Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Μία ενδιαφέρουσα ανάλυση για το πως χάθηκαν από τον χάρτη 10 τράπεζες σε ένα χρόνο


Μέσα σε ένα χρόνο, δέκα τράπεζες «σβήστηκαν» από τον πιστωτικό χάρτη
Πρωτοφανής η αναδιάρθρωση του συστήματος, το οποίο κατά 90% ελέγχεται από τέσσερις τράπεζες
Του Γιάννη Παπαδογιάννη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Για την επόμενη ημέρα προετοιμάζονται οι τράπεζες μετά την ολοκλήρωση του μεγαλύτερου μέρους της αναδιάρθρωσης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πλέον, το σύνολο σχεδόν των τραπεζών βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα των τεσσάρων συστημικών πυλώνων, οι οποίες ελέγχουν το 90% της τραπεζικής αγοράς!

Στις αρχές του 2012, εκτός από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, δηλαδή Εθνική, Alpha, Eurobank και Πειραιώς λειτουργούσαν επιπλέον δέκα εμπορικές τράπεζες: Εμπορική, Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Millennium, Γενική, Αττικής, Probank, Νέα Proton, FBB και Πανελλήνια. Παράλληλα λειτουργούσαν και τρεις κυπριακές τράπεζες: η Τράπεζα Κύπρου, η Cyprus Popular Bank και η Ελληνική Τράπεζα.
Περίπου ένα χρόνο, και κάτι, μετά όλα έχουν αλλάξει. Η Εμπορική έχει απορροφηθεί από την Alpha Bank, η Αγροτική, η Γενική, η Millennium και οι τρεις κυπριακές έχουν περάσει στον έλεγχο του ομίλου Πειραιώς, η FBB έχει απορροφηθεί από την Εθνική Τράπεζα ενώ την προηγούμενη εβδομάδα ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση του Τ.Τ. και της Proton στον όμιλο Eurobank. Με αλλα λόγια, σε διάστημα λίγων μόνο μηνών έχουν «σβήσει» από τον χάρτη 10 τράπεζες!
Από τις μικρομεσαίου μεγέθους τράπεζες μόνο η Τράπεζα Αττικής κατάφερε, ολοκληρώνοντας με επιτυχία την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, να διατηρήσει την αυτονομία της και είναι η μόνη καθαρά ιδιωτική τράπεζα. Σε αγώνα δρόμου βρίσκεται και η διοίκηση του Probank για τη συγκέντρωση των απαραίτητων κεφαλαίων προκειμένου να διατηρήσει την αυτονομία της. Η διοίκηση της τράπεζας έχει λάβει παράταση λίγων εβδομάδων προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια και πηγές της τράπεζας εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι η αύξηση θα ολοκληρωθεί με επιτυχία. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που η αύξηση δεν πετύχει, τότε η τράπεζα θα διασπαστεί σε καλό και κακό κομμάτι όπου το κακό κομμάτι θα τεθεί σε εκκαθάριση και το καλό θα περάσει στον έλεγχο μιας από τις συστημικές τράπεζες.
Από εδώ και πέρα οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών έχουν το δύσκολο έργο να προσαρμόσουν τους οργανισμούς που διοικούν στη νέα οικονομική πραγματικότητα. Δηλαδή σε συρρίκνωση μεγεθών ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα νέα οικονομικά μεγέθη. Μέχρι το τέλος του μήνα θα πρέπει να συμφωνήσουν με τις ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές τα οριστικά σχέδια αναδιάρθρωσης τα οποία θα περιγράφουν με ακρίβεια τον τρόπο και τη στρατηγική των τραπεζών. Η πώληση όλων των μη τραπεζικών εργασιών, η επιλεκτική πώληση θυγατρικών στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης αλλά και η απομόχλευση στην εγχώρια αγορά αποτελούν τις βασικές κατευθύνσεις. Σήμερα το υπόλοιπο καταθέσεων διαμορφώνεται στα 163,4 δισ. ευρώ ενώ το υπόλοιπο δανείων στα 223,8 δισ. ευρώ. Η μεγάλη διαφορά των 60 δισ. ευρώ θα καλυφθεί εν μέρει από την αναμενόμενη επιστροφή καταθέσεων και εν μέρει από την απομόχλευση δηλαδή τη μείωση των υπολοίπων δανείων (θα χορηγούνται λιγότερα νέα δάνεια από όσα αποπληρώνονται). Παράλληλα, οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε μείωση καταστημάτων αλλά και προσωπικού.
Καθοριστικό σημείο για τις τράπεζες θα αποτελέσει η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο. Η άσκηση θα εξετάσει τις αντοχές των τραπεζών υπό το πρίσμα των νέων μακροοικονομικών δεδομένων. Οπως σημειώνουν στην «Κ» τραπεζικά στελέχη όταν δημοσιευτούν τα αποτελέσματα του stress test θα δούμε πού πραγματικά βρίσκεται η κάθε τράπεζα.
Το «αγκάθι» του ακριβού χρήματος
Πρόσθετο «βάρος» ύψους 4 δισ. ευρώ δημιουργεί στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε τόσο υψηλά επίπεδα. Τη στιγμή που το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο 0,5% το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στην Ελλάδα είναι στο 4%, διαμορφώνοντας ένα δυσανάλογα υψηλό κόστος του χρήματος για την οικονομία. Αν συνυπολογιστεί και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, τότε το κόστος του χρήματος ξεπερνά το 4,5%. Ετσι σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, το μέσο επιτόκιο προς επιχειρήσεις διαμορφώνεται στο 6% ή 12 φορές υψηλότερα από το βασικό επιτόκιο παρέμβασης της ΕΚΤ, ενώ το μέσο επιτόκιο για χορηγήσεις προς ελεύθερους επαγγελματίες προσεγγίζει το 8% δηλαδή 16 φορές υψηλότερο από το επιτόκιο της ΕΚΤ. Το υψηλό κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα σε συνδυασμό με άλλες κρίσιμες παραμέτρους όπως το δυσανάλογα υψηλό κόστος ενέργειας αλλά και τα υψηλά έμμεσα «κόστη» που δημιουργούν η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα καθιστούν ασύμφορο το επιχειρείν στη χώρα μας. Το υψηλό κόστος του χρήματος και η ανάγκη αποκλιμάκωσης των επιτοκίων αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που συζήτησαν στις αρχές της εβδομάδας ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank). Ο πρωθυπουργός ζήτησε από τις διοικήσεις των τραπεζών να συμβάλουν ουσιαστικά στην ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά που αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας.