Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Η ανάλυση του Economist για την περίπλοκη συνταγή επιτυχίας του γερμανικού οικονομικού πειράματος


Η περίπλοκη συνταγή επιτυχίας του γερμανικού οικονομικού πειράματος
Οι μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις και οι εξαγωγές θεωρούνται πυλώνες της ανάπτυξης
The Economist
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η κοιλάδα του Νέκαρ, όχι μακριά από τη Στουτγκάρδη, είναι η περιοχή όπου έχουν την έδρα τους εκατοντάδες μικρομεσαίες γερμανικές εταιρείες, οι οποίες είναι ένα πολύ επιτυχημένο στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Μαζί με γίγαντες όπως οι Siemens, Bosch και BMW οι μικρομεσαίες γερμανικές εταιρείες συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της γερμανικής βιομηχανίας και ενισχύουν σημαντικά τις εξαγωγές της χώρας. Η συνεισφορά του μεταποιητικού κλάδου στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη στη Γερμανία απ’ ό,τι στις υπόλοιπες πλούσιες χώρες, ενώ και η συνεισφορά των εξαγωγών είναι πολύ ισχυρή. Η μισή από την ανάπτυξη της Γερμανίας την περασμένη δεκαετία οφείλεται στις εξαγωγές. Το εξωτερικό πλεόνασμα της Γερμανίας, 188 δισ. ευρώ ή 7% του ΑΕΠ, είναι το μεγαλύτερο του κόσμου σε απόλυτους όρους και ένα από τα μεγαλύτερα ως ποσοστό της οικονομίας.
Για τους Γερμανούς, οι ισχυρές εξαγωγές και τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα είναι σημάδι οικονομικής ισχύος, αν και οι εξωτερικοί παρατηρητές εντυπωσιάζονται περισσότερο από το χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Πριν από μια δεκαετία η ανεργία στη Γερμανία ήταν από τις υψηλότερες σε πλούσια χώρα. Σήμερα, το ποσοστό ανεργίας είναι 5,4%. Ολ’ αυτά τα στοιχεία δεν είναι το αποτέλεσμα ανθηρής ανάπτυξης. Κατά την περασμένη δεκαετία η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε, κατά μέσο όρο, πιο αργά από την αμερικανική και τη βρετανική και ελάχιστα ταχύτερα από την οικονομία συνολικά της Ευρωζώνης. Ωστόσο, η Γερμανία κατάφερε ν’ αποφύγει την αύξηση των απολύσεων μετά την οικονομική κρίση και κατάφερε να βάλει στην αγορά εργασίας πολλούς νέους.
Πώς το κατάφερε; Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η εξήγηση βρίσκεται στο μοντέλο των μικρομεσαίων εταιρειών και στο σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπου συνδυάζονται η πρακτική εξάσκηση σε εταιρείες με τη θεωρητική εκπαίδευση. Σύμφωνα δε με τη γερμανική κυβέρνηση, η χώρα «έκανε τα μαθήματά της» εισάγοντας σκληρές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μετά το 2003. Παράλληλα, η εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο ενθάρρυνε τη συγκράτηση των μισθών. Ολα αυτά τα στοιχεία βοήθησαν και ειδικότερα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν τα μέγιστα. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτά. Ενα φθηνό νόμισμα, η τύχη και ο δημοσιονομικός πραγματισμός βοήθησαν επίσης. Ο 21ος αιώνας βρήκε τη Γερμανία σε κακή κατάσταση. Οι μισθοί είχαν αυξηθεί μετά την ενοποίηση το 1990, ο προϋπολογισμός περιελάμβανε σημαντική μεταφορά ποσών προς την πρώην Ανατολική Γερμανία, και υπερβολικές κανονιστικές ρυθμίσεις «έπνιγαν» την οικονομία. Προκειμένου να τ’ αποφύγουν όλ’ αυτά, πολλές γερμανικές εταιρείες, περιλαμβανομένων πολλών μικρομεσαίων, άρχισαν να μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στην ανατολική Ευρώπη. Σοκαρισμένη από το υψηλό ποσοστό ανεργίας η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ εισήγαγε σαρωτικές φορολογικές, κανονιστικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις το 2003. Η σημαντικότερη μεταρρύθμιση ήταν αυτή της αγοράς εργασίας και ειδικότερα των χαμηλόμισθων. Η κυβέρνηση κατήργησε τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών για αμοιβές μικρότερες των 400 ευρώ, ενθαρρύνοντας αποφασιστικά τη δημιουργία θέσεων μερικής απασχόλησης, ενώ η θέσπιση ενός μόνο επιδόματος ανεργίας ώθησε τους μακροχρόνια ανέργους πίσω στην εργασία. Αυτές και άλλες μεταρρυθμίσεις κόστισαν στον κ. Σρέντερ τις εκλογές του 2005, αλλά έδωσαν στους εργοδότες κίνητρο να δημιουργήσουν προσωρινές θέσεις εργασίας και στους ανέργους το κίνητρο να τις πάρουν.
Σε συνδυασμό με τη μετακίνηση πολλών εργοστασίων ανατολικά, τα γερμανικά εργατικά συνδικάτα αποδέχτηκαν τη συγκράτηση των μισθών. Μεταξύ 2001 και 2010 οι μισθοί στη Γερμανία αυξήθηκαν ονομαστικά, κατά μέσο όρο, μόλις κατά 1,1% και σε πραγματικούς όρους παρέμειναν στάσιμοι. Το κόστος ανά μονάδα εργασίας μειώθηκε κατακόρυφα σε σχέση με των άλλων χωρών. Παράλληλα, με την εντυπωσιακή λιτότητα, οι γερμανικές εταιρείες στάθηκαν τυχερές, καθώς η μεταρρύθμιση συνέπεσε με μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών, ιδίως της Κίνας.
Αν η γερμανική επιτυχία οφείλεται σε περισσότερους παράγοντες απ’ όσους θέλουν να παραδεχτούν οι Γερμανοί, είχε και κόστος που λίγοι παραδέχονται. Το βιοτικό επίπεδο των περισσοτέρων Γερμανών παρέμεινε στάσιμο, ο πλούτος είναι πολύ άνισα κατανεμημένος και οι οικονομίες των Γερμανών επενδύθηκαν εντυπωσιακά άσχημα από τις γερμανικές τράπεζες, που από το 2006 έχασαν το 20% του ΑΕΠ σε καταστροφικές επενδύσεις (αγορά ακινήτων ΗΠΑ- Ισπανίας). Εξαιτίας όλων αυτών των λόγων εξηγείται μερικώς η στάση των Γερμανών στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης.
Ο Γερμανός εργάτης
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι είναι σκεπτικοί όσον αφορά τη μεταφορά πόρων στη νότια Ευρώπη όχι μόνο εξαιτίας του φόβου τους για τον πληθωρισμό ή εξαιτίας της εμπειρίας τους με τη μεταφορά πόρων στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Ο σκεπτικισμός τους οφείλεται και στο γεγονός ότι ο συνηθισμένος Γερμανός εργάτης αισθάνεται ότι δεν είναι πλουσιότερος από τον Ισπανό, τον οποίο βλέπει να οδηγεί γερμανικό αυτοκίνητο, όταν ο ίδιος πηγαίνει για διακοπές στην Ισπανία. Μετά από 10 χρόνια στασιμότητας των μισθών και δεδομένης της ασυνήθιστα μεγάλης ανισοκατανομής του πλούτου η εντύπωσή του δεν είναι τελείως λανθασμένη.