Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο της Washington Post για την τρομοκρατία και τα όρια στην παρακολούθηση


Τρομοκρατία και όρια στην παρακολούθηση
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Σύμφωνα με τον ανώτατο αξιωματούχο των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία, τους βομβιστές του Μαραθωνίου της Βοστώνης συνέδραμαν ξένα τρομοκρατικά δίκτυα.
«Μέχρι στιγμής δεν έχω διαπιστώσει κάτι που να επιβεβαιώνει τους φόβους ότι υπήρχε ευρύτερη συνωμοσία», δήλωσε ο Τζέιμς Κλάπερ, γενικός διευθυντής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών (DNI) σε συνέντευξη που μου παραχώρησε. Ο Κλάπερ απάντησε σε ερώτημα σχετικά με δημοσίευμα εφημερίδας, του οποίου οι συντάκτες ανέφεραν δύο Ρώσους εξτρεμιστές ως πιθανούς συνενόχους των βομβιστών. Οι δηλώσεις του Κλάπερ είναι μία ακόμη ένδειξη ότι οι βομβιστικές επιθέσεις των αδελφών Τσαρνάεφ, του Ταμερλάν και του Τζοχάρ, οργανώθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και έχουν περισσότερη σχέση με τις μαζικές δολοφονίες στο σχολείο του Νιουτάουν στο Κονέτικατ και λιγότερο με συνωμοσία της Αλ Κάιντα.
«Μπορεί να έδρασαν μόνοι τους, ωστόσο θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα, προτού καταλήξουμε σε συμπεράσματα», τόνισε ο Κλάπερ. «Η έρευνα εστιάζει στο πώς ριζοσπαστικοποιούνται οι άνθρωποι, τι ρόλο παίζουν οι προσωπικές τους πικρίες και πόσο αυτές τροφοδοτούνται από τις σελίδες των φανατικών ισλαμιστών στο Διαδίκτυο». Ο Κλάπερ προσθέτει ότι για τις συνωμοσίες που εξυφαίνονται στις ΗΠΑ, οι 17 μυστικές υπηρεσίες που υπάγονται στη δικαιοδοσία του έχουν πολύ συγκεκριμένα όρια ως προς τη συλλογή πληροφοριών. Ο νεότερος αδελφός, ο Τζοχάρ, ήταν Αμερικανός πολίτης ενώ ο Ταμερλάν είχε χαρακτηριστεί «πρόσωπο που διαμένει στις ΗΠΑ». Γι’ αυτούς τους λόγους οι δύο αδελφοί δεν τελούσαν υπό την παρακολούθηση του FBI και άλλων υπηρεσιών παρακολούθησης. «Υπάρχουν περιορισμοί σχετικά με το μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να παρακολουθούμε Αμερικανούς πολίτες», λέει ο Κλάπερ. Προειδοποιεί ότι οι πιο έντονες προσπάθειες των μυστικών υπηρεσιών να φτάσουν στην άκρη του νήματος, μπορεί να εγείρουν σοβαρά ζητήματα ως προς την προστασία των πολιτικών ελευθεριών. Και θέτει τα ερωτήματα: «Θέλουν οι πολίτες να ελέγχουμε περισσότερο τη δραστηριότητά τους στο Διαδίκτυο, να παρακολουθούμε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους, να τους παρακολουθούμε όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό;».
Οι επικριτές του επισημαίνουν ότι το FBI και οι άλλες υπηρεσίες απέτυχαν στην έρευνά τους για τους Τσαρνάεφ. Επισημαίνουν ότι το 2011, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες είχαν προειδοποιήσει τη CIA για τον Ταμερλάν, γεγονός που είχε συνέπεια το FBI να διεξαγάγει, εκείνη τη χρονιά, έρευνα για το άτομό του. Ο Ταμερλάν Τσαρνάεφ όμως κατάφερε να ταξιδέψει στη Ρωσία τον Ιανουάριο του 2012 και να επιστρέψει στην Αμερική τον Ιούλιο του ιδίου έτους χωρίς να γίνουν περαιτέρω έρευνες για το άτομό του. Ο Κλάπερ πάντως υποστηρίζει ότι οι μυστικές υπηρεσίες ακολουθούσαν πιστά τους κανόνες για τη χρήση στοιχείων της βάσης δεδομένων TIDE, την οποία διατηρεί το Εθνικό Κέντρο κατά της Τρομοκρατίας (NCTC) σχετικά με τις ταυτότητες υπόπτων ως τρομοκρατών.
Σύμφωνα με τον Κλάπερ, η έρευνα για τον Ταμερλάν από το FBI δεν είχε αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις σχέσεις του με τρομοκρατικά δίκτυα ώστε το όνομά του να συμπεριληφθεί σε κατάλογο υπόπτων και σε κατάλογο ατόμων που δεν επιτρέπεται να επιβιβαστούν σε αεροσκάφος. Και έτσι, σύμφωνα με τους κανόνες του NCTC, το όνομα του Ταμεράν Τσαρνάεφ αφαιρέθηκε από τη βάση δεδομένων. «Δεν είχαμε κανένα στοιχείο γι’ αυτόν. Το μόνο που είχαμε ήταν μια έρευνα των Ρώσων. Τρεις φορές ζητήσαμε διευκρινίσεις. Το FBI πραγματοποίησε ενδελεχή έλεγχο, ξαναζήτησε διευκρινίσεις, τις οποίες όμως δεν έλαβε», προσθέτει ο Κλάπερ.
Στη διάρκεια της συνέντευξης που μού παραχώρησε, ο Κλάπερ ύψωσε αρκετές φορές τον τόνο της φωνής του για να υποστηρίξει ότι η δουλειά του δεν είναι να εποπτεύει αν γίνονται σωστά οι παρακολουθήσεις, αλλά να διαχειρίζεται πληροφορίες σεβόμενος τη νομοθεσία περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, η οποία όμως περιορίζει τη δυνατότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να συγκεντρώνει πληροφορίες. Λίγο πριν ξεσπάσει η υπόθεση των αδελφών Τσαρνάεφ, ο Κλάπερ θυμίζει ότι ο γενικός επιθεωρητής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών (DNI) είχε διεξαγάγει έρευνα για το αν το Εθνικό Κέντρο κατά της Τρομοκρατίας (NCTC) σέβεται τους κανόνες που διέπουν τη βάση δεδομένων TIDE.
Δεδομένων των ορίων της κυβέρνησης ως προς την παρακολούθηση των εγχώριων εξτρεμιστών, ποια είναι συνεπώς η στρατηγική για την αποτροπή της εγχώριας τρομοκρατίας; Η στρατηγική αυτή κυρίως εστιάζει στο άνοιγμα σε μουσουλμανικές και άλλες κοινότητες ώστε να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους για τον έλεγχο και την αποτροπή πιθανής τρομοκρατικής δράσης.
Η απλή ριζοσπαστικοποίηση –το να επισκέπτεται κάποιος σελίδες φανατικών ισλαμιστών στο Διαδίκτυο ή να μιλάει για εξτρεμιστικές ομάδες– είναι 100% νόμιμη, σημειώνει ένας αναλυτής. Το σημείο καμπής είναι όταν κάποιος κινητοποιείται για να δράσει προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή όμως η αλλαγή είναι δύσκολο να εντοπιστεί, γιατί συνήθως συμβαίνει στη «σφαίρα του ιδιωτικού βίου», όπως συνέβη και στην περίπτωση των αδελφών Τσαρνάεφ. Ακόμη και όταν επισκέπτονταν σελίδες φανατικών ισλαμιστών στο Διαδίκτυο ή έστελναν εμπρηστικά μηνύματα, η δράση των δύο αδελφών δεν μπορούσε να ελεγχθεί με νόμιμο τρόπο.
Αναλυτές επισημαίνουν πως η επαφή με τις κοινότητες μουσουλμάνων είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να αποτρέψουν την ανάπτυξη της εγχώριας τρομοκρατίας. Αν οι οικογένειες των μουσουλμάνων νιώσουν ότι αποτελούν τμήμα μιας μεγαλύτερης αμερικανικής οικογένειας, τότε έχουν μεγαλύτερο συμφέρον να ελέγξουν και να αποτρέψουν τη βία. Και αυτό δεν το λέει κάποιος τυχαίος, αλλά ορισμένοι από τους καλύτερους ειδικούς για την πάταξη της τρομοκρατίας στις ΗΠΑ.
Ο Κλάπερ και οι αναλυτές του καταλήγουν ότι η σωστή απάντηση σε εγχώριες συνωμοσίες δεν είναι η παρακολούθηση από ένα αστυνομικό κράτος, αλλά η σωστή αστυνόμευση σε επίπεδο των κοινοτήτων. Αυτή η στάση δεν θα αποτρέψει μια συνωμοσία ατόμων που ριζοσπαστικοποιούνται όπως οι αδελφοί Τσαρνάεφ, αλλά «δεν έχει πιθανότητες να εξελιχθεί σε ένα μαζικό φαινόμενο».