιπο 46,5% καλύφθηκε με νέους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου και ευρωπαϊκά ομόλογα. Αμέσως μετά την ανταλλαγή, με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε περιδίνηση και την αβεβαιότητα να κυριαρχεί, οι τιμές των νέων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του PSI, σημείωσαν κάθετη πτώση στη δευτερογενή αγορά. Έτσι, ομόλογο αξίας 100 ευρώ βρέθηκε να διαπραγματεύεται το καλοκαίρι του 2012 στο 20%, ακόμα και στο 15% της ονομαστικής του αξίας. Αυτό δημιούργησε ένα νέο σοβαρό πρόβλημα: σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές οι τράπεζες έπρεπε να απεικονίσουν τα ομόλογα σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή, να λογιστικοποιήσουν νέες μεγάλες ζημιές, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τις κεφαλαιακές τους ανάγκες.
Οι τράπεζες ζήτησαν από τις ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές να τους επιτραπεί να αποτιμήσουν τα ομόλογα στην ονομαστική τους αξία, ώστε να αποφύγουν τη διεύρυνση των ζημιών. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό. Στη συνέχεια οι τράπεζες, με επιχείρημα τη διατήρηση της κεφαλαιακής τους βάσης, πρότειναν να ανταλλαγούν τα ελληνικά ομόλογα με ευρωπαϊκούς τίτλους. Ούτε αυτή η πρόταση έγινε δεκτή. Οι τράπεζες αντιπρότειναν ένας ευρωπαϊκός οργανισμός υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης να εγγυηθεί τα ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους ώστε να μπορέσουν να τα αποτιμήσουν στην αρχική τους αξία. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. Η αποτίμηση των ομολόγων σε τρέχουσες τιμές είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των τραπεζών με πρόσθετες ζημιές ύψους σχεδόν 10 δισ. ευρώ.
Έτσι, το πραγματικό «κούρεμα» με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι τράπεζες προσέγγισε το 73,4%.
Ακόμα και έτσι, όμως, οι τράπεζες είχαν μια ελπίδα ότι στο μέλλον, εφόσον η οικονομική κατάσταση σταθεροποιείτο και η χώρα έβγαινε από το τούνελ της ύφεσης, οι τιμές των ομολόγων θα ανέκαμπταν και οι τράπεζες θα ανακτούσαν τις απώλειες. Κάθε άνοδος της τιμής των ομολόγων θα δημιουργούσε κέρδη για την τράπεζα, κάτι που μπορεί να αποτελούσε δέλεαρ για τους επενδυτές. Όμως, και αυτή η ελπίδα έσβησε γρήγορα. Το χειμώνα του 2012 αποφασίστηκε η υλοποίηση ενός «εθελοντικού» προγράμματος επαναγοράς των ελληνικών ομολόγων στο οποίο υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν οι τράπεζες. Με την επαναγορά, το ελληνικό Δημόσιο «αγόρασε» τα ομόλογα που είχε εκδώσει λίγους μήνες πριν στο πλαίσιο του PSI Plus με ονομαστική αξία 100 στην τιμή περίπου των 35. Δηλαδή με μια έκπτωση 65%. Αρχικά οι διοικήσεις των τραπεζών αντέδρασαν με οργή απειλώντας ότι δεν θα συμμετάσχουν στην επαναγορά, ωστόσο στην πράξη δεν είχαν καμία δυνατότητα αντίδρασης. Κατόπιν, ήλπιζαν (όπως και στο PSI) ότι θα είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην επαναγορά μερικώς, διαθέτοντας μέρος μόνο των ομολόγων τους.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 2012 οι τράπεζες είχαν προσφέρει στο ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο της επαναγοράς το σύνολο των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Έτσι το διευρυμένο κούρεμα του 74,3% μετατράπηκε σε μόνιμο και οριστικό. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η οικονομική καταστροφή των τραπεζών. Οι τράπεζες έχασαν σχεδόν το σύνολο των κεφαλαίων που είχαν τοποθετήσει σε ελληνικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα κεφάλαια των μετόχων. Με εξαίρεση την Alpha Bank, οι υπόλοιπες μεγάλες τράπεζες βρέθηκαν με αρνητικά κεφάλαια ύψους 4,85 δισ. ευρώ.
Μέχρι την τελευταία στιγμή οι διοικήσεις των τραπεζών συνέχισαν να ελπίζουν στο θαύμα: σε φορολογικές και εποπτικές διευκολύνσεις που θα μείωναν τις επιπτώσεις, σε αλλαγές του νόμου της ανακεφαλαιοποίησης, στην υλοποίηση δύο αυξήσεων κεφαλαίου (όπου το Δημόσιο θα κάλυπτε τις αρνητικές καθαρές θέσεις και εν συνεχεία οι ιδιώτες θα κάλυπταν τη συμμετοχή τους), σε χρονική μετάθεση της ανακεφαλαιοποίησης κ.ά.
Οι τελευταίες αυτές ελπίδες χάθηκαν τον Μάρτιο του 2013, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος απέστειλε επιστολή στις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών με την οποία ζητούσε να επιταχύνουν τις διαδικασίες για την ολοκλήρωση της τελευταίας φάσης της ανακεφαλαιοποίησης. Μέχρι το τέλος Απριλίου θα έπρεπε όλες οι τράπεζες να έχουν λάβει όλες τις σχετικές αποφάσεις και να ορίσουν τους όρους των αυξήσεων, ενώ μέχρι τα μέσα Ιουνίου θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι αυξήσεις κεφαλαίου. Την τελευταία ημέρα του Απριλίου, την Τρίτη 30 Απριλίου, και η Eurobank –η τελευταία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες– αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης.
ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Η χρήση του 2011 έκλεισε, για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, με ζημιές 28,3 δισ. ευρώ, ενώ το 2012 οι ζημιές τους ανήλθαν στο επίπεδο των 5,3 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα άνευ προηγουμένου αρνητικό ρεκόρ. Οι συνολικές απώλειες τη διετία 2011-2012 ξεπέρασαν τα 33 δισ. ευρώ, σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερες από τα κέρδη, ύψους 18 δισ. ευρώ, που είχαν αποκομίσει στη δεκαετία 2001-2010. Στην κλίμακα αυτή, τα υπερκέρδη του 2007, που με τόσο ενθουσιασμό προβλήθηκαν τις ημέρες εκείνες, θυμίζουν σήμερα μια ασήμαντη παρένθεση.
Πριν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, τα κεφάλαια των μετόχων των τραπεζών, στο τέλος του 2010, διαμορφώνονταν στα 25 δισ. ευρώ. Δύο χρόνια μετά, στο τέλος του 2012, οι μεγάλες τράπεζες βρίσκονταν με αρνητική καθαρή θέση, σε επίπεδο ομίλου, ύψους 4,1 δισ. ευρώ! Με άλλα λόγια, αν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες πωλούσαν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όχι απλά δεν θα εξασφάλιζαν ούτε 1 ευρώ για τους μετόχους, αλλά στην πραγματικότητα θα βρίσκονταν να χρωστούν επιπλέον σχεδόν 4 δισ. ευρώ!
Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ
Το PSI Plus σε συνδυασμό με τις απώλειες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια οδήγησαν στον αφανισμό του συνόλου των κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Μετά από αυτό δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική λύση πέραν της άμεσης αναπλήρωσης των αναγκαίων κεφαλαίων.
Για την κεφαλαιακή ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος έχουν προβλεφθεί συνολικά κεφάλαια ύψους 50 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των 14 εγχώριων εμπορικών τραπεζών χρειάζονται 40,5 δισ. ευρώ, ενώ οι ανάγκες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών –Εθνική, Eurobank, Alpha και Πειραιώς– διαμορφώνονται στα 27,5 δισ. ευρώ. Περίπου 4,5 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την αναδιάρθρωση προβληματικών τραπεζών και την αντιμετώπιση των προβλημάτων των συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ ποσό 5 δισ. ευρώ έχει προβλεφθεί να διατηρηθεί ως αποθεματικό που θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Σύμφωνα με το νόμο για την ανακεφαλαιοποίηση, οι συστημικές τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν πλήρως από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ακόμα και αν δεν συμβάλλουν στις αυξήσεις κεφαλαίου οι μέτοχοι. Οι μη συστημικές τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν από τους μετόχους τους – αν αποτύχουν, θα διαλυθούν και τα «υγιή κομμάτια» θα περάσουν στον έλεγχο των συστημικών τραπεζών. Έτσι, στην πράξη, από το πακέτο των 50 δισ. ευρώ τα 28 δισ. ευρώ θα διατεθούν για τις συστημικές τράπεζες (μείον την ιδιωτική συμμετοχή που θα επιτευχθεί) και τα υπόλοιπα 22 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την εξυγίανση των μη συστημικών και των συνεταιριστικών τραπεζών που δεν θα κατορθώσουν να ανακεφαλαιοποιηθούν από τους μετόχους τους.
Όπως έκριναν, αξιολογώντας μια σειρά εποπτικών και επιχειρηματικών κριτηρίων, οι ελληνικές αρχές και η τρόικα, η Εθνική Τράπεζα, η Eurobank, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς αποτελούν συστημικές τράπεζες. Δηλαδή, η λειτουργία τους είναι ζωτική για την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Ο νόμος για την ανακεφαλαιοποίηση έδινε τη δυνατότητα στους μετόχους των συστημικών τραπεζών να διατηρήσουν τον έλεγχο μιας τράπεζας υπό την προϋπόθεση ότι θα καλύψουν τουλάχιστον το 10% των αυξήσεων κεφαλαίων ύψους 28 δισ. ευρώ (ή κάτι λιγότερο από 10% αν προχωρήσουν στην έκδοση μετατρέψιμων ομολόγων). Αν το επιτύχουν, θα λάβουν δικαιώματα (warrants) που θα τους δίνουν το δικαίωμα στο μέλλον να επαναγοράσουν τις μετοχές που θα αποκτήσει, στο πλαίσιο της αύξησης, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Για κάθε μετοχή που θα αποκτήσει ένας επενδυτής στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης θα λάβει το δικαίωμα αγοράς 9 μετοχών του Ταμείου. Αν τα δικαιώματα ασκηθούν, τότε οι επενδυτές θα εξαγοράσουν τις μετοχές του Ταμείου και θα ανακτήσουν τον πλήρη έλεγχο της τράπεζας. Έτσι, σε γενικές γραμμές, βάζοντας τα 2,8 δισ. ευρώ (10%) οι ιδιώτες μέτοχοι θα έχουν το δικαίωμα να αποπληρώσουν τη συμμετοχή του ΤΧΣ, ώστε να ανακτήσουν το 100% των μετοχών. Για να γίνει αυτό, οι ιδιώτες μέτοχοι θα πρέπει, εντός της επόμενης 5ετίας, να αποπληρώσουν περίπου 25,2 δισ. ευρώ, ποσό 6 φορές μεγαλύτερο από τα υπερκέρδη του 2007!
Αν τα δικαιώματα δεν ασκηθούν, τότε το Ταμείο μπορεί να πουλήσει ελεύθερα τις μετοχές του σε τρίτους. Επιπλέον των κεφαλαίων αυτών, οι μέτοχοι θα πρέπει να αποπληρώσουν, σε βάθος χρόνου, τις προνομιούχες μετοχές που έχουν εκδοθεί υπέρ του ελληνικού δημοσίου ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η συνολική κεφαλαιακή ενίσχυση που έλαβαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες φτάνει τα 33 δισ. ευρώ.
Στην περίπτωση που οι μέτοχοι δεν συγκεντρώσουν το 10% της ιδιωτικής συμμετοχής, τότε το σύνολο της αύξησης θα καλυφθεί από το ΤΧΣ μέσω της έκδοσης νέων μετοχών, οδηγώντας στον εκμηδενισμό τη συμμετοχής των παλαιών μετόχων. Στην πράξη, η τράπεζα θα περάσει στον απόλυτο έλεγχο του Ταμείου, καθώς αυτό θα ελέγχει περίπου το 98,5% των μετοχών της τράπεζας που θα ανακεφαλαιοποιηθεί χωρίς να επιτευχθεί ιδιωτική συμμετοχή. Δηλαδή, οι παλαιοί μέτοχοι από το 100% που είχαν στην κατοχή τους, μετά την ανακεφαλαιοποίηση θα περιοριστούν στο περίπου 1,5% του νέου αριθμού μετοχών.
Για την πώληση των συμμετοχών του ΤΧΣ δεν θα υπάρχει όριο τιμής, καθώς στόχος του ταμείου δεν είναι το κέρδος αλλά η αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και η γρήγορη επιστροφή τους στον ιδιωτικό τομέα. Παλαιότερη εκτίμηση της τρόικας προέβλεπε ότι, από το ποσό των 50 δισ. ευρώ που θα διατεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα ανακτηθούν περίπου 16 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις των ανακεφαλαιοποιημένων τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα. Ο λόγος της απόκλισης είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων της ανακεφαλαιοποίησης θα καλύψει τις ζημιές του PSI.
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η ανακεφαλαιοποίηση δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα μεταβατικό στάδιο. Είναι η διαδικασία που επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα από την άβυσσο της χρεοκοπίας στο φως της ζωής. Στις αρχές του 2012, εκτός από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, υπήρχαν ακόμα δέκα εμπορικές τράπεζες: Εμπορική, Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Millennium, Γενική, Αττικής, Probank, Νέα Proton, FBB και Πανελλήνια.
Ένα χρόνο μετά, η Εμπορική είχε περάσει στον έλεγχο της Alpha Bank, ενώ η Γενική, η Αγροτική και η Millennium πέρασαν στον έλεγχο της Τράπεζας Πειραιώς. Επίσης, η Τράπεζα Πειραιώς απορρόφησε το δίκτυο των κυπριακών τραπεζών (Κύπρου, Λαϊκή και Ελληνική) στην Ελλάδα μετά τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο. Ακόμη, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο διασπάστηκε σε «καλή» και «κακή» τράπεζα όπου η «κακή» τέθηκε σε εκκαθάριση, ενώ η καλή τράπεζα πέρασε στο ΤΧΣ.
Από τις υπόλοιπες μη συστημικές είναι αμφίβολο αν θα κατορθώσει κάποια να διατηρήσει την αυτονομία της. Όσες αποτύχουν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα κεφάλαια θα διασπαστούν σε «καλή» και «κακή» τράπεζα και το κακό κομμάτι θα τεθεί σε εκκαθάριση, ενώ το καλό θα πωληθεί είτε σε μια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είτε σε άλλον επενδυτή.
Το φθινόπωρο του 2012 ανακοινώθηκε η πρόθεση της Εθνικής Τράπεζας να συνενώσει τις δυνάμεις της με την Eurobank. Η διοίκηση της Εθνικής, αφού εξασφάλισε τη συμφωνία της οικογένειας Λάτση, κατέθεσε δημόσια πρόταση προς τους μετόχους της τράπεζας. Τον Φεβρουάριο του 2013 η πρόταση ολοκληρώθηκε και η Εθνική απέκτησε το 85% της Eurobank, ενώ λίγους μήνες μετά ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2013 κυβέρνηση και τρόικα ανακοίνωσαν την απόφαση να ανασταλούν οι διαδικασίες συγχώνευσης και εξήγγειλαν την ανακεφαλαιοποίηση των δύο τραπεζών ξεχωριστά. Ως βασική αιτία για την ακύρωση της συγχώνευσης αναφέρθηκε η αδυναμία του νέου σχήματος να εξασφαλίσει το 10% της ιδιωτικής συμμετοχής. Αναφέρθηκε ακόμα ότι η νέα τράπεζα θα ήταν υπερβολικά μεγάλη (με μέγεθος που προσεγγίζει το 40% της αγοράς), ενώ παράλληλα θα χανόταν ο ένας από τους συστημικούς πόλους. Με τη συγχώνευση Εθνικής-Eurobank, οι τέσσερις πόλοι μειώνονταν σε τρεις, με την Εθνική-Eurobank να είναι πολύ μεγάλη για να απορροφήσει και άλλες τράπεζες, την Τράπεζα Πειραιώς να έχει ήδη ενσωματώσει έξι τράπεζες, ενώ η Alpha Bank χαρακτηρίζεται ως συντηρητικός παίκτης που δεν επιθυμεί να ανοίγει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Με τη διατήρηση της αυτονομίας Εθνικής και Eurobank διευρύνονται οι δυνατότητες για την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αφού συγκεντρωθεί το σύνολο σχεδόν των εγχώριων τραπεζών κάτω από την ομπρέλα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, θα ακολουθήσει μια περίοδος εξυγίανσης και ανασυγκρότησης με τελικό στόχο το σύνολο του τραπεζικού συστήματος να επανέλθει σε ιδιωτικά χέρια. Όλο αυτό το διάστημα όλες οι τράπεζες, ακόμα και αυτές που θα κατορθώσουν να συγκεντρώσουν το 10% της ιδιωτικής συμμετοχής, θα βρίσκονται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του δημόσιου τομέα. Στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών θα μετέχουν εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου αλλά και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Επιπλέον, όλες οι δραστηριότητες των τραπεζών, καθώς και η υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης που είναι υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν, θα βρίσκονται υπό την εποπτεία ανεξάρτητων ελεγκτών (monitoring trustee), οι οποίοι θα ενημερώνουν την τρόικα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Στις 23 Απριλίου, η διοίκηση της Eurobank ανακοίνωσε την απόφασή της να μην επιδιώξει την επίτευξη της ιδιωτικής συμμετοχής τού 10%, προκρίνοντας την άμεση κάλυψη του συνόλου της αύξησης κεφαλαίου από το ΤΧΣ. Έτσι, στις 30 Απριλίου ήταν η πρώτη συστημική τράπεζα που ανακεφαλαιοποιήθηκε, περνώντας στον έλεγχο του ΤΧΣ. Το ΤΧΣ μετά την αύξηση κεφαλαίου απέκτησε το 98,66% ενώ οι «παλαιοί» μέτοχοι περιορίστηκαν στο 1,44%.
Αντίθετα, οι άλλες τρεις συστημικές τράπεζες -Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς- προχώρησαν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για την επίτευξη της αναγκαίας ιδιωτικής συμμετοχής και την διατήρηση της ιδιωτικής φυσιογνωμίας τους. Και οι τρεις στάθηκαν ιδιαίτερα τυχερές καθώς οι αυξήσεις πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο που υπήρξε σημαντική βελτίωση του κλίματος για την Ελλάδα. Το θετικό κλίμα για την χώρα αποτυπώθηκε στην επιτυχία των αυξήσεων κεφαλαίου, σημαντικό μέρος των οποίων καλύφθηκε από ξένους επενδυτές. Η Εθνική συγκέντρωσε από την αγορά κεφάλαια ύψους 1,078 δισ. ευρώ, η Alpha Bank συγκέντρωσε 550 εκατ. ευρώ ενώ, σύμφωνα με αναλυτές, η Τράπεζα Πειραιώς θα αντλήσει ποσό αισθητά υψηλότερα του 1 δισ. ευρώ. Έτσι, λόγω της συμμετοχής ιδιωτών στις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, αναμένεται να εξοικονομηθεί πόσο 2,5 έως 3 δισ. ευρώ από το πακέτο ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών. Ως εκ τούτου, το κεφαλαιακό απόθεμα που θα διατηρηθεί για περίπτωση ανάγκης από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διευρύνεται από 5 δισ. ευρώ (που είχαν προβλεφθεί στον αρχικό σχεδιασμό) σε 8 δισ. ευρώ.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Στελέχη τραπεζών χαρακτηρίζουν την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης ως ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός καθώς, όπως σημειώνουν, η αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών, θα επιτρέψει τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά και θα οδηγήσει στην ταχύτερη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές. Υπογραμμίζουν ότι η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, γεγονός που θα βοηθήσει την περαιτέρω επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες. Υπενθυμίζεται ότι από την κορύφωση της κρίσης τον περασμένο Ιούνιο οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί κατά 12% περίπου. Όπως σημειώνουν, η αποκατάσταση των συνθηκών ρευστότητας θα επιτρέψει τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν αξιόχρεα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά. Παράλληλα, με την ανακεφαλαιοποίηση οι τράπεζες αποκτούν και πάλι ισχυρή κεφαλαιακή βάση γεγονός που τους επιτρέπει να επιστρέψουν στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας. Σημειώνεται ότι η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά αποτελεί προϋπόθεση και για την επιστροφή και της χώρας στις διεθνείς αγορές, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι μακροοικονομικές εξελίξεις θα είναι θετικές.
Παρά τη διαδεδομένη αντίληψη ότι οι τράπεζες θα κρατικοποιηθούν ή θα εθνικοποιηθούν, στην πραγματικότητα η υπό εξέλιξη αναδιάρθρωση θα οδηγήσει, όταν οι κινήσεις ολοκληρωθούν, στην πλήρη αποχώρηση του ελληνικού Δημοσίου, ως μετόχου-τραπεζίτη, από το τραπεζικό σύστημα. Ήδη το Δημόσιο έχει αποχωρήσει από τις δύο μεγαλύτερες κρατικές τράπεζες, την ΑΤΕ, το υγιές κομμάτι της οποίας πέρασε σε ιδιωτικά χέρια, και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το υγιές τμήμα του οποίου βρίσκεται στον έλεγχο του ΤΧΣ και γρήγορα επίσης θα περάσει σε ιδιωτικά χέρια. Το ερώτημα δεν είναι αν το ΤΧΣ πρέπει να πουλήσει τις τράπεζες που θα ελέγχει, αλλά το πόσο γρήγορα πρέπει να γίνει αυτό. Το ΤΧΣ είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση όλων των συμμετοχών που θα αποκτήσει. Όπως αναφέραμε, οι συστημικές τράπεζες που θα εξασφαλίσουν την ιδιωτική συμμετοχή θα έχουν το δικαίωμα να εξαγοράσουν τη συμμετοχή του ΤΧΣ, ενώ το ταμείο δεν θα μπορεί για διάστημα 3 ετών να πουλήσει τα σχετικά δικαιώματά του σε τρίτους. Αν, όμως, μια τράπεζα δεν συγκεντρώσει την ιδιωτική συμμετοχή, όπως στην περίπτωση της Eurobank, το Ταμείο μπορεί από την επόμενη ημέρα της ανακεφαλαιοποίησης να αναζητά επενδυτές για την πώλησή της. Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση δεν είναι το πότε θα πωληθεί μια τράπεζα αλλά το αν θα υπάρξει ικανό ενδιαφέρον για να πραγματοποιηθεί μια τόσο μεγάλη συναλλαγή. Είναι πιθανό να απαιτηθεί σημαντικό χρονικό διάστημα προκειμένου να παγιωθεί η θετική τάση που σχηματίζεται, να αποκατασταθεί η «ορατότητα» για την πορεία της χώρας και του τραπεζικού συστήματος, ώστε να εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον για την εξαγορά μιας μεγάλης συστημικής τράπεζας.
Προς το παρόν δεν υπάρχει σοβαρό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών. Αντίθετα, στον νέο τραπεζικό χάρτη της χώρας περιορίζεται σημαντικά η παρουσία των ξένων τραπεζών. Δυστυχώς, η δημοσιονομική κρίση και η παρατεταμένη αβεβαιότητα οδήγησαν πολλές ξένες τράπεζες στην απόφαση να εγκαταλείψουν τη χώρα μας. Η Crédit Agricole μεταβίβασε την Εμπορική Τράπεζα στην Alpha Bank, η Société Générale τη Γενική στην Πειραιώς, ενώ ο πορτογαλικός όμιλος Millennium BCP μεταβίβασε τη θυγατρική της στην Ελλάδα στην Πειραιώς. Οι τρεις παραπάνω οργανισμοί είχαν πραγματοποιήσει τις μεγαλύτερες επενδύσεις που έγιναν ποτέ στη χώρα μας στον τραπεζικό τομέα.
Παράλληλα, μετά την κατάρρευση της Κύπρου, «ελληνοποιήθηκαν» μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο και οι τρεις κυπριακές τράπεζες που δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας (Τράπεζα Κύπρου, Cyprus Popular Bank και Ελληνική Τράπεζα). Άλλες τράπεζες, όπως η Citibank και η HSBC, περιόρισαν σημαντικά τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα. Έτσι, η επόμενη ημέρα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα είναι με πολύ λιγότερες ξένες τράπεζες.
Το μέγα ζητούμενο είναι η Ελλάδα να βρει το βηματισμό της, η οικονομία να σταθεροποιηθεί και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επιστροφή σε ανοδική πορεία. Για τις τράπεζες, μετά την εκρηκτική ανάπτυξη των προηγουμένων ετών, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συρρίκνωση. Οι τράπεζες θα κλείσουν καταστήματα, θα περιορίσουν προσωπικό, θα πουλήσουν κάποιες από τις τράπεζες που ελέγχουν στη ΝΑ Ευρώπη, θα συνεχίσουν να δίνουν δάνεια αλλά με μεγάλη προσοχή και πολλούς περιορισμούς. Τις πιέσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα εντείνουν οι τεχνολογικές εξελίξεις που οδηγούν σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών.
Η επόμενη ημέρα για τις τράπεζες εξαρτάται απόλυτα από την επόμενη ημέρα για τη χώρα και την οικονομία. Διότι, οικονομία και τράπεζες ή τράπεζες και οικονομία, είναι έννοιες απολύτως αλληλένδετες. Μόνο αν η χώρα επιστρέψει σε ανοδική πορεία θα μπορέσουν οι συστημικές τράπεζες που εξασφάλισαν την ιδιωτική συμμετοχή του 10% να αποπληρώσουν το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και οι μέτοχοι να ανακτήσουν τον έλεγχο της τράπεζάς τους. Αντίθετα, αν η οικονομία παραμείνει σε βαθιά ύφεση και το 2014, τότε είναι βέβαιο ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα σημειώσουν νέα μεγάλη αύξηση, ροκανίζοντας και τα νέα κεφάλαια που μπήκαν στο τραπεζικό σύστημα με την ανακεφαλαιοποίηση. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απαιτηθούν κι άλλα κεφάλαια για την στήριξη του τραπεζικού συστήματος.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, αυτό της γρήγορης επιστροφής της χώρας σε ανοδική πορεία, οι εγχώριες τράπεζες θα πρέπει να συμβιβαστούν σε μια χαμηλή «πτήση». Τα υπερκέρδη, η επιθετική επέκταση, οι εξαγορές και οι υψηλές αποδόσεις που χαρακτήρισαν τη δεκαετία του 2000 έχουν περάσει στην ιστορία. Θα χρειαστεί πολύ καιρός για να ξεχαστεί η περιπέτεια, να σβήσουν ο φόβος και οι δυσάρεστες αναμνήσεις, ώστε ένας νέος κύκλος αισιοδοξίας και επέκτασης να ξεκινήσει και πάλι για τις τράπεζες.

* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ είναι οικονομολόγος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, πιο πρόσφατα του βιβλίου «Το Άδοξο Τέλος - Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών», (Εκδόσεις Παπαδόπουλος). Το δοκίμιο αυτό έχει βασιστεί στο συγκεκριμένο βιβλίο.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.