Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Άρθρο του Foreign Affairs για το καλύτερο υποθετικό σενάριο για τη Συρία


Το καλύτερο υποθετικό σενάριο για τη Συρία
Η κυβέρνηση Ομπάμα πρέπει να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά πλήγματα για να κερδίσει συνομιλίες
Gayle Tzemach Lemmon
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε ότι η χρήση των χημικών όπλων στη Συρία θα αποτελέσει την κόκκινη γραμμή, η οποία θα «άλλαζε τους υπολογισμούς μου, η οποία θα άλλαζε τον τρόπο που σκέφτομαι».
Η αποφασιστικότητά του δοκιμάστηκε για πρώτη φορά φέτος την άνοιξη, όταν, αφού ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ είχε πιθανόν χρησιμοποιήσει χημικά όπλα κατά των αντιπάλων του, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι θα παράσχει μικρά όπλα στους αντάρτες. Το απρόθυμο Κογκρέσο ανέχτηκε την παράδοση των όπλων, κάτι που φαινόταν να θέτει τέλος στο θέμα. Αλλά τώρα, η κυβέρνηση Ομπάμα, δοκιμάζεται για ακόμη μια φορά. Καθώς οι ενδείξεις πληθαίνουν ότι το καθεστώς Άσαντ ξεκίνησε μια μαζική επίθεση με χημικά όπλα την περασμένη εβδομάδα, ο Ομπάμα μπορεί είτε να δεσμευτεί πλήρως να εμπλακεί στην αιματηρή σύγκρουση ή να αποφασίσει να μείνει έξω από αυτήν οριστικά. Από ό,τι φαίνεται, η δεύτερη επιλογή δεν υπάρχει στο τραπέζι. Αλλά ακριβώς το πόσο μακριά θα μπορούσαν να φθάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ακόμα ασαφές.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, οι προεδρικοί σύμβουλοι Εθνικής Ασφαλείας συσκέπτονται μετά μανίας για να εξετάσουν πιθανές στρατιωτικές απαντήσεις στη χημική επίθεση. Την Παρασκευή, το αμερικανικό Πεντάγωνο επιβεβαίωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις Ναυτικού ήδη κινούνται πιο κοντά στις ακτές της Συρίας στην περίπτωση που ο Λευκός Οίκος αποφασίσει να χτυπήσει το καθεστώς Άσαντ με πυραύλους Tomahawk. Και τη Δευτέρα, ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι αποκάλεσε την «αδιάκριτη σφαγή των αμάχων» ως μια «ανήθικη αισχρότητα», και προειδοποίησε ότι «ο Ομπάμα πιστεύει ότι πρέπει να υπάρξει λογοδοσία για όσους θα χρησιμοποιούν τα πιο ειδεχθή όπλα τού κόσμου ενάντια στους πιο ευάλωτους ανθρώπους τού κόσμου». Λίγες στιγμές αργότερα, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζέι Κάρνεϊ σημείωσε ότι η κυβέρνηση «αναζητά τρόπους αντίδρασης» στις επιθέσεις με χημικά, οι οποίες είναι ένα «ξεχωριστό πρόβλημα που απαιτεί μια λύση».
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της στρατιωτικής επέμβασης είναι ήδη πολύ γνωστά. Από τη μια πλευρά, όπως έχουν υποστηρίξει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και άλλοι, η συμμετοχή των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποτρέψει την ήττα των ανταρτών, να παράσχει υποστήριξη σε μετριοπαθείς συμμάχους, να αποτρέψει την κατάρρευση του κράτους και να βοηθήσει να αποτραπεί μια προσφυγική κρίση. Από την άλλη, όπως και οι Αμερικανοί επικεφαλής του στρατού έχουν υπαινιχθεί σε επιστολές προς το Κογκρέσο, η παρέμβαση θα είναι δαπανηρή, ενδεχομένως αιματηρή και πιθανόν μάταιη - μια επανάληψη, θα μπορούσαμε να πούμε, του Ιράκ και του Αφγανιστάν, που μέχρι σήμερα δεν έχουν επιφέρει ούτε τη νίκη στις Ηνωμένες Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε την σταθερότητα στην περιοχή.
Μέχρι τώρα, βέβαια, η άποψη του Πενταγώνου – ότι η υπερβολική εμπλοκή στη σύγκρουση θα δημιουργήσει πρόβλημα στις Ηνωμένες Πολιτείες - έχει επικρατήσει. Όμως, η ισορροπία άρχισε να μετατοπίζεται στα μάτια του Ομπάμα, όταν μπήκαν στο παιχνίδι τα χημικά όπλα. Τον περασμένο Μάρτιο, είχαν έρθει στην επιφάνεια πληροφορίες ότι η συριακή κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει τέτοια όπλα σε μια επίθεση κοντά στη συριακή πόλη Χαλέπι. Τον Απρίλιο, ο Λευκός Οίκος απηύθυνε μια επιστολή προς το Κογκρέσο δηλώνοντας ότι «οι υπηρεσίες πληροφοριών αξιολογούν πληροφορίες διαφορετικής αξιοπιστίας που δείχνουν ότι το συριακό καθεστώς έχει χρησιμοποιήσει χημικά όπλα σε μικρή κλίμακα στη Συρία». Ο Λευκός Οίκος περίμενε λίγο περισσότερο, επικαλούμενος την ανάγκη για περισσότερες αποδείξεις, αλλά τελικά ενέκρινε την αποστολή όπλων στους αντάρτες. Αυτή η πολιτική αντίληψη για τα πράγματα δεν ικανοποιεί καμία πλευρά. Για όσους υποστηρίζουν μεγαλύτερη παρέμβαση, ή τουλάχιστον μια πιο δυναμική αντίδραση των ΗΠΑ, ήταν άλλο ένα σημάδι ότι η Αμερική αντιμετώπιζε τα πράγματα με πολιτική χαλαρότητα έναντι του καθεστώτος Άσαντ και των Ιρανών συμμάχων του, που δεν υφίστανται κανένα κόστος.
Αυτή τη φορά, το μέγεθος της πιθανολογούμενης επίθεσης και οι καταγεγραμμένες επιθέσεις στην ομάδα των επιθεωρητών του ΟΗΕ στη Συρία φαίνεται να οδήγησαν τον Ομπάμα να ενεργήσει πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά. Λέγεται ότι λίγες μέρες μετά τις εκκλήσεις του Λευκού Οίκου για μια έρευνα σχετικά με τις επιθέσεις ακολούθησε μια συζήτηση περί των στρατιωτικών επιλογών και των κινήσεων των πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού που έγινε γνωστή στο κοινό.
Ο άλλος παράγοντας που εισέρχεται στο παιχνίδι είναι το Ιράν, το οποίο αναμφίβολα γέρνει την ζυγαριά προς την πιθανότητα δράσης. Όπως πολλοί πρώην διπλωμάτες των ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει σε μένα επί μήνες, το Ιράν παρακολουθεί πολύ στενά τις συζητήσεις στην Ουάσινγκτον. Εφόσον ο Άσαντ φαίνεται να διασχίζει την κόκκινη γραμμή ατιμώρητος, το ιρανικό καθεστώς θα αποφασίσει ότι αυτές οι γραμμές δεν έχουν σημασία - ακόμη και όταν πρόκειται για πυρηνικά όπλα. Αν οι πιθανολογούμενες επιθέσεις οδηγήσουν ανεξέλεγκτα σε μια όλο και μεγαλύτερη κλίμακα επιθέσεων, η αξιοπιστία των ΗΠΑ θα πληγεί. Και δεδομένου ότι ο νέος Ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, μόλις τώρα ανέλαβε καθήκοντα στην Τεχεράνη, και οι δύο πλευρές παρακολουθούν ακόμα πιο στενά ποια είναι τα όρια του άλλης.
Εντέλει, για πρώτη φορά σε περισσότερο από δύο χρόνια, φαίνεται η αίσθηση του επείγοντος να αφορά όχι μόνο τη Συρία αλλά και την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι. Οι διογκούμενοι αριθμοί των νεκρών και οι αυξανόμενες ανησυχίες για ανεξέλεγκτη χρήση χημικών όπλων στη Συρία σημαίνουν ότι η προσοχή του κόσμου, όσο περιορισμένη και αν είναι, είναι απίθανο να στραφεί προς την Αίγυπτο ή οπουδήποτε αλλού τόσο γρήγορα όσο την προηγούμενη φορά. Το Κογκρέσο παραμένει διαιρεμένο όσο ποτέ σχετικά με τη Συρία - σε όλα τα σημεία, εκτός από ότι δεν θα πρέπει να σταλούν στη Συρία επίγειες στρατιωτικές δυνάμεις - αλλά τα χημικά όπλα και το Ιράν είναι επίσης σε αυτή την περίπτωση πιθανοί παράγοντες αλλαγής του παιχνιδιού, ιδιαίτερα εάν ο Λευκός Οίκος μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι εφικτά χειρουργικά πλήγματα, από τα οποία θα κινδυνεύσουν λίγες αμερικανικές ζωές και θα υπάρξει μικρή εμπλοκή.
Ακόμη και αν ο Ομπάμα αποφασίσει να παρέμβει, το επόμενο ερώτημα είναι αν υπάρχει κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η διεθνής κοινότητα μπορεί να κάνει για να αλλάξει τη δυναμική στο έδαφος της Συρίας. Εξαρχής, οι προσπάθειες των ΗΠΑ - συμπεριλαμβανομένης της ανακοίνωσής τους για αποστολή όπλων προς τους αντάρτες, την περασμένη άνοιξη - ωχριούσαν σε σχέση με του Ιράν. Πράγματι, είναι δύσκολο να πει κανείς πώς οι προσπάθειες των ΗΠΑ θα μπορούσαν να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων στη Συρία ή να τροποποιήσουν την αιματηρή πορεία αυτής της σύγκρουσης, εκτός εάν έχουν επαρκή ισχύ να ισοπεδώσουν το καθεστώς, και συνοδεύονται από ισχυρή διπλωματική πίεση στην κατεύθυνση της μετάβασης της εξουσίας σε μια οικουμενική κυβέρνηση, όπως περιγραφόταν στις συνομιλίες της Γενεύης τον Ιούνιο του 2012. Η αμερικανική επιφυλακτικότητα για ακόμη μια στρατιωτική επέμβαση στη Μέση Ανατολή σημαίνει ότι η πιθανότερη επιλογή είναι, αντ’ αυτού, η ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων. Το αν αυτοί θα είναι αρκετοί για να μεταβάλουν την ισορροπία ισχύος, παραμένει ζητούμενο.
Η καλή πλευρά -ένα παράπλευρο όφελος της πιθανολογούμενης επίθεσης χημικών όπλων- μπορεί να είναι η ανανέωση των διπλωματικών προσπαθειών για τον τερματισμό τού πολέμου. Οι υποστηρικτές της Συρίας στη Ρωσία, που είναι αφοσιωμένοι στους συμμάχους τους, δεν θέλουν να δουν τον αφοπλισμό των χημικών όπλων, ούτε είναι πρόθυμοι να δουν να πέφτει η εξουσία στα χέρια των εξτρεμιστών. Επίσης, είναι πιο πεπεισμένοι από ποτέ ότι είναι στο τραπέζι μια στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ– κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος τού καθεστώτος Άσαντ ή τουλάχιστον να του προκαλέσει μεγάλο πλήγμα. Αν η Ρωσία πιστεύει ότι μπορεί να αποφευχθεί το κενό εξουσίας, θα επιδείξει, ως εκ τούτου, περισσότερο ενδιαφέρον για ειρηνευτικές συνομιλίες. Νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι, οι Ρώσοι συμφώνησαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προωθήσουν εκ νέου συνομιλίες Γενεύης Νο2, που τόσο έχουν καθυστερήσει.
Επιπλέον, αυτή την εβδομάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη προγραμματίσει να έχουν συνομιλίες με την κατακερματισμένη, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, ηγεσία των Σύρων ανταρτών, προκειμένου να προσπαθήσουν να την φέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ακόμη και ως τον Οκτώβριο. Το πλανόμενο φάντασμα της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης θα πρέπει να κάνει αυτές τις συζητήσεις πολύ πιο συγκεκριμένες. Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ασκήσει εδώ και καιρό πιέσεις στο καθεστώς Άσαντ να λάβει μέρος σε ειρηνευτικές συνομιλίες. Μια πολιτική μετάβαση σε μια μεταβατική οικουμενική κυβέρνηση, όπως περιγραφόταν στη Γενεύη [2] τον περασμένο Ιούνιο, παραμένει η καλύτερη λύση για την χώρα, καθώς ο αριθμός των προσφύγων ανέρχεται στα δύο εκατομμύρια – με το ένα εκατομμύριο να είναι κάτω από την ηλικία των 18 ετών. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ακόμη και η απειλή των στρατιωτικών πληγμάτων μπορεί να είναι αρκετή για να φέρει το συριακό καθεστώς και τους Ρώσους υποστηρικτές του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό είναι πράγματι δυνατό, αν και είναι δύσκολο να πει κανείς το πώς ο Άσαντ, ο οποίος μόλις το περασμένο Σάββατο υποστήριξε ότι η δική του πλευρά έχει το πάνω χέρι, θα λυγίσει κάτω από το ενδεχόμενο χειρουργικών πληγμάτων. Ο ίδιος γνωρίζει, επίσης, ότι η βούληση της Αμερικής για μια μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας επέμβαση είναι περιορισμένη.
Τώρα, με τη στρατιωτική δράση να επίκειται, το ζήτημα δεν είναι αν έχουν αλλάξει οι υπολογισμοί τού Ομπάμα, αλλά αν έχουν αλλάξει εκείνοι του Άσαντ, και αν τα αντιμαχόμενα μέρη μπορούν να έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Για το καθεστώς Άσαντ, αυτός ο πόλεμος έχει από καιρό θεωρηθεί ως μια υπαρξιακή μάχη μέχρι τέλους, για την τελευταία φάση της οποίας προετοιμάζεται από το 1982. Είναι δύσκολο να πει κανείς πώς οι αμερικανικές στρατιωτικές επιθέσεις θα αλλάξουν αυτή την πραγματικότητα. Αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς την αλλαγή του status quo στη Συρία χωρίς αυτές. Όπως επανέλαβε ο Λευκός Οίκος πριν από λίγες ημέρες, η σύγκρουση στη Συρία θα τελειώσει μόνο με μια πολιτική λύση. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που έχουν, με τη μορφή τής συνεχούς πίεσης και των επικείμενων στρατιωτικών επιθέσεων, ώστε να βοηθήσουν να έρθουν όλες οι πλευρές γύρω από ένα τραπέζι. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει πλήγματα στρατηγικών στόχων τού καθεστώτος Άσαντ που σχετίζονται με το πρόγραμμα των χημικών του όπλων, ακόμη και την ώρα των διαπραγματεύσεων, με την ελπίδα ότι μπορεί να επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ όλων των παραγόντων και ότι ο πόλεμος θα τελειώσει με μια μεταβίβαση της εξουσίας – ασχέτως του πόσο απίθανο μπορεί αυτό να φαίνεται τούτη τη στιγμή.


* Η GAYLE TZEMACH LEMMON [1] είναι βασική συνεργάτις για τις Γυναίκες και την Εξωτερική Πολιτική στο Council on Foreign Relations.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139870/gayle-tzemach-lemmon/the-b...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.cfr.org/experts/economic-growth-development-women/gayle-tzema...
[2] http://www.un.org/News/dh/infocus/Syria/FinalCommuniqueActionGroupforSyr...