Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για το Σύνταγμα του 1952



Το Σύνταγμα του 1952
Ψηφίστηκε δεκαεπτά χρόνια μετά την εξαγγελία του και διήρκεσε μόλις δεκαπέντε, μέχρι τη δικτατορία του 1967
Του Σπύρου Βλαχόπουλου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Το Σύνταγμα του 1952 παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη πρωτοτυπία, ίσως και σε διεθνές επίπεδο: εξαγγέλθηκε περίπου 17 χρόνια πριν από την ψήφιση και την έναρξη ισχύος του.
Το ημερολόγιο έγραφε 10 Οκτωβρίου του 1935 όταν ο Γ. Κονδύλης, αντιπρόεδρος και ισχυρός άνδρας της κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη, συνεργάσθηκε με τα ηγετικά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων (Αλ. Παπάγο, Δ. Οικονόμου, Γ. Ρέππα) και ανέτρεψε τον πρωθυπουργό του. Την ίδια ημέρα, μια μειοψηφία 82 μόλις πληρεξουσίων της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης (οι υπόλοιποι είχαν αποχωρήσει διαμαρτυρόμενοι) ψηφίζουν την κατάργηση του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και του Συντάγματος του 1927, την ψήφιση νέου Συντάγματος Βασιλευομένης Δημοκρατίας και την «προσωρινή» μέχρι τότε επαναφορά του Συντάγματος του 1864/1911. Η συνέχεια είναι γνωστή: δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και γερμανοϊταλική κατοχή, απελευθέρωση και εμφύλιος πόλεμος. Μέσα σ’ αυτό το ταραγμένο κλίμα, είναι προφανές ότι η εξαγγελία της ψήφισης του νέου Συντάγματος δεν μπορούσε να υλοποιηθεί. Οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για το νέο Σύνταγμα ξεκινούν μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1946. Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή συγκροτεί Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγματος που καταλήγει το 1948 σε ολοκληρωμένο σχέδιο Συντάγματος. Παρ’ όλα ταύτα, η Βουλή με ψήφισμά της συγκροτεί νέα Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος που υποβάλλει νέο σχέδιο Συντάγματος στα τέλη του 1949. Ακολουθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το 1950 και το 1951, που τις κερδίζουν τα κεντρώα κόμματα. Προτού διαλυθεί η Βουλή του 1950, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων σε σύσκεψη -με τη συμμετοχή του βασιλιά Παύλου- συμφωνούν ότι η νέα Βουλή θα επικυρώσει χωρίς αλλαγές ή θα απορρίψει στο σύνολό του το σχέδιο Συντάγματος του 1949. Ο μόνος πολιτικός σχηματισμός που αντιδρά είναι ο νεοσυσταθείς Ελληνικός Συναγερμός του Αλ. Παπάγου που θεωρεί ότι η Βουλή του 1951 δεν έχει αρμοδιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού αποχωρούν από την ψηφοφορία για το νέο Σύνταγμα τον Δεκέμβριο του 1951, δηλώνοντας διά στόματος Σ. Μαρκεζίνη ότι ο Ελληνικός Συναγερμός «αρνείται να συμπράξη εις την αντισυνταγματικήν ταύτην ενέργειαν». Τελικά, το νέο Σύνταγμα ψηφίζεται και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η Ιανουαρίου 1952. Επρόκειτο να διαρκέσει 15 χρόνια (μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967), δηλαδή λιγότερα χρόνια απ’ όσο διήρκεσε η «κυοφορία» του. Ενα περαιτέρω ιστορικό παράδοξο στο Σύνταγμα του 1952 είναι ότι ψηφίσθηκε από την κεντρώα κοινοβουλευτική πλειοψηφία με την αντίδραση του Ελληνικού Συναγερμού, παρότι οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις είχαν αρχικώς αντιδράσει στο ψηφισθέν σχέδιο του Συντάγματος που είχε εκπονηθεί από τη Βουλή του 1946 με δεξιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Αυταρχικό, με πολύ λίγες καινοτομίες
Το Σύνταγμα του 1952 δεσμευόταν από το δημοψήφισμα του 1946 για τη μορφή του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Κατά τα λοιπά, αποτελούσε προϊόν συντακτικής εξουσίας παρά την ονομασία της Βουλής του 1946 ως Δ΄ Αναθεωρητικής και κατακρίθηκε πολλές φορές ως ένα Σύνταγμα συντηρητικό και αυταρχικό με ελάχιστες καινοτομίες. Η κριτική αυτή είναι κατά βάση ορθή, ωστόσο δεν λαμβάνει ενδεχομένως υπόψη της ότι ένα Σύνταγμα του παρελθόντος κρίνεται με βάση τα δεδομένα της εποχής που θεσπίσθηκε και όχι με βάση τα τωρινά (και συνήθως εντελώς διαφορετικά) δεδομένα. Διότι, ας μην ξεχνάμε, το Σύνταγμα του 1952 θεσπίσθηκε ύστερα από την πάροδο μιας περιόδου 17χρονης πολιτικής αστάθειας, λίγο μετά έναν εμφύλιο πόλεμο και σε τεταμένο διεθνές σκηνικό.
Στο οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, ξεχωρίζει η πρόβλεψη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής – «μικρού» νομοθετικού οργάνου αποτελούμενου κατ’ ελάχιστον από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών. Το όργανο αυτό είχε αποστολή την ψήφιση νόμων (που εκδίδονταν με τη μορφή βασιλικών διαταγμάτων) «κατά τον χρόνον απουσίας της Βουλής ή της διακοπής των εργασιών αυτής… προς ρύθμισιν εξαιρετικώς επειγόντων θεμάτων». Επίσης, για πρώτη φορά προβλέφθηκε η δυνατότητα κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας και για την αντιμετώπιση όχι μόνο εξωτερικών (πόλεμος) αλλά και «εσωτερικών κινδύνων» (διασάλευση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας).
Οσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα, επαναλαμβάνονται πολλές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1864/1911 και ορισμένες από αυτές τροποποιούνται επί το αυστηρότερον. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι θεσπίζονται εκτεταμένοι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου και απαγορεύεται συνταγματικά η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Για τους τελευταίους, το Σύνταγμα του 1952 επιφυλάσσει και ακόμη μία απαγόρευση που εντάσσεται στο μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής εκείνης: «Ιδεολογίαι σκοπούσαι την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου». Πάντως και για να μην αποσιωπώνται τα θετικά, για πρώτη φορά στη νεότερη και σύγχρονη συνταγματική μας ιστορία χορηγείται η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να επεκτείνει το εκλογικό δικαίωμα και στις γυναίκες.
Τα νομοθετικά διατάγματα
Σημασία όμως δεν έχει μόνο το τι προβλέπει ένα συνταγματικό κείμενο αλλά και το πώς εφαρμόζεται στην πράξη, αφού η απόσταση μεταξύ συνταγματικής θεωρίας και πράξεως είναι ορισμένες φορές τεράστια. Ετσι, τα προερχόμενα από τη «μικρή Βουλή» νομοθετικά διατάγματα αποτελούσαν θεωρητικώς μια θετική καινοτομία γιατί αποσκοπούσαν στο να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο της αθρόας έκδοσης αναγκαστικών νόμων, νόμων δηλαδή που προέρχονταν από την εκτελεστική εξουσία χωρίς καμία συμμετοχή του νομοθετικού σώματος. Στην πράξη όμως τα νομοθετικά διατάγματα, αν και θεωρητικώς προβλεπόμενα ως εξαίρεση από τη συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία σε σπάνιες περιπτώσεις, γρήγορα έγιναν ο κανόνας. Την περίοδο 1953-1967 ψηφίζονται μόλις 964 νόμοι κατά τη συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία (τυπικοί νόμοι) και εκδίδονται 1.358 νομοθετικά διατάγματα. Ορισμένες μάλιστα χρονιές, η υπεροχή των νομοθετικών διαταγμάτων έναντι των τυπικών νόμων είναι συντριπτική: το 1953 το 72,85% των συνολικών νόμων είναι νομοθετικά διατάγματα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά το 1958, το 1962 και το 1966 ανέρχονται σε 82,46%, 82,26% και 77,95% αντίστοιχα. Στα ποσοστά αυτά συντελεί και η νομολογία των δικαστηρίων της εποχής εκείνης, σύμφωνα με την οποία δεν ελέγχεται δικαστικά εάν πράγματι τα νομοθετικά διατάγματα εκδόθηκαν «προς ρύθμισιν εξαιρετικώς επειγόντων θεμάτων», όπως απαιτούσε το Σύνταγμα του 1952.
Πάντως, μεταξύ των νομοθετικών διαταγμάτων της περιόδου περιλαμβάνονται και εκείνα με τα οποία ιδρύθηκαν η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και επικυρώθηκαν οι συμφωνίες Ελλάδας – ΗΠΑ για τις βάσεις τους στην Ελλάδα. Η υποβάθμιση του ρόλου του Κοινοβουλίου συμπληρώνεται με την αντισυνταγματική πρακτική των Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου που θέτουν κανόνες δικαίου, κυρίως σε δημοσιονομικά θέματα, χωρίς καμία προηγούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση. Σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων, ξεχωρίζει αρνητικά η συστηματική παραβίαση του άρθρου 4 του Συντάγματος του 1952 περί προσωπικής ασφάλειας, μέσω του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης των «πολιτικά υπόπτων».
Παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων
Συμπερασματικά, το Σύνταγμα του 1952 αποτελεί ένα Σύνταγμα της εποχής του που παραβιάσθηκε αρκετές φορές, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτεύματος όσο και σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων. Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η παράδοση των συνταγματικών παραβιάσεων συνεχίζεται έως τις ημέρες μας και υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος του 1975/1986/2001/2008.
Τα μεγέθη όμως δεν είναι συγκρίσιμα: πέρα από το ότι οι συνταγματικές παραβιάσεις του ισχύοντος Συντάγματος υπολείπονται σαφώς σε σημασία και έκταση αυτών του παρελθόντος (κυρίως στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων), το Σύνταγμά μας δεν κινδυνεύει να έχει το τέλος του Συντάγματος του 1952.

* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι δικηγόρος και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το βιβλίο του «Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον Μεσοπόλεμο και το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935: Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσης;» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ευρασία.