Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ένα εύστοχο άρθρο για την γοητεία της φοροδιαφυγής


Η γοητεία της φοροδιαφυγής
Της Μαρίας Κατσουνάκη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το στιγμιότυπο από νησί των βορείων Σποράδων, που εμφάνισε τουριστική έκρηξη το φετινό καλοκαίρι, ενώ παράλληλα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας φορο-παραβατικότητας με ποσοστό που ξεπερνάει το 85%:
κυρία, επιχειρηματίας στον τουριστικό κλάδο, καταθέτει στο τοπικό παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας ένα ευμέγεθες -δείχνει να ’χει πάχος πάνω από είκοσι εκατοστά- πάκο από 50ευρα. «Αντε να φύγουν να ησυχάσουμε», προσποιείται πως δυσφορεί από την όλη κατάσταση, όταν ο ταμίας τη ρωτάει πώς πάει η σεζόν. Προφανώς η κίνηση ήταν μεγάλη, επήλθε κορεσμός και οι «καλοδεχούμενοι» τουρίστες ξαναέγιναν ανεπιθύμητοι ξένοι.
Για την ελληνική «τουριστική άνοιξη» και τις προοπτικές της γράφονται πολλά ενθαρρυντικά, έως και ενθουσιώδη. Το αισιόδοξο αυτό μήνυμα για την ανάκαμψη της χώρας, όμως, συνοδεύεται από έξαρση της φοροδιαφυγής, όπως αποκάλυψαν οι έλεγχοι του ΣΔΟΕ. Στη βόρεια Ελλάδα οι συναυλίες του Κιάμου και του Ρέμου απασχόλησαν επί ώρα τα δελτία ειδήσεων, καθώς στους χώρους όπου εμφανίζονταν διαπιστώθηκε εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Ο Ρέμος, μάλιστα, συντάχθηκε με τη νομιμότητα λέγοντας ότι «η πολιτεία καλά κάνει και ελέγχει». Την πρώτη μέρα. Γιατί στη συνέχεια το σκέφτηκε ψυχραιμότερα και άρχισε να ακυρώνει συναυλίες, συντασσόμενος επί της ουσίας με τους επιχειρηματίες αυτήν τη φορά και διαμαρτυρόμενος για τον απηνή φορολογικό διωγμό που υφίστανται οι καλλιτέχνες. Οι «ιδιαίτερες συνθήκες», όπως σχολίασε, που επικρατούν στην περιοχή (ο ΣΔΟΕ δηλαδή) εμποδίζουν την καλλιτεχνική δραστηριότητα!
Στο σημείο αυτό χρειάζεται η συνδρομή άλλων επιστημών, πέραν των οικονομικών, που ασχολούνται με τις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις της ανθρώπινης ψυχής. Συμβάλλουμε στην παρατήρηση με μια, διαφορετική, περιορισμένης μεν στατιστικής σημασίας αλλά διαδεδομένη, συμπεριφορά: στις παρέες των διακοπών πληθαίνουν όσοι μετ’ επιτάσεως υποστηρίζουν ότι «πρέπει να ζητάμε πάντα αποδείξεις». Οταν έρχεται όμως η ώρα του λογαριασμού, ιδιαίτερα στα μικρά μέρη όπου δημιουργούνται πιο εύκολα σχέσεις και οικειότητες, κάνουν τα στραβά μάτια. Διστάζουν, δηλαδή, να απαιτήσουν τη νόμιμη απόδειξη υπακούοντας σε ένα ιδιόμορφο κράμα ενοχής, αμηχανίας, ανεμελιάς, δήθεν ανωτερότητας και κιμπαροσύνης (κατά το ρωμιοσύνης). Η απόδειξη θεωρείται ως μια σχεδόν τιμωρητική πράξη προς εκείνον που υποχρεούται να την παράσχει. Σαν να μην πρόκειται για μια πέρα από κάθε συζήτηση δέσμευση των πολιτών σε μια ευνομούμενη δημοκρατία, αλλά για μια επιλεκτική στάση που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του καθενός. Και επειδή ο πλέον συνήθης αντίλογος έχει να κάνει με τον εύκολο καγχασμό της «ευνομούμενης δημοκρατίας μας», αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι για να υπάρξει και το επίθετο και το ουσιαστικό απαιτείται η συμβολή όλων και όχι ορισμένων και κατ’ εξαίρεση. Οταν, για παράδειγμα, ένας εξαιρετικά επιτυχημένος εστιάτορας, του εν λόγω νησιού των βορείων Σποράδων, επαίρεται ότι «κόβει κατά 80% αποδείξεις», θεωρώντας εαυτόν πρότυπο εντιμότητας, κανείς δεν σκέφτεται ότι το... 20% που υπολείπεται επιβαρύνει τους υπόλοιπους φορολογούμενους.
Γιατί όποιος είναι συνεπής στις φοροϋποχρεώσεις του αυτοοικτίρεται ως θύμα και όποιος εμφανίζεται διαπρύσιος υπέρ των αποδείξεων έρχεται η στιγμή που θα προσφέρει τη στήριξή του στους φοροφυγάδες; Η εκτεταμένη ανομία και η «δημοφιλής» φυλή των πλουσίων φοροδιαφευγόντων δεν μπορούν να αποτελούν πάγια καταφυγή όσων αρνούνται να κόψουν αποδείξεις. Ειδικότερα ο χώρος της εστίασης, που από 1ης Αυγούστου απολαμβάνει τον μειωμένο ΦΠΑ, δεν θα έπρεπε να δώσει ένα δείγμα ανταποδοτικής (προς την κοινωνία) στάσης; Να μειώσει τις τιμές, να συνοδεύει τον λογαριασμό με τη νόμιμη απόδειξη και όχι με το (συνηθέστατο) δελτίο παραγγελίας;
Στη διελκυστίνδα νομιμότητας-ανομίας, η πρώτη, πολυπληθής αναμφισβήτητα και αυτή, ομάδα, περιλαμβάνει και μέλη που αυτομολούν περιστασιακά στο εχθρικό στρατόπεδο. Κάποιους που απλώς (;) ανέχονται την ανομία και κάποιους άλλους που φλερτάρουν με την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων.
Η ανοχή δηλώνει μια ιδιότυπη συνενοχή. Ακόμη και όταν αρχίζει η διαπραγμάτευση των δελεαστικών εκπτώσεων από την αρχική τιμή ώστε να μην κοπεί απόδειξη. Παράλληλα με τους ελέγχους του ΣΔΟΕ καλλιεργείται μια ιδιότυπη παραοικονομία που δεν βασίζεται μόνο στη συναλλαγή αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις: ο καλοκαιρινός επισκέπτης που ξέρει τον εστιάτορα ή ξενοδόχο τόσα χρόνια τώρα στο νησί, οι κοινοί φίλοι που προσπαθούν να στήσουν μια νέα επιχείρηση, ο γνωστός από παλιά, που προσπαθεί να ορθοποδήσει σε ένα αποδοτικό καλοκαίρι. Πού να ζητάς τώρα απόδειξη… Αμφιταλαντεύεσαι… Ο ανθρώπινος παράγοντας... Αλλη μια καμουφλαρισμένη «ελληνική ιδιαιτερότητα» δηλαδή: να ταυτίζεται η καλή σχέση με το κάνω τα στραβά μάτια και να αντιμετωπίζεται σχεδόν επιθετικά ως ιδιόρρυθμος και «τι θέλει να παραστήσει τώρα» όποιος δεν αρκείται στην προφορική διαβεβαίωση του τι χρωστάει.
Δεκαετίες τώρα το πελατειακό κράτος «εκπαίδευε» σε έναν συγκεκριμένο τρόπο συναλλαγής και τώρα που υποχρεούται να κάνει τη στροφή βρίσκεται μπροστά σε ανακλαστικά σφυρηλατημένα επί χρόνια. Η ανομία επιβραβευόταν, ο πλουτισμός από τη φοροδιαφυγή δεν ήταν μια ανεπιβεβαίωτη επιθυμία αλλά μια επιβεβαιωμένη πραγματικότητα. Ας δούμε μόνο τις φουρνιές νεόπλουτων που μας περιτριγυρίζουν.
Δύσκολη η νομιμότητα. Και για το κράτος και για τους πολίτες. Ξεβολεύει, απαιτεί άλλες εσωτερικές διαδρομές, νέο τρόπο σκέψης και αντίδρασης, νόμους που να αποδίδουν τα δίκαια εξαλείφοντας την ευνοιοκρατία. Και βέβαια θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν δύο τουλάχιστον γενιές έως ότου η απόδειξη γίνει δεύτερη φύση. Οι συνήθειες δεν εγκαταλείπονται ούτε διά της επιβολής (ανιχνεύονται αμέσως παράδρομοι) ούτε με φωνές ούτε με ξόρκια. Οι μετατοπίσεις είναι αργές και ως εκ τούτου με αυξημένο κίνδυνο να συμβούν στη διαδρομή ατυχήματα. Πόσω μάλλον σε αυτήν τη χώρα όπου πρέπει να πειστούν εξίσου και οι μεν (το κράτος) και οι δε (οι πολίτες) να κάνουν το αυτονόητο. Ενα «αυτονόητο» πολιτικά αποχρωματισμένο και κοινωνικά αποδεκτό.