Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για τον θάνατο του Νικολάου Πλαστήρα


Ο θάνατος του Νικολάου Πλαστήρα
Σφράγισε το τέλος μιας προσπάθειας για συγκρότηση ενός ενιαίου πολιτικού χώρου έκφρασης κεντρώων ψηφοφόρων 60 χρόνια πριν
Του Χρήστου Χρηστίδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Θα σας μιλήσω και πάλιν με την καρδιά μου, όπως σας μιλώ πάντοτε, οσάκις έχω την ευτυχίαν να επικοινωνώ μαζί σας. Υστερα από σκληρούς και επιπόνους αγώνας μιας ολοκλήρου ζωής, θα είχα κι εγώ το δικαίωμα να αναπαυθώ.
Με βλέπετε όμως όρθιον μπροστά σας, να δίδω, με την βοήθειαν του Θεού, μιαν ακόμη μάχην υπέρ του Εθνους και του Λαού. Διότι μέσα μου σκιρτά η ψυχή του εφήβου και αντηχεί το προσκλητήριον του καθήκοντος.
Τελευταία προεκλογική ομιλία Νικολάου Πλαστήρα
Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1952

Ο θάνατος του Νικολάου Πλαστήρα, στα μέσα του 1953, δρομολόγησε σημαντικές εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή, ιδιαιτέρως δε στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου. Η δράση του, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, τον είχε αναγάγει σε μία από τις ισχυρότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του τόπου, καθιστώντας την απώλειά του γεγονός κομβικής σημασίας. Σύμβολο του εθνικού διχασμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Νικόλαος Πλαστήρας επέστρεψε στην Ελλάδα το 1944, ύστερα από πολυετή εξορία. Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία, μετά τα Δεκεμβριανά και την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, δεσμεύθηκε «ότι η τάξις θα επιβληθή συντόμως και οπωσδήποτε εις όλον το Κράτος και ότι νομιμότης και ασφάλεια θα επικρατήσουν καθ’ όλην την Επικράτειαν». Στις εβδομάδες που ακολούθησαν υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας μεταξύ της κυβέρνησης και εκπροσώπων του ΕΑΜ, η οποία έθεσε τυπικά τέρμα στην εμφύλια σύγκρουση. Παρά ταύτα, ο βίος της κυβέρνησης Πλαστήρα αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύς. Ετσι, η προσπάθεια του Ελληνα πρωθυπουργού να λειτουργήσει ως γεφυροποιός μεταξύ Αριστεράς και αστικών δυνάμεων αποδείχθηκε ατελέσφορη.
Θετικά και αρνητικά της πολιτικής του
Τον Ιανουάριο του 1950, ο Νικόλαος Πλαστήρας ίδρυσε την Εθνική Προοδευτική Ενωση Κέντρου (ΕΠΕΚ), στην οποία μετείχαν πολλά στελέχη του ευρύτερου βενιζελικού χώρου, που δεν είχαν μετάσχει στις κυβερνήσεις της περιόδου του Εμφυλίου. Βασικό πρόταγμα του νέου πολιτικού φορέα ήταν η προσπάθεια επούλωσης των τραυμάτων της εμφύλιας σύγκρουσης μέσω της «λήθης» και της λήψης μέτρων «ειρήνευσης». Το νεοσύστατο κόμμα αναδείχθηκε τρίτο στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, με ποσοστό λίγο μικρότερο του ιστορικού Κόμματος Φιλελευθέρων, του οποίου ηγείτο ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Ενα μήνα αργότερα, ο Πλαστήρας ανέλαβε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, σχηματίζοντας κυβέρνηση με τη στήριξη όλων των κεντρώων κομμάτων. Η κυβέρνηση Πλαστήρα παρέμεινε στην εξουσία για λίγους μόνο μήνες, καθώς τον Αύγουστο –με αφορμή τα μέτρα ειρήνευσης– το Κόμμα Φιλελευθέρων απέσυρε την κοινοβουλευτική του στήριξη.
Η αστάθεια και οι συνεχείς κυβερνητικές μεταβολές κατά την περίοδο που ακολούθησε οδήγησαν σε νέα προσφυγή στις κάλπες τον Σεπτέμβριο του 1951. Πλέον, όμως, το πολιτικό σκηνικό είχε μεταβληθεί, ύστερα από την απόφαση του στρατάρχη Παπάγου να κατέλθει στην πολιτική ως αρχηγός του Ελληνικού Συναγερμού. Η αναμέτρηση έδειχνε πλέον να λαμβάνει χαρακτήρα παραταξιακής σύγκρουσης, με δύο από τους βασικούς εκπροσώπους του εθνικού διχασμού να ηγούνται των σχηματισμών με τη μεγαλύτερη απήχηση στο εκλογικό σώμα. Παρά το γεγονός όμως ότι ο Ελληνικός Συναγερμός αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, η άρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου να μετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας οδήγησε στην ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη των Φιλελευθέρων. Επρόκειτο για την τρίτη πρωθυπουργία του, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα απέκτησε νέο Σύνταγμα, εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και έθεσε τις βάσεις για την οικονομική ανάκαμψη των επόμενων ετών. Την ίδια περίοδο, παράλληλα με την προσπάθεια άμβλυνσης των διαιρετικών τομών του Εμφυλίου, η δίκη και η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη επιβεβαίωσαν τις υπαρκτές ακόμη δυσχέρειες στην εμπέδωση ενός κλίματος κατευνασμού των παθών.
Στην τρίτη –μέσα σε τρία χρόνια– εκλογική αναμέτρηση του 1952, τα πολιτικά και εκλογικά δεδομένα είχαν πλέον δραματικά μεταβληθεί. Ευνοημένος και από την καθιέρωση του πλειοψηφικού συστήματος, ο Ελληνικός Συναγερμός επικράτησε πλήρως, ενώ η ΕΠΕΚ περιορίστηκε στην εκλογή μόλις 24 βουλευτών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας, επικεφαλής του συνδυασμού Αθηνών, απέτυχε να εκλεγεί. Η ασάφεια θέσεων και προγράμματος του Κέντρου έδειχνε να έχει κοστίσει στην παράταξη, η οποία πλέον βρισκόταν αντιμέτωπη με σημαντικά προβλήματα συνοχής. Οι πάντοτε υπαρκτές φυγόκεντρες τάσεις ενισχύονταν και από την επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του Πλαστήρα. Την άνοιξη του 1953 μια σειρά από στελέχη του κόμματος διαγράφηκαν ή αποχώρησαν οικειοθελώς, διαφωνώντας με τη διατήρηση του Σάββα Παπαπολίτη ως υπαρχηγού της ΕΠΕΚ.
Στις αρχές Ιουλίου ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα από στελέχη που είχαν αποχωρήσει από την ΕΠΕΚ. Στον νέο φορέα προσχώρησαν πέντε βουλευτές που είχαν εκλεγεί με τους συνδυασμούς του κόμματος του Πλαστήρα, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Δύο μήνες αργότερα ο νέος φορέας συγχωνεύθηκε με το Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας, δημιουργώντας το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού. Στόχος του σχήματος αυτού ήταν να καλυφθεί ο χώρος της Κεντροαριστεράς που πλέον έδειχνε να βρίσκεται χωρίς πολιτική στέγη. Αλλωστε η παρουσία του Παπαπολίτη στην ηγεσία της ΕΠΕΚ έδειχνε να έχει χαρακτήρα μάλλον τυπικό, καθώς ο ίδιος εστερείτο ουσιαστικής απήχησης στο εκλογικό σώμα.
Συνεχείς ανακατατάξεις των δυνάμεων του Κέντρου
Στις 26 Ιουλίου 1953 ο Νικόλαος Πλαστήρας πεθαίνει. Η απώλειά του σφράγισε το τέλος μιας προσπάθειας για συγκρότηση ενός ενιαίου πολιτικού χώρου έκφρασης κεντρώων ψηφοφόρων. Παράλληλα, κατέδειξε το χάσμα μεταξύ των διαφόρων πολιτικών εκφάνσεων του βενιζελισμού, σε μια περίοδο συνεχών πολιτικών ανακατατάξεων, λίγα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Είναι άλλωστε ενδεικτικό της ανησυχίας του πρώην πρωθυπουργού ότι είκοσι μόλις ημέρες πριν αποβιώσει, παρά την κλονισμένη υγεία του, δήλωνε ότι θα ετίθετο επικεφαλής σταυροφορίας της ΕΠΕΚ για την τελική νίκη. Σημείωνε δε ότι το κόμμα του θα έμενε «μακράν από το ΚΚΕ και τας οιασδήποτε εμφανίσεις του και μακράν της αντιδραστικής Δεξιάς και τας οιασδήποτε μεταμορφώσεις της».
Αντίθετα, το ΔΚΕΛ κατά το επόμενο διάστημα διερεύνησε τις πιθανότητες μιας πολιτικής σύμπραξης με την ΕΔΑ, διαμορφώνοντας ένα εντελώς νέο πλαίσιο για τον χώρο του Κέντρου. Στις αρχές του 1956, οι σχετικές διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε μια ευρύτατη συνεργασία Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, που με τη στήριξη και πολλών πρώην βουλευτών της ΕΠΕΚ έδειχνε να αποκτά ισχυρή δυναμική ενόψει των επικείμενων εκλογών, των πρώτων μετά τον θάνατο του Νικολάου Πλαστήρα. Τελικά, η κοινή κάθοδος όλων σχεδόν των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1956, υπό το σχήμα της Δημοκρατικής Ενωσης, εξασφάλισε την εκλογή 15 βουλευτών προερχόμενων από την ΕΠΕΚ και 18 από το ΔΚΕΛ. Σε κάθε περίπτωση, είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1961 οι δυνάμεις του Κέντρου –υπό την πίεση εσωτερικών και διεθνών παραγόντων– κατόρθωσαν να διαμορφώσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την ενοποίησή τους, ιδρύοντας την Ενωση Κέντρου. Ομως, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα ήταν πλέον εντελώς διαφορετικά.

* Ο κ. Χρήστος Χρηστίδης είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.