Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Το πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για την πολιτισμική παθογένεια στο χώρο της παιδείας


Μαρία, Ανίσα, Βλαντισλάβ
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Τα ονόματα του τίτλου είναι τρία από τα έξι που προτάσσει η ΟΛΜΕ στην ανοιχτή επιστολή προς τους μαθητές. Τα υπόλοιπα είναι ο Γιάννης, ο Πέτρος, η Ελένη και η Ανίσα. Μπορεί να μην είναι όλα ελληνικά, είναι όμως όλα χριστιανικά.
Ο Μαχμούτ και ο Χασάν απουσιάζουν διότι και η πολιτική ορθότης έχει τα όριά της. Εδώ και ο κ. Τσίπρας φίλησε τον σταυρό του ιερέα στον αγιασμό του ΕΠΑΛ όπου παρέστη, για να δείξει αμέσως μετά στα παιδιά και στους απανταχού Ελληνες ότι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να έγινε, όμως δεν πρόδωσε τον εαυτό του. Η ομιλία του ήταν αντάξια του προέδρου του δεκαπενταμελούς που κάποτε υπήρξε. Στόχος της ανοιχτής επιστολής της ΟΛΜΕ είναι να πείσει τους μαθητές πως ο απεργιακός αγώνας των δασκάλων τους γίνεται για το συμφέρον τους, το οποίο ταυτίζεται με τη σωτηρία του δημόσιου σχολείου. Το ύφος και η επιχειρηματολογία του σχεδόν τετρασέλιδου κειμένου είναι μια επιτομή αυτής της ιδιαίτερης πολιτισμικής παθογένειας, η οποία υπονομεύει κάθε προσπάθεια σοβαρού δημόσιου διαλόγου για οποιοδήποτε θέμα, είτε είναι η πολεμική βιομηχανία, είτε η εκπαίδευση, είτε η ιατρική περίθαλψη, είτε η λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών, είτε το γεγονός ότι πέρασες με κόκκινο και διαπραγματεύεσαι με τον τροχονόμο που είχε την ατυχή έμπνευση να σε σταματήσει. Επιμένω στον όρο «πολιτισμική παθογένεια» και όχι πολιτική. Το ζήτημα δεν είναι το δίκαιο του αγώνα των καθηγητών, ούτε οι άτσαλες μεταρρυθμίσεις του υπουργείου, ούτε το κόστος της απεργίας. Το ζήτημα είναι ο τρόπος σκέψης δημόσιων λειτουργών οι οποίοι, εκ της θέσεώς των, συγκαταλέγονται, ή μάλλον θα έπρεπε να συγκαταλέγονται, στην αφρόκρεμα του είδους.
«Εχει περάσει πια αρκετός καιρός από τότε που αυτές οι μέρες του Σεπτέμβρη ήταν για όλους μας μια γλυκιά επιστροφή στο σχολείο, με τις ανταλλαγές των καλοκαιρινών εμπειριών, με τον σχεδιασμό και τις αποφάσεις για την καινούργια σχολική χρονιά, με την ανανέωση της υπόσχεσης πως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ζήσουμε όμορφα». Η ξύλινη γλώσσα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των πολιτικών. Θα μου πείτε, στα αγαπημένα τους παιδιά απευθύνονται, να μη βγάλουν και λίγο συναίσθημα; Τι να σκεφτεί όμως ο πονηρός αρθρογράφος; Μήπως ότι οι χειρονομίες του μελοδράματος κρύβουν κάτι άλλο απ’ αυτό που θέλουν να πουν;
Κι αυτό που λέει η τετρασέλιδη επιστολή είναι ότι μέχρι τώρα το δημόσιο σχολείο λειτουργούσε άψογα και τώρα «η κυβέρνηση προσπαθεί να ολοκληρώσει τη μετατροπή του σχολείου σ’ ένα εξεταστικό κάτεργο, ένα προπονητικό κέντρο εξετάσεων». Οχι, ούτε οι καθηγητές, ούτε τα αγαπητά τους παιδιά έχουν ακούσει τίποτε για φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα και λοιπές μαγγανείες της μέσης εκπαίδευσης. Και το μελό συνεχίζεται: «Θέλουν να τσακίσουν τη νιότη σου, ώστε αύριο να είσαι ένας υπάκουος υπάλληλος». Οχι, επ’ ουδενί, ποιος μίλησε για παπαγαλία και αποστήθιση; Το δημόσιο σχολείο, όπως λειτουργούσε ώς χθες, προήγε την κρίση, την αγάπη για γνώση. Κι ενώ τα έκανε όλα αυτά τώρα, λένε οι καθηγητές, «μας επιβάλλουν να αξιολογηθούμε, να μετατρέψουμε ό,τι αγαπάμε περισσότερο, τις σπουδές μας και την καλλιέργειά μας, τις ώρες των εκδρομών και των θεατρικών σε “χαρτιά” που θα γεμίσουν τον φάκελό μας». Ω, της φρίκης. Για να μη μακρηγορώ, μετά την επισήμανση του κινδύνου της μετανάστευσης, η επιστολή κλείνει με την πρόσκληση προς τους μαθητές: «Να γίνεις κι εσύ μέρος του τεράστιου λαϊκού ποταμιού που θα γεμίσει τους δρόμους της χώρας και θα νικήσει».
Σε αντίθεση με την υποκρισία, η υποκριτική είναι τέχνη. Κι η τέχνη της υποκριτικής, στις καλές της στιγμές, προάγει την ειλικρίνεια. Η πολιτισμική μας παθογένεια είναι ότι έχουμε υποβαθμίσει την υποκριτική σε σκέτη υποκρισία.