Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Η ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Κουβανού συγγραφέα Λ. Παδούρα για την Κούβα


Στην Κούβα αποφασίζονται όλα ερήμην των πολιτών
Λεονάρντο Παδούρα, συγγραφέας
Στη ζωή κάθε Κουβανού συμβαίνουν πολλά χωρίς την παρέμβαση της βούλησής του
Της Όλγας Σελλά
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Είναι ο πλέον διεθνώς αναγνωρίσιμος και αγαπητός σύγχρονος συγγραφέας της Κούβας. Τον Λεονάρντο Παδούρα μέχρι τώρα τον γνωρίζαμε για τα αστυνομικά του μυθιστορήματα και τον ντετέκτιβ Μάριο Κόντε.
Από πέρυσι, όμως, με ένα βιβλίο 685 σελίδων που δεν είναι αστυνομικό, ο Παδούρα απέκτησε φανατικούς αναγνώστες. «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτης», όπως και όλα τα βιβλία του) έχει τρεις ήρωες, τον Τρότσκι, τον δολοφόνο του, Ραμόν Μερκαντέρ και έναν σύγχρονο Κουβανό, τον Ιβάν, που υποδέχεται τους μύθους και τις αλήθειες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Είναι ένα βιβλίο που ξανακοιτάζει τους πρωταγωνιστές, τις παθογένειες και τις διαψεύσεις ενός οράματος του 20ού αιώνα, και μιλάει θαρραλέα για την Κούβα. Ενα βιβλίο που αφηγείται την ιστορία σαν παραμύθι.
Το βιβλίο έχει πωλήσει 7.500 αντίτυπα σε έναν περίπου χρόνο, μεγάλο νούμερο για τα δεδομένα της βιβλιαγοράς. Πριν από λίγες ημέρες, ο Λεονάρντο Παδούρα βρέθηκε στη χώρα μας, καλεσμένος του Ινστιτούτου Θερβάντες. Μίλησε δύο φορές στο αθηναϊκό κοινό. Την πρώτη μαζί με τον Πέτρο Μάρκαρη στο Ινστιτούτο Θερβάντες και τη δεύτερη στο βιβλιοπωλείο «Ιανός». Οταν τελείωσαν οι εκδηλώσεις και οι συνεντεύξεις, πήγε να ξεκουραστεί για λίγες μέρες στην Τήνο, πάντα μαζί με την αγαπημένη του Λουσία, η οποία τον συνοδεύει παντού.
Ανάμεσα στις δύο εκδηλώσεις τον συναντήσαμε. Ο Λεονάρντο Παδούρα, αν και φαίνεται αυστηρός, είναι οικείος, έχει χιούμορ και κυρίως δεν διστάζει να μιλήσει για πολλά πράγματα που αφορούν την καθημερινότητα της μακρινής του χώρας. Χωρίς φανατισμούς, χωρίς ωραιοποιήσεις, μόνο με απλές αλήθειες ξεδιπλώνει τη ζωή στη χώρα του και το σύμπαν του συγγραφικού του κόσμου, σαν να αφηγείται παραμύθι.
– Είχε παντού το βιβλίο σας τόση επιτυχία όση και στην Ελλάδα; Και γιατί πιστεύετε ότι άγγιξε τόσο πολύ το ελληνικό κοινό;
– Το βιβλίο έχει πάρει πολλά βραβεία σ’ όλο τον κόσμο, στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία. Και στην Αθήνα. Πέρυσι τιμήθηκα και στην Κούβα με το μεγάλο εθνικό βραβείο. Ελπίζω του χρόνου που θα κυκλοφορήσει το βιβλίο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, να κερδίσω το Pulitzer. Πιστεύω πως το κλειδί σ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι αφηγείται μια οικουμενική ιστορία, αλλά από μια κουβανέζικη οπτική γωνία. Είναι μια ιστορία που επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός τον 20ό αιώνα επηρέασαν ολόκληρο τον κόσμο και δημιούργησαν μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο συστήματα που θα μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή του κόσμου. Είναι, λοιπόν, μια ιστορία που μας επηρέασε όλους. Ωστόσο, αυτή η ιστορία θα είχε σημασία μόνο αν την έλεγα από μια προσωπική οπτική γωνία. Δεν ήθελα να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα για το πώς ετοιμάστηκε η δολοφονία του Τρότσκι ή τι επιπτώσεις είχε στο παγκόσμιο κίνημα. Ηθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που να δείχνει πώς αυτή η ιστορία επηρέασε έναν Κουβανό της δικής μου γενιάς. Γι’ αυτό αποφάσισα να δημιουργήσω τον χαρακτήρα του Ιβάν, που είναι ο άνθρωπος που εισπράττει και μεταδίδει την ιστορία αυτή. Παρότι είναι ένας πρωταγωνιστής που δεν δρα, γιατί όλη η ιστορία πέφτει πάνω στο κεφάλι του και τον πλακώνει. Ο Τρότσκι ήταν ένας άνθρωπος που πήρε τις αποφάσεις του, ο Μερκαντέρ ήταν ένας άνθρωπος που πήρε τις αποφάσεις του, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες που περιστρέφονται γύρω από αυτούς. Είναι η ιστορία που δημιουργήθηκε με τη δολοφονία του Τρότσκι και μ’ ένα σύστημα που κινδύνεψε να εξαφανιστεί και είχε άπειρες επιπτώσεις στη ζωή ενός Κουβανού, που το μόνο που ήθελε ήταν να γράψει λογοτεχνία.
– Είπατε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, ο Κουβανός εν προκειμένω, δεν δρα, απλώς κουβαλάει την απήχηση της ιστορίας. Πιστεύετε ότι οι σημερινοί άνθρωποι που υποδεχθήκαμε όλα αυτά τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, έχουμε πολύ λίγα πράγματα να κάνουμε για να τα διαχειριστούμε;
– Πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές έχουμε λίγες δυνατότητες να επηρεάσουμε τη μεγάλη ιστορία. Γι’ αυτό που είμαι σίγουρος, είναι ότι εμάς, τους Κουβανούς της δικής μου γενιάς, ποτέ δεν μας ρώτησαν τίποτα για τη συμμετοχή μας στην ιστορία. Στα μυθιστορήματα με τον Μάριο Κόντε έχω γράψει κάπου ότι «η δική μας γενιά είναι η γενιά εκείνων που οφείλουν να υπακούουν». Σ’ ένα άλλο βιβλίο μου ένας χαρακτήρας μιλάει για «ιστορική κόπωση». Είναι αυτή η ιστορία στην οποία μας επέβαλαν να συμμετέχουμε χωρίς να μας ρωτήσουν».
«Υπέστην τη μόνη λογοκρισία για την ομάδα του μπέιζμπολ»
Eίναι φανερό ότι η διαδρομή του δεν ήταν αυτονόητη. Ποια ήταν τα στηρίγματά του και πόσοι άνθρωποι υπάρχουν στην πατρίδα του που έχουν τη δική του οπτική; «Πιστεύω ότι στην Κούβα υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που σκέφτονται όπως εγώ, που ζητούν την ανανέωση και τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Ανοιγμα στην πληροφορία, δυνατότητες του ανθρώπου για ανάπτυξη. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν πολλά που αλλάζουν στην Κούβα. Η πιο σημαντική αλλαγή είναι ότι οι Κουβανοί μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα». Μου εξηγεί ότι στη δεκαετία του ’80 τον μετέθεσαν για να δουλέψει σε ένα έντυπο, όργανο της κομμουνιστικής νεολαίας, γιατί πίστευαν ότι είχε ιδεολογικά προβλήματα. «Αλήθεια, είχα», λέει... Ομως αυτά τα έξι χρόνια στην κομματική εφημερίδα ήταν μεγάλο σχολείο για τον Λεονάρντο Παδούρα, όπως παραδέχεται. Και μου ομολογεί ότι η μόνη λογοκρισία που υπέστη ήταν πριν από έξι χρόνια, όταν έγραψε ότι η ομάδα μπέιζμπολ της Αβάνας ήταν χάλια. Το κείμενο δεν δημοσιεύθηκε, αλλά ως αντιστάθμισμα του έδωσαν πρόσβαση στο Ιντερνετ, που τότε ήταν προνόμιο παρ’ ότι εξαιρετικά αργό. «Σήμερα, μέσω μιας οπτικής ίνας από τη Βενεζουέλα, έχουν ανοίξει Ιντερνετ καφέ. Μία ώρα εκεί όμως στοιχίζει περίπου έξι δολάρια, οπότε αναγκαστικά ένας μέσος άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση».
Στην Αθήνα, τον ρώτησαν πολλές φορές να σχολιάσει την κρίση. Ο Λεονάρντο Παδούρα απάντησε ότι δεν μπορεί μέσα σε μία εβδομάδα να έχει άποψη για ό,τι συμβαίνει σε μια χώρα: «Οταν ακούμε τη λέξη κρίση σκεφτόμαστε τη δική μας, που δεν υπήρχε ηλεκτρικό, αυτοκίνητα στον δρόμο, τίποτα. Εμείς, ξέρετε, κάποια στιγμή είχαμε μόνο τρία προβλήματα. Το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό».
Το επόμενο βιβλίο του θα έχει πάλι τη δομή του «Ανθρώπου που αγαπούσε τα σκυλιά». «Είναι ένα βιβλίο για την επιθυμία του ανθρώπου να είναι ελεύθερος, για την αντίδρασή του απέναντι στους φανατισμούς. Τίτλος του, “Αιρετικοί» και ξεκινάει από την Ολλανδία την εποχή του Ρέμπραντ, και φτάνει στη σύγχρονη Κούβα».
– Τελικά, μάλλον βρήκατε τον τρόπο να λέτε δύσκολα πράγματα σαν παραμύθι; Μπορούμε έτσι να πούμε πολλά πράγματα;
– Σε κάθε βιβλίο μου είναι σημαντική η επικοινωνία με τον αναγνώστη. Από τότε που ήμουν δημοσιογράφος έμαθα ότι μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία, ακόμα και την πιο περίπλοκη. Αρκεί να βρεις τον τρόπο να επικοινωνήσεις με τον αναγνώστη. Δεν πιστεύω ότι η ανάγνωση είναι βάσανο, είναι απόλαυση.
Η κουβανέζικη κοινωνία είναι πολωμένη 100% μεταξύ άσπρου και μαύρου
Ο Λεονάρντο Παδούρα έχει έναν δικό του τρόπο να μιλάει για το σήμερα, φέρνοντας πάντα παραδείγματα από τα βιβλία του. Οπως ακριβώς κάνει τόσα χρόνια.
«Οταν ήμουν 15 χρόνων, βρισκόμουν σε μια φυτεία κι έκοβα ζαχαροκάλαμο, γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι δύο μήνες τον χρόνο να δουλεύουμε στα χωράφια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το χέρι μου και ν’ αφήσω τη ματσέτα. Μετά πήγα ως δημοσιογράφος στον πόλεμο της Αγκόλας. Και όλες αυτές οι ιστορικές αποφάσεις που ελήφθησαν στην Κούβα, ελήφθησαν χωρίς τη δική μου συμμετοχή. Πάντα λέμε ότι ζούμε σε μια ιστορική στιγμή και βέβαια, αυτοί οι χαρακτήρες αισθάνονται ότι η ιστορία είναι ένα βάρος που κουβαλούν. Υπάρχει ένα θετικό σημείο σ’ αυτή τη διαδικασία, το γεγονός ότι η Κούβα είναι πια ένα ορατό σημείο στον παγκόσμιο χάρτη. Αλλά αυτό έγινε με κόστος στη δική μας ζωή. Και με πολύ μικρή δυνατότητα να μετέχουμε στις αποφάσεις. Γι’ αυτό ο Ιβάν περισσότερο από ένα δρων υποκείμενο της ιστορίας, είναι ένα θύμα της ιστορίας.
– Πώς ήταν η υποδοχή του βιβλίου στην Κούβα, με το δεδομένο ότι εμείς εισπράξαμε πολλές φορές μια πολύ σκληρή κριτική για το καθεστώς της χώρας;
– Εδώ και 16-17 χρόνια εκδίδω τα βιβλία μου πρώτα στην Ισπανία και μετά στην Κούβα. Ο Ισπανός εκδότης μου δίνει μια ειδική άδεια για να εκδώσω τα βιβλία στην Κούβα χωρίς να παίρνει δικαιώματα. Η Κούβα δεν εισάγει βιβλία, γιατί θα ήταν τόσο ακριβά που κανείς δεν θα μπορούσε να τα αγοράσει. Αυτό στην Ισπανία κοστίζει 22 ευρώ, όσο κερδίζει ένας Κουβανός σ’ ένα μήνα. Οπότε βγαίνουν κουβανέζικες εκδόσεις που πουλιούνται σε κουβανέζικα πέσο. Θέλω πάρα πολύ τα βιβλία μου να εκδίδονται στην Κούβα, γιατί εκεί πιστεύω ότι βρίσκονται οι βασικοί μου αναγνώστες και αυτά που γράφω είναι σημαντικά για τους Κουβανούς. Κάθε φορά που τελειώνω ένα μυθιστόρημα, σκέφτομαι ότι αυτό δεν θα εκδοθεί στην Κούβα. Παρ’ όλα αυτά εκδόθηκε και παρουσιάστηκε στην Εκθεση Βιβλίου της Αβάνας το 2010. Είχε τόσο κόσμο, που δεν έφτασαν τα αντίτυπα που είχαμε. Πιστεύω ότι σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους δεν θα άρεσε το βιβλίο, αλλά στους αναγνώστες συνέβη κάτι που θεωρώ πολύ ικανοποιητικό. Από τη στιγμή που εκδόθηκε στην Ισπανία, πάρα πολλοί Κουβανοί ζήτησαν από συγγενείς και φίλους να τους το στείλουν. Αυτό είναι ηρωικό, γιατί θα μπορούσαν να ζητήσουν άλλα πράγματα που τους λείπουν κι αυτοί ζήτησαν ένα βιβλίο. Οι πιο πολλοί Κουβανοί μού λένε «ευχαριστώ» που το έγραψα. Γιατί χάρη σ’ αυτό γνώρισαν μια ιστορία που τους ήταν εντελώς άγνωστη, μια ιστορία που ήταν και δική τους ιστορία. Πιστεύω ότι αυτό αξίζει περισσότερο από τις όποιες αντιδράσεις μπορεί να υπήρχαν σε πολιτικούς κύκλους. Οφείλω όμως να πω ότι δεν είχα ποτέ ούτε λογοκρισία ούτε πίεση ούτε τίποτα όσον αφορά τα βιβλία μου. Ισως αν είχα γράψει αυτό το βιβλίο τη δεκαετία του ’70, να είχα καταλήξει στη φυλακή.
– Τελικά νομίζω ότι παίρνετε θέση στο μυθιστόρημα. Με τον Τρότσκι, που συμβολίζει την αδικία στην ιστορία, ενώ ο Ραμόν Μερκαντέρ εκπροσωπεί τη μηχανορραφία, τη διαπλοκή, τη διαφθορά της ιστορίας. Και πείτε μου, ο Ιβάν είναι η περσόνα σας;
– Πιστεύω ότι ο Ραμόν αποτυπώνει περισσότερο τον φανατισμό και την τυφλή υπακοή. Είναι ένας άνθρωπος που υπακούει σε εντολές, πιστεύοντας ότι είναι για το κοινωνικό καλό. Πρέπει να τον δούμε μέσα στη χρονική του στιγμή. Στη δεκαετία του ’30, ή θα ήσουν υπέρ του κομμουνισμού ή αλλιώς χαρακτηριζόσουν φασίστας. Πιστεύω ότι ίσως παίρνω θέση υπέρ του Τρότσκι για δύο λόγους. Ο ένας έχει να κάνει με τη δραματική πλοκή του βιβλίου, αφού οι χαμένοι είναι πάντα πιο συμπαθείς. Και ο δεύτερος είναι το κείμενο των καλλιτεχνών που είχαν υπογράψει ο Μπρετόν και ο Ριβέρα, αλλά το είχε γράψει ο Τρότσκι και τότε είχε επιμείνει σε κάτι που ήταν αδιανόητο για έναν μαρξιστή επαναστάτη: ότι πρέπει να δίνεται στον καλλιτέχνη όλη η ελευθερία. Κι αυτό μου τον έκανε πάρα πολύ συμπαθή. Ο Ιβάν είναι ένας άνθρωπος της δικής μου γενιάς και συμπυκνώνει πολλές ιστορίες, γεγονότα, τρόπους σκέψης και δράσης της γενιάς μου. Εχουν συμβεί και σε μένα πολλά απ’ όσα συμβαίνουν στον Ιβάν, αλλά δεν είναι η βιογραφία μου. Είναι απλώς η ζωή ενός Κουβανού, όπου μπορούν να συμβούν πολλά πράγματα και η βούλησή του δεν παρεμβαίνει καθόλου».
Μου εξηγεί, πάντως, ότι προτιμά να μη γράφει πολιτικά μυθιστορήματα, «είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει. Εν τέλει προσπαθώ να γράφω μυθιστορήματα με χαρακτήρα κοινωνικό και να δώσω μια εικόνα της κουβανέζικης κοινωνίας. Και είναι αρκετά δύσκολο, γιατί είναι μια κοινωνία πολωμένη ανάμεσα σε μαύρο και άσπρο. Υπάρχουν άνθρωποι που υπερασπίζονται 100% το καθεστώς και άλλοι που το κριτικάρουν 100%. Το ίδιο συμβαίνει και εκτός Κούβας. Και πολλές φορές σ’ αυτές τις αναλύσεις, και τις μεν και τις δε, η κοινωνία και το άτομο δεν εμφανίζονται πουθενά. Γι’ αυτό προσπαθώ να γράψω τα βιβλία μου, αλλά και τα δημοσιογραφικά μου κείμενα από μια οπτική γωνία που έχει σχέση με τον πολίτη.
Η συνάντηση
Συναντηθήκαμε μία ημέρα πριν από την επιτυχημένη του εκδήλωση στον «Ιανό», στο νέο καφέ του Βυζαντινού Μουσείου. Ηρθε μαζί με την αγαπημένη του Λουσία και τον μεταφραστή του βιβλίου του, Κώστα Αθανασίου, που επωμίστηκε και τη διαδικασία της διερμηνείας. Πήραμε πιάτα με ελληνικούς μεζέδες (ντοματοκεφτέδες, κολοκυθοκεφτέδες, φέτα ψητή, σαλάτα ντάκο) και τελειώσαμε με καφέ. Ηπιαν μόνο νερό. Σύνολο λογαριασμού, 64,80 ευρώ.
Oι σταθμοί του
1955
Γεννήθηκε στην Αβάνα. Σε ηλικία οκτώ ετών είδε για πρώτη φορά στην τηλεόραση μπέιζμπολ, το οποίο λατρεύει.
1975
Πήγε στο Πανεπιστήμιο, το οποίο τελείωσε το 1980.
1978
Γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, τη Λουσία, και από τότε είναι πάντα μαζί.
1990
Δημιούργησε τον χαρακτήρα του Μάριο Κόντε, του ντετέκτιβ των αστυνομικών μυθιστορημάτων του.
1996
Κέρδισε το πρώτο μεγάλο διεθνές βραβείο για τα βιβλία του, που του άνοιξε τις εκδοτικές πόρτες της Βαρκελώνης, όπου εκδίδει πλέον τα βιβλία.
1998
Ηταν η πρώτη και η μόνη φορά στη ζωή του που φόρεσε γραβάτα, όταν επισκέφθηκε την Κούβα ο Πάπας Ιωάννης - Παύλος ο Β΄. Ηταν μια συνάντηση διανοουμένων στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας.
2009
Εγραψε το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά».
2012
Τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην Κούβα.