Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας



Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας
Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη
By Δημήτρης Α. Ιωάννου
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία (και παρουσιάζουν με πολύ γλαφυρό τρόπο οι Reinhart-Rogoff [1]), όταν μία χώρα χρεοκοπεί, η απομείωση του χρέους (haircut) είναι τις περισσότερες φορές αναπόφευκτη. Πράγμα που συνεπάγεται απώλεια για τους πιστωτές.
Στην περίπτωση, όμως της Ελλάδας το 2010 το πρόβλημα ήταν πιο σύνθετο. Τυχόν απώλειες των πιστωτών, δηλαδή κυρίως των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα δημιουργούσαν κινδύνους οι οποίοι ήταν αδύνατον την συγκεκριμένη στιγμή να σταθμισθούν και να εκτιμηθούν σε όλες τους τις διαστάσεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσο της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας όσο και του γεγονότος ότι η Ελλάδα ήταν μέλος μιας νομισματικής ένωσης, η οποία δεν διέθετε μηχανισμούς αντιμετώπισης παρόμοιων κρίσεων. Ο κίνδυνος δεν ήταν απλά μία επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας αλλά η κατάρρευση της ίδιας της νομισματικής ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι απολύτως φυσικό η πολιτική που θα επιλεγεί να ιεραρχεί τους κινδύνους αναλόγως της σοβαρότητάς τους.
Ο ισχυρισμός ότι οι Ευρωπαίοι και οι διεθνείς διασώστες της Ελλάδας, προκειμένου να μην υπάρξει «ύφεση», όφειλαν να επιλέξουν μία πολιτική η οποία θα είχε σαν στόχο να συνεχίσει η ελληνική οικονομία να συμπεριφέρεται ως μία οικονομία με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ, (γιατί σε αυτό το επίπεδο την τοποθετούσε η τελική κατανάλωση των νοικοκυριών της ύψους 170 δισεκατομμυρίων ευρώ, την στιγμή που η πραγματική παραγωγική δυναμικότητά της δεν έφτανε ούτε τα 200), είναι ανεδαφικός. Πρώτον διότι, όπως είναι απολύτως φυσιολογικό, μέλημα των ξένων πιστωτών δεν ήταν η ευημερία των Ελλήνων πολιτών αλλά η διάσωση των δικών τους οικονομιών από τις επιπτώσεις της ελληνικής χρεοκοπίας. Και, δεύτερον, διότι και για όσους είχαν ως κύριο και αποκλειστικό μέλημά τους τα ελληνικά συμφέροντα, θα ήταν απολύτως παράλογο και καταστροφικό να υποστηρίξουν και να επιδιώξουν την συνέχιση της ίδιας ακριβώς πορείας που μέχρι την στιγμή εκείνη είχε ακολουθήσει η ελληνική οικονομία. Αυτό -ακόμη και αν ήταν εφικτό- θα σήμαινε ότι πολύ σύντομα όχι πλέον η ελληνική οικονομία αλλά η ελληνική κοινωνία συνολικά θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη.
Εάν πραγματικά θέλει κανείς να ασκήσει ουσιαστική κριτική στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να κατηγορεί τον σχεδιασμό μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ανά ετήσια χρήση διότι αυτός ήταν μάλλον ήπιος και προοδευτικός και σε καθε περίπτωση προέκυπτε από την απλή αριθμητική, αφού κάθε άλλος –«οπισθοβαρής»- σχεδιασμός δεν θα εμπόδιζε το χρέος να αυξηθεί εκθετικά. Η κριτική θα έπρεπε να στραφεί στον τρόπο υλοποίησής του από ελληνικής πλευράς, όπου αντί να δοθεί βάρος στην μείωση των δαπανών δόθηκε βάρος στην αύξηση των εισπράξεων, εξ αιτίας τόσο της πρυτανεύουσας και γνωστής πολιτικής νοοτροπίας των πελατειακών σχέσεων όσο και εξ αιτίας της ψευδαισθήσεως ότι επρόκειτο για μία κρίση προσωρινού χαρακτήρα. Επίσης, όμως, η κριτική θα πρέπει να στραφεί και στις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που εστράφησαν εναντίον του σταθεροποιητικού προγράμματος, είτε εάν επρόκειτο για «συστημικές», που διακρίθηκαν σε αερολογίες όπως τα περί διαχωρισμού «κυκλικού» και «διαρθρωτικού» ελλείμματος, είτε για «αντι-συστημικές», που διακρίθηκαν στα περί «συρρικνώσεως» του ΑΕΠ λόγω «συσταλτικής» πολιτικής.
Και στις δύο περιπτώσεις, με την καταχρηστική επίκληση ή το ψευτο-επιστημονικό επίχρισμα μίας θεωρητικής αναφοράς στην κεϋνσιανή θεωρία, εκείνο που συνέβη ήταν να εμποδισθεί η κοινωνία να αντιληφθεί την αδήριτη αναγκαιότητα εφαρμογής και επιτυχίας του σταθεροποιητικού προγράμματος. Με παρόμοιο στρεψόδικο και δημαγωγικό τρόπο, συμβάλλοντας ακόμη περισσότερο στην εμπέδωση πεπλανημένων πεποιθήσεων στην κοινή γνώμη, χειρίστηκαν οι εγχώριοι εκπρόσωποι του αγοραίου κεϋνσιανισμού, σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, και το λανθασμένο από οικονομολογική άποψη θέμα των υποτιμημένων -υποτίθεται- δημοσιονομικών «πολλαπλασιαστών».
Η ΣΩΣΤΗ ΤΙΜΗ ΤΟΥ «ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ»
Η έννοια του «πολλαπλασιαστή» έχει προταθεί από την κεϋνσιανή θεωρία για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης αιτιακής σχέσης δύο μεταβλητών οι οποίες συνηθέστερα, αλλά όχι πάντα, είναι το επίπεδο του ΑΕΠ και κάποια μορφή δημοσιονομικής δαπάνης (είσπραξης). Ακολουθώντας το σχετικό εγχειρίδιο εργασίας του ΔΝΤ [2], ας προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε, κατά προσέγγισιν, τον πλέον στοιχειώδη «πολλαπλασιαστή» (impact multiplier) της δημόσιας δαπάνης για τα κρίσιμα χρόνια της ελληνικής οικονομίας. Αυτός καθορίζεται ως ο λόγος της αύξησης/μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ προς την αυτόνομη αύξηση/μείωση της πρωτογενούς δημοσιονομικής δαπάνης σε μία ορισμένη περίοδο [ΔΥ(t)/ΔG(t)]. Το 2008, λοιπόν, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε (σε σχέση με το προηγούμενο έτος) κατά 7 δισεκατομμύρια, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 10. Ο «πολλαπλασιαστής» της περιόδου ήταν 10/7=1,43. Είχε δηλαδή μια σημαντική τιμή που μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η δημοσιονομική επέκταση πράγματι βοήθησε την αύξηση του ΑΕΠ σημαντικά. Το 2009, όμως, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε κατά 13 δισεκατομμύρια ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2. Ο «πολλαπλασιαστής»: -2/13=-0,15. Σχεδόν μηδενικός, με ανεπαίσθητα αρνητική τάση, που υπονοεί ότι η σημαντική δημοσιονομική επέκταση δεν κατάφερε να έχει καμμία θετική επίπτωση επί του επιπέδου του ΑΕΠ. Αυτό φανερώνει την ύπαρξη καμπής στην πορεία μεγέθυνσης του ΑΕΠ και μάλιστα -πράγμα που είναι πολύ σημαντικό- προ της ελεύσεως του ΔΝΤ, της Τριμερούς και του Μνημονίου. (Ο ψύχραιμος παρατηρητής, δηλαδή, πρέπει να συγκρατήσει εδώ το γεγονός ότι η σημαντική αυτόνομη αύξηση της δημοσιονομικής δαπάνης δεν είχε το παραμικρό «πολλαπλασιαστικό» αποτέλεσμα, γεγονός που χρήζει ερμηνείας η οποία έως σήμερα δεν έχει δοθεί, αλλά και που δημιουργεί, κατ΄ αρχήν, την υποψία ότι η ελληνική οικονομία είχε προσεγγίσει ένα επίπεδο πέραν του οποίου δεν ήταν δυνατή η μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν η δημοσιονομική επέκταση ήταν πλέον τερατώδης σε μέγεθος. Κάτι που δημιουργεί, επίσης, την υποψία ότι από κάποιο σημείο διόγκωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και μετά, οι «αναπτυξιακές» ιδιότητες του «πολλαπλασιαστή» -όποιες και αν ήταν προηγουμένως- ατονούν και μηδενίζονται). Το 2010 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε, ως συνέπεια του σταθεροποιητικού προγράμματος, κατά 13 δισεκατομμύρια και το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 9 δισεκατομμύρια. Ο «πολλαπλασιαστής» διαμορφώθηκε ως εξής: -9/-13=0,7. Μία τιμή μάλλον λογική, η μόνη κοντά στις αρχικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Το 2011 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε 6 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό, πάντα, ΑΕΠ μειώθηκε 14. Ο «πολλαπλασιαστής»: -14\-6=2,33. Μία «εκρηκτική» τιμή, πολύ μακριά από την αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ. Το 2012 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 13. Ο «πολλαπλασιαστής», -13/-5=2,6, δείχνει να παίρνει, πλέον καταστροφικά μεγάλη τιμή, εάν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι εμφανίζεται σε περίοδο συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η εικόνα που δίνεται από την εκτίμηση της τιμής του στοιχειώδους και βραχυχρόνιου, αυτού, δημοσιονομικού «πολλαπλασιαστή» δεν είναι ούτε σαφής, ούτε διαφωτιστική. Το εύρος της διακύμανσής του σε διάρκεια 5 ετών (από το -0,15 έως το +2,6) είναι τόσο μεγάλο και η συμπεριφορά του τόσο ιδιοσυγκρασιακή ώστε να μην παρέχει την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πρόβλεψης και προγραμματισμού της οικονομικής πολιτικής. Για να έχει κάποια χρηστική αξία ένας «πολλαπλασιαστής» θα πρέπει να είναι, έστω και κατά προσέγγιση, «γραμμικός», δηλαδή οι τιμές του αφ’ ενός μεν από περίοδο σε περίοδο, αφ’ ετέρου δε από επίπεδο εισοδήματος σε επίπεδο εισοδήματος να μην μεταβάλλονται δραματικά, ώστε μέσω της σταθερότητάς του να μπορεί να εκτιμηθεί, έστω και πάλι κατά προσέγγισιν, τι επιπτώσεις θα έχει στο επίπεδο του ΑΕΠ μία συγκεκριμένη αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής. (Γι’ αυτό το ΔΝΤ χρησιμοποιούσε έναν «πολλαπλασιαστή» με τιμή 0,5, δηλαδή «γραμμικό»).
Αντίθετα αν ο «πολλαπλασιαστής» έχει διαγραμματικά μια εικόνα «πορείας μεθυσμένου», ή μία εικόνα καμπύλης με ισχυρή ροπή κυρτότητας ή κοιλότητας μετά από ένα ορισμένο σημείο μείωσης (αύξησης) του ΑΕΠ, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν χρηστικό εργαλείο πρόβλεψης. Μόνο που οι μηχανισμοί που χαράσσουν οικονομική πολιτική δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά με μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές» και την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Για τον λόγο αυτό δημιουργούν μέσους όρους και «γραμμικοποιούν» τα δεδομένα, αντιμετωπίζοντας, εν τούτοις, ένα γνωστό πρόβλημα της στατιστικής το οποίο είναι το εξής: όσο πιο μεγάλο εύρος της μεταβλητής, και όσο πιο μεγάλη διασπορά της τιμής της υποβάλλεις στην διαδικασία της «γραμμικοποίησης», τόσο πιο μεγάλο κίνδυνο αντιμετωπίζεις να χάσεις σε ακρίβεια. Έτσι, καμιά φορά αναγκάζονται, όπως συμβαίνει σήμερα με το ΔΝΤ, να αναφερθούν σε μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές», ιδιαίτερα αν διαπιστωθεί ότι οι εκτιμήσεις τους, που στηρίζονται συνήθως σε κάποιους rules of thumb, (όπως για παράδειγμα ότι στις «μικρές ανοιχτές οικονομίες» ο δημοσιονομικος «πολλαπλασιαστής» είναι 0,5) αποδειχθούν ανακριβείς.
Άλλωστε, το ίδιο το πνεύμα της κεϋνσιανής θεωρίας είναι πως το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» δεν μπορεί να είναι «γραμμικό» σε όλη του την έκταση και τούτο διότι άλλη συμπεριφορά παρουσιάζει η οικονομία εάν βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης και άλλη αν βρίσκεται σε κατάσταση υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών της. Η εφαρμογή μίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, στην πρώτη περίπτωση, όπως ρητά αναφέρει και ο ίδιος ο Κέυνς, δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα παρά την αύξηση των ονομαστικών τιμών, με τα πραγματικά μεγέθη να παραμένουν αμετάβλητα. Στην περίπτωση αυτή ο «πολλαπλασιαστής» θα είναι μηδέν. Αντίθετα, σε συνθήκες υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα έχει θετικές επιπτώσεις στο επίπεδο του εισοδήματος. Ο «πολλαπλασιαστής» σε μία παρόμοια περίπτωση θα είναι θετικός, μεγαλύτερος από μηδέν. Πράγμα, όμως, που σημαίνει ότι κινούμενοι κατά μήκος του άξονα που μετρά το επίπεδο του ΑΕΠ δεν έχουμε έναν γραμμικό αλλά έναν καμπύλο «πολλαπλασιαστή».
Για τον λόγο αυτό, προκαλεί εντύπωση οτι σε ένα κείμενο του 2012 οι ερευνητές του ΔΝΤ ξαναανακαλύπτουν την, ήδη γνωστή από το 1936, αλήθεια αυτή: «Although most studies do not distinguish between multipliers in different underlying states of the economy, the effects of fiscal economy shocks on economic activity are likely nonlinear. Surprisingly few studies have tried to distinguish between multipliers in downturns and expansions» [3]. Και τούτο όχι μόνο διότι αυτή η διαφορά είναι το κύριο νόημα της κεϋνσιανής θεωρητικής πρότασης, και μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά και διότι, στην περίπτωση του «βήματος του μεθυσμένου» ή της καμπυλοκυρτότητας, είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν πρόκειται καν για «πολλαπλασιαστή» αλλά απλά για μία απλή απεικόνιση της παράλληλης κίνησης, μέσα στον χρόνο, δύο μεταβλητών, μεταξύ των οποίων είτε δεν υπάρχει αιτιακός αλληλοπροσδιορισμός, είτε, αν υπάρχει, είναι διαφορετικός από αυτόν που περιγράφει η κλασσική κεϋνσιανή θεωρία. (Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, δηλαδή, αυτό που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς είναι ότι ο «πολλαπλασιαστής» είναι καμπύλος με την έννοια ότι μετά από ένα επίπεδο δημοσιονομικής διόγκωσης και αύξησης του χρέους οι τιμές του μηδενίζονται ή καταρρέουν όσον αφορά την περαιτέρω αυτόνομη δημοσιονομική διεύρυνση και γιγαντώνονται όσον αφορά την δημοσιονομική σύστολή. Και αυτό, όμως, είναι μία απλή «οπτική» ερμηνεία της συμπεριφοράς του, που απαιτεί μεγαλύτερη θεωρητική υποστήριξη). Οι εξεζητημένες οικονομετρικές τεχνικές που χρησιμοποιούν διάφορες έρευνες για να συνάγουν μικρούς ή μεγάλους πολλαπλασιαστές, πάντως, στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύουν κατά κανένα τρόπο την αιτιακή σχέση μεταξύ των μεταβλητών που εξετάζουν.[4] Όπως είναι γνωστό «correlation does not imply causation» και εκείνος που θα βρεί την μέθοδο που θα εντοπίζει την κατεύθυνση της αιτιότητας θα πάρει την θέση του στην ιστορία των μαθηματικών δίπλα στον Ευκλείδη, τον Descartes και τον Gauss. Προς το παρόν, λοιπόν, η λειτουργία του φαινομένου του «πολλαπλασιαστή» συνάγεται μετα-στατιστικά με βάση την θεωρία που την υποστηρίζει.
Έστω, όμως, και μετά την όψιμη παραδοχή αυτού που ήταν ήδη γνωστό από το 1936, ότι δηλαδή οι «πολλαπλασιαστές» ποικίλλουν ανά χώρα αλλά και ανά περίοδο, το ερώτημα παραμένει: ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ένας «πολλαπλασιαστής» μπορεί να λειτουργεί «γραμμικά», έστω και κατά προσέγγισιν, πράγμα που σημαίνει πως μία αυτόνομη αλλαγή στο επίπεδο της δημοσιονομικής δαπάνης θα έχει μία σχετικά προβλέψιμη επίδραση στο επίπεδο του εισοδήματος; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα υπάρχει προφανώς στο ίδιο σύστημα ιδεών που μας έδωσε και την ιδέα του «πολλαπλασιαστή». Το περιβάλλον στο οποίο ισχύει κάτι τέτοιο είναι το περιβάλλον το οποίο περιγράφει η «Γενική Θεωρία» του Κέυνς που ασχολείται με τις διακυμάνσεις του «επιχειρηματικού κύκλου» (τον οποίον ο Κέυνς στο βιβλίο του ονόμαζε και trade cycle αλλά στην συνέχεια καθιερώθηκε ως business cycle). Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για τις οικονομικές κρίσεις, έκτοτε, γίνεται με τους όρους που έθεσε ο Κέυνς, είτε με αποδοχή, είτε με απόρριψη της θεωρίας του. Βασική ιδέα που διαπερνάει όλη την «Γενική Θεωρία» (και ο ίδιος ο Κέυνς διατυπώνει ρητά στο Κεφάλαιο 22 που φέρει τον τίτλο «Notes on the Trade Cycle») είναι πως η οικονομία για να επανέλθει σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης των συντελεστών της δεν απαιτεί δομικούς μετασχηματισμούς. Η επανεξισορρόπησή της μπορεί να επιτευχθεί ομαλά με την επιστροφή του επιπέδου των επενδύσεων στο σημείο εκείνο από το οποίο είχαν αποκλίνει, και το οποίο είναι το σημείο που εγγυάται την ομαλή αναπαραγωγή του (άριστου) κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας, όταν δηλαδή η «οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου» (the marginal efficiency of capital) αποκατασταθεί και οι επιχειρηματίες κρίνουν και πάλι ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων τους θα είναι αποδοτική και κερδοφόρα μεσο-μακροχρόνια. Συνεπώς, ο κεϋνσιανός «πολλαπλασιαστής» είναι τοπικά προσδιορισμένος και η μετατροπή του σε «γραμμικό», ή σε «μέσο όρο», δεν δημιουργεί μεγάλες απώλειες όσον αφορά την ακρίβειά του.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ
Η τρέχουσα κρίση, όμως, δημιούργησε νέους προβληματισμούς γιατί τα δεδομένα της δεν ήταν δυνατόν να περιορισθούν στην λογική του «επιχειρηματικού κύκλου», είτε αυτός εκλαμβάνεται ως ασταθής (κεϋνσιανισμός και νεομεταπλάσεις του, «νομισματισμός»), είτε ως η άριστη δυνατή διακύμανση της οικονομίας υπό τις υπάρχουσες συνθήκες (rational expectations theory, real business cycle theory). Κάτι που έγινε εμφανές και άρχισε να συνειδητοποιείται βαθύτερα, είναι ότι «κρίση» δεν σημαίνει πως υπάρχουν μόνο προσωρινές ή μεταβατικές επιπτώσεις στην οικονομία, όπως είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η δραστηριότητα ενός κλάδου συρρικνώνεται στην διάρκεια της «κάμψης» αλλά στην συνέχεια με την νέα «άνθηση» αυτός επανέρχεται σε ένα παραπλήσιο με το προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας, με την απασχόληση να αυξομειώνεται αναλόγως. Υπάρχουν επίσης, και είναι πολύ πιο σοβαρές, επιπτώσεις στην οικονομία οι οποίες είναι μόνιμες και έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα.
Ένας κλάδος, για παράδειγμα, που είχε διογκωθεί σημαντικά στην διάρκεια της περιόδου, εισέρχεται σε μία φάση συρρικνώσεως η οποία αποδεικνύεται ότι θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Το εργατικό δυναμικό που απασχολείτο σε αυτόν, και είχε προσαρμόσει τις επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητές του στις ανάγκες του, δεν φαίνεται να έχει ελπίδες πως θα βρει και πάλι απασχόληση σε συναφείς επιχειρήσεις στο ορατό μέλλον. Η μετάβαση, όμως, σε έναν νέο τομέα οικονομικής δραστηριότητας για όλο το πλεονάζον, εξ αιτίας της κρίσης, δυναμικό του κλάδου, είναι μία διαδικασία δύσκολη, επισφαλής και χρονοβόρα. Και μία οικονομική κάμψη που συντίθεται από προβλήματα τέτοιου τύπου, δηλαδή από την αποκάλυψη ότι ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι δεν είναι πλέον βιώσιμοι και καταρρέουν, χωρίς κανείς να μπορεί να τους διασώσει, είναι μία κάμψη τελείως διαφορετική από εκείνη που περιγράφει ο Κέυνς στην «Γενική Θεωρία» όπου το πρόβλημα προέρχεται από την -προσωρινή- μείωση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και μπορεί να αντιμετωπισθεί με ελαφριά αναδιάταξη των εισοδηματικών ροών, (δηλαδή με αξιοποίηση του φαινομένου του «πολλαπλασιαστή»).
Αντίθετα προς αυτήν την κεϋνσιανού τύπου κρίση, η κρίση με τα κλαδικά-διαρθρωτικά προβλήματα δείχνει να έχει άλλες χρονικές διαστάσεις (μακρύτερη διάρκεια επώασης αλλά και εξόδου), άλλο μέγεθος προβλημάτων (σοβαρή «διαρθρωτική» ανεργία και οριστική απαξίωση επενδεδυμένου κεφαλαίου) και άλλες γενεσιουργές αιτίες (κάμψη του εισοδήματος όχι λόγω υψηλών επιτοκίων αλλά, αντίθετα, λόγω πολλαπλών μη-βιώσιμων επενδύσεων (malinvestments) στις οποίες ώθησε μια περίοδος χαμηλών επιτοκίων και εξαιρετικά χαλαρής πιστωτικής πολιτικής). Σύμφωνα, δε, με όλες τις ενδείξεις, αυτή η δεύτερου είδους κρίση μη-κεϋνσιανού χαρακτήρα εμφανίζεται ως συνέπεια μακροχρόνιας πιστωτικής επέκτασης και ανάληψης μεγάλων χρεωστικών βαρών («μόχλευσης») από τους φορείς της οικονομίας.
Το βιβλίο των Reinhart-Rogoff αποτελεί μία προσπάθεια εμπειρικής καταγραφής σε διαχρονικό επίπεδο της διαμόρφωσης και των επιπτώσεων των κρίσεων χρέους. Το κείμενο εκείνο, όμως, που ο κάθε ένας ο οποίος επιθυμεί να κατανοήσει τι ακριβώς προκάλεσε την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση, (αλλά επίσης και τον χαρακτήρα της δυσπραγίας που μαστίζει την χώρα μας), πρέπει να μελετήσει είναι το δοκίμιο του Claudio Borio, «The financial cycle and macroeconomics: what we have learnt?»[5]. Κείμενο το οποίο, κατ’ αρχήν, ξαναθυμίζει το ξεχασμένο θεωρητικό ρεύμα που είχε στο κέντρο της μελέτης του τον «χρηματοπιστωτικο κύκλο» της οικονομίας, και απωθήθηκε στο περιθώριο της θεωρητικής συζήτησης εξ αιτίας της ανόδου του κεϋνσιανισμού αλλά και του ενδιαφέροντος που συγκέντρωσε η θυελλώδης, ενίοτε, σύγκρουσή του με τους υποτιθέμενους ή πραγματικούς αντιπάλους του. Η συνειδητοποίηση και διαπίστωση της σημασίας του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» για την μακροοικονομική σταθερότητα δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η κεϋνσιανή θεωρία διαψεύδεται, απορρίπτεται και στέλνεται στον κάλαθο των αχρήστων. Το αντικείμενό της, ο «επιχειρηματικός κύκλος», είναι μια εμπειρική πραγματικότητα, την ύπαρξη της οποίας δεν αρνείται ένα (σχεδόν) πλειοψηφικό ρεύμα της οικονομολογικής κοινότητας, όπως επίσης δεν αρνείται ούτε και την κεϋνσιανή μέθοδο ανάλυσης και προσέγγισής του. Όμως, η συνειδητοποίηση ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι κεϋνσιανές, (όπως και ότι όλα τα όνειρα δεν είναι φροϋδικά), μπορεί να κάνει επιτρεπτή την καταύγαση φαινομένων που όσο κάποιος προσπαθεί να τα αναλύσει με βάση την κεϋνσιανή ορθοδοξία παραμένουν μάλλον σκοτεινά και ανεξήγητα. Έτσι, μπορεί να αντιληφθεί κανείς και πόσο προκρούστεια είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια επιφανών κεϋνσιανών οικονομολόγων σήμερα όταν, στηριζόμενοι σε ορισμένες σωστές κεϋνσιανές διαπιστώσεις για επί μέρους περιπτώσεις, (όπως, για παράδειγμα, η καταστροφική πολιτική δημοσιονομικής αυστηρότητας που ακολουθεί στην Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση των Συντηρητικών), και γενικεύοντας άκριτα, επεκτείνονται και σε άλλες περιπτώσεις τελείως διαφορετικές στην ουσία τους, όπως η κρίση στον νότο της ευρωζώνης και επιμένουν, χρησιμοποιώντας τα ίδια αναλυτικά εργαλεία για τελείως διαφορετικές συνθήκες, να καταλήγουν σε απολύτως εσφαλμένες προτάσεις και άτοπες διαπιστώσεις που επιτείνουν την ήδη υπάρχουσα θεωρητική σύγχυση και ουσιαστικά υποδαυλίζουν την κρίση αντί να την καταστέλλουν.
Ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» της οικονομίας συνυπάρχει με τον «επιχειρηματικό κύκλο». Σύμφωνα, όμως, με τους μελετητές του έχει μια διαφορετική χρονική ταλάντωση, και για την ακρίβεια έχει πολύ χαμηλότερη χρονική συχνότητα: ενώ η διάρκεια του «επιχειρηματικού κύκλου», από το 1960 έως σήμερα στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, φθάνει έως τα 8 χρόνια, η μέση διάρκεια του «χρηματοπιστωτικού» είναι 16 χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό του, και αυτό που σηματοδοτεί την φάση στην οποία βρίσκεται ανά πάσαν στιγμή, είναι η σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένη κίνηση της πιστωτικής επέκτασης και των τιμών των ακινήτων. (Αντίθετα, η κίνηση των χρηματιστηριακών αξιών δεν φαίνεται να έχει υψηλό βαθμό συνδιακύμανσης μαζί του). Το μέγιστο του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» συμπίπτει σχεδόν πάντα με την εκδήλωση μιας κρίσης χρέους, μιας κρίσης δηλαδή που όλες οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι είναι κατά 50%, τουλάχιστον, πιο ισχυρή από την κλασσική κρίση του «επιχειρηματικού κύκλου». Όπως, δε, αναφέρθηκε και πιο πάνω, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των Reinhart-Rogoff, όχι μόνο το χρονικό μήκος της είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της κλασικής κεϋνσιανής κρίσης αλλά και πολύ συχνά στο τέλος της, κατά την έξοδο της οικονομίας από την κάμψη, δεν επανακτάται όλο το κατά την διάρκειά της απωλεσθέν εισόδημα, και η οικονομία δεν επανέρχεται στο προηγούμενο επίπεδο ευημερίας παρά πολύ αργότερα. Με δύο άλλες διατυπώσεις: α) η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται ακολουθώντας πλέον ένα χαμηλότερο αναπτυξιακό μονοπάτι ή, β) συνειδητοποιεί ότι το «δυνητικό προϊόν» της (potential output) είναι υποδεέστερο εκείνου που πίστευε πως ήταν πριν από την κρίση). Το θετικό στοιχείο, βεβαίως, που την χαρακτηρίζει είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση «δεν χτυπάει ποτέ απροειδοποίητα». Οι ενδείξεις πως οι συνθήκες της καταστροφής συσσωρεύονται, γίνονται εμφανείς και αντιληπτές σε πραγματικό σχεδόν χρόνο, με την μορφή διαφόρων δεικτών όπως είναι η απόκλιση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ή της μέσης τιμής των ακινήτων από τους ιστορικούς μέσους όρους τους. Η απληστία, όμως, των ανθρώπων και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών (κυρίως των «φιλελεύθερων» στην περίπτωση αυτή), δημιουργούν τις γνωστές συνθήκες συλλογικής τύφλωσης και βαυκαλισμού («This time is different») που επιτρέπουν στην καταστροφή να συντελεστεί ανεμπόδιστα.
Εκεί, άλλωστε, βρίσκεται και μία ουσιώδης διαφορά του «χρηματοπιστωτικού» από τον «επιχειρηματικό κύκλο»: ο δεύτερος έχει έναν σχεδόν μηχανιστικά νομοτελειακό χαρακτήρα. Η οικονομία «πάλλεται», με τον τρόπο που ο Κέυνες είχε εξηγήσει, μεταξύ «άνθησης» και «ύφεσης» για εγγενείς λόγους, δημιουργώντας έτσι φάσεις όπως η «κάμψη» ή η «υπερθέρμανση». Αντίθετα ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» δεν έχει τίποτε το νομοτελειακό. Για πολλά χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, (που ο τραπεζικός τομέας λειτουργούσε σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια), ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στις περισσότερες από τις δυτικές αναπτυγμένες οικονομίες. Η ένταση και η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται είναι συνάρτηση της έλλειψης ρύθμισης και ελέγχου που χαρακτηρίζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όταν κυριαρχεί η παράλογη αντίληψη ότι οι αγορές κεφαλαίων και χρήματος είναι στην ουσία τους πανομοιότυπες με τις αγορές προϊόντων και ο ρυθμιστικός έλεγχος επ’ αυτών περιορίζεται ή και καταργείται, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης» τόσο ως προς την εκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου όσο και ως προς την αξιολόγηση των σχετικών τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Το φαινόμενο αυτό είναι σύμφυτο με τις αρρύθμιστες χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίες κινούνται αυξητικά με μια αυτοπροωθούμενη δυναμική για έναν απόλυτα εξηγήσιμο λόγο: η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «μόχλευση» δημιουργεί, πρόσκαιρα και αναλόγως μεγάλα κέρδη. Το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης», όμως, παύει να υπάρχει, στην μεγεθυντική και αισιόδοξη τουλάχιστον μορφή του, μόλις εκδηλωθεί η κρίση. Την θέση του παίρνει η απαισιόδοξη μορφή του που γεννά τον πανικό, ο οποίος λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην ουσία της δηλαδή, η εκδήλωση μιας κρίσης χρέους δεν είναι παρά η συλλογική συνειδητοποίηση (καμμιά φορά και σε υπερβολικό βαθμό) τού πόσο πολύ λανθασμένες ήταν οι οικονομικές εκτιμήσεις της προηγούμενης περιόδου.
Η βασική θεωρητική ιδέα πίσω από την κατανόηση του μηχανισμού της κρίσης που προέρχεται από τον «χρηματοπιστωτικό κύκλο» είναι ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία που απλώς διευκολύνει τις λειτουργίες («λειαίνει τα γρανάζια») στην πραγματική οικονομία. (Το χρήμα δεν είναι «ουδέτερο» ούτε και μακροχρόνια, όπως πιστεύει όλη η σχολή της νεοκλασικής σκέψης, αλλά κατά έναν άλλο τρόπο και ο κεϋνσιανισμός). Αντίθετα η χρηματοπιστωτική επέκταση, όταν δεν έχει «ουδέτερο» ρυθμό, δημιουργεί αφ’ εαυτής πλούτο και εισοδήματα και κατά συνέπεια συμβάλλει στην διαμόρφωση της πραγματικής οικονομίας και στην κατανομή του προϊόντος της. Πότε, όμως, συμβαίνει να μην έχει «ουδέτερο» ρυθμό; Συμβαίνει όταν η ταχύτητά της είναι διαφορετική (δηλαδή μεγαλύτερη) από τον μεσο-μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης του παραγωγικού δυναμικού της πραγματικής οικονομίας (δηλαδή του «δυνητικού προϊόντος» της). Τότε η συγκεκριμένη αναντιστοιχία δημιουργεί το φαινόμενο της στρεβλής κατανομής των πόρων και των επενδύσεων (misallocation of investments). Κριτήριο βέβαιο για το ότι η κατανομή είναι στρεβλή και συνεπώς μη-αποδοτική είναι ένα και μοναδικό, πλην όμως και αμάχητο: ο χρόνος.
Η διαπίστωση της λανθασμένης πορείας γίνεται πάντοτε ex-ante όταν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων που πραγματοποιούνται υπό το παραθλαστικό πρίσμα της υπερβάλλουσας πιστωτικής επέκτασης, (ποσοστό που ξεπερνάει εκείνο που ο Κέυνς στην «Γενική Θεωρία» έκρινε πως μπορεί να αντικατασταθεί ομαλά μέσω του «κεντρίσματος» της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής), θα αποδειχθεί αδιέξοδο. Δεν θα καταφέρει, δηλαδή, να ολοκληρώσει τον προβλεπόμενο κύκλο ζωής του κάνοντας απόσβεση γιατί σε κάποιο σημείο η (πραγματική ή τεκμαρτή) κερδοφορία του θα περιορισθεί ή και θα μηδενισθεί, πράγμα που συνεπάγεται ότι σταδιακά η αξία του, ως στοιχείου του ενεργητικού ενός υποθετικού χαρτοφυλακίου, θα καταστεί μικρότερη από τα δάνεια που το βαρύνουν, δηλαδή από το αναλογούν παθητικό στο ίδιο χαρτοφυλάκιο. Αυτή είναι η έννοια της «καθαρής αρνητικής θέσης», ή το περίφημο underwater στην γλώσσα της αγοράς ακινήτων των ΗΠΑ, όπου το φαινόμενο, μετά την εκδήλωση της κρίσης, είναι ενδημικό. Όμως, «αδιέξοδες επενδύσεις» δεν παρατηρούνται μόνο στον τομέα των ακινήτων. Εκεί, βέβαια, είναι το βασικό πεδίο όπου το φαινόμενο εκδηλώνεται και έχει οδηγήσει στην βαθιά κρίση χώρες όπως η Ιαπωνία (στην δεκαετία του ‘90), η Ισπανία ή η Ιρλανδία, ή έχει συμβάλει σημαντικά στην κρίση χωρών όπως οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία. Επίσης, όμως, παρατηρείται στο εμπόριο, στις λοιπές υπηρεσίες, στην βιομηχανία ή στην αγορά πρώτων υλών. (Σε μία ορισμένη χώρα δε, πέραν όλων αυτών, παρατηρήθηκε και στον δημόσιο τομέα).
Όταν η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη προσεγγίσει το σημείο καμπής και μεταβληθεί σε κρίση χρέους η οικονομία εισέρχεται σε μία διαδικασία «διαρθρωτικής κρίσης» («δομική αναδιάρθρωση», επίσης θα μπορούσαμε να την λέγαμε). Εάν, μάλιστα, το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα ισχυρό τότε μπορούμε να μιλάμε για «διαρθρωτική κατάρρευση».
Στα ελληνικά με την λέξη «ύφεση» έχουμε μεταφράσει δύο αγγλικές λέξεις που περιγράφουν δύο διαφορετικές έννοιες οικονομικής κρίσης: την λέξη recession και την λέξη depression. Παρά το ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός, έχει επικρατήσει κατά πλειοψηφίαν η άποψη ότι η πρώτη (recession) περιγράφει τις ήπιες κάμψεις της οικονομικής δραστηριότητας που παρατηρούνται στην διάρκεια του «επιχειρηματικού κύκλου» και μπορούν να παραμείνουν εντός ανεκτών για την κοινωνική συνοχή ορίων, και τούτο χάρις στα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής που έχουμε αναπτύξει αξιοποιώντας την κεϋνσιανή θεωρητική πρόταση. Αντίθετα, η δεύτερη (depression), χρησιμοποιείται από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων για να περιγράψει την βαθιά κρίση της αμερικανικής οικονομίας στην διάρκεια της δεκαετίας του ’30, κρίση από την οποία, στην πραγματικότητα, η οικονομία των ΗΠΑ δεν εξήλθε παρά με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην διάρκεια της κρίσης αυτής το ΑΕΠ μειώθηκε μέχρι και 33% και η ανεργία έφθασε να ξεπεράσει το 25%. Ο φόβος της επανάληψης της συγκεκριμένης κρίσης αποτελούσε ουσιαστικά τον εφιάλτη των οικονομολόγων και των υπευθύνων της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, μέχρι τουλάχιστον τις αρχές της τρίτης χιλιετίας, όταν πια πίστεψαν ότι τον ξεπέρασαν οριστικά με την πολιτική της Great Moderation! (Που στην πραγματικότητα, βεβαίως, ήταν η πολιτική που δημιούργησε και παρόξυνε τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην σημερινή κρίση, γνωστή και ως Lesser Depression).
Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η λέξη «ύφεση» δεν μπορεί να έχει στην ελληνική ορολογία και τις δύο έννοιες γιατί έτσι δημιουργείται μία σύγχυση η οποία δεν είναι καθόλου άμοιρη των λανθασμένων «αναγνώσεων» της κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία. Εάν «ύφεση» σήμαινε depression, τότε για την recession θα έπρεπε να χρησιμοποιείται κάποιος άλλος όρος, όπως για παράδειγμα «κάμψη». Στην πραγματικότητα όμως, στο νεφελώδες συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων οικονομολογούντων η λέξη «ύφεση» είναι στενά συνυφασμένη με την κεϋνσιανή πολιτική η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να την ποδηγετήσει και να την ακυρώσει. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος όρος είναι καλύτερα να χρησιμοποιείται για την καθοδική φάση του «επιχειρηματικού κύκλου» (δηλαδή για την recession), ενώ για την αντίστοιχη φάση του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» (δηλαδή για την depression) θα πρέπει να χρησιμοποιείται κάποιος άλλος όρος, έστω και σύνθετος, όπως «δομική κρίση» ή «διαρθρωτική κρίση» (με ακραία μορφή της την «διαρθρωτική κατάρρευση»). Η επιλογή ενός σημαίνοντος που παραπέμπει σε λάθος σημαινόμενα και δημιουργεί ατυχείς συμπαραδηλώσεις είναι ο πλέον ασφαλής τρόπος να μην κατανοήσει ποτέ κάποιος αυτό που πραγματικά του συμβαίνει.
ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΙ «ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΕΣ»
Το κρίσιμο, λοιπόν, ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η έννοια του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναλυτικό εργαλείο σε μια κρίση διαρθρωτικής κατάρρευσης. Εάν, δηλαδή, ένα αναλυτικό εργαλείο που έχει δημιουργηθεί στηριγμένο σε μια σειρά από προκείμενες που αφορούν μια κατάσταση δομικής σταθερότητας και ήπιων μετασχηματισμών της κεφαλαιακής σύνθεσης και της κλαδικής διάρθρωσης της οικονομίας μπορεί να χρησιμεύσει ως αναλυτικό εργαλείο σε συνθήκες όπου ολόκληροι κλάδοι καταρρέουν και η δομή μιας εθνικής οικονομίας μετασχηματίζεται βίαια. Όποιος θα ήθελε ειλικρινά να βρει την απάντηση σε αυτό θα έπρεπε, προ οιουδήποτε άλλου, να διαβάσει προσεκτικά το 10ο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας» με τίτλο «The marginal propensity to consume and the multiplier», στο οποίο ο Κέυνς εισάγει την έννοια του «πολλαπλασιαστή» (ή μάλλον επαναδιατυπώνει σε ευρύτερη βάση την έννοια που είχε ήδη εισαγάγει από το 1931 o μαθητής του R.F. Kahn). Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει αρχικά ότι πολύ λίγα έχουν αλλάξει στο τρόπο που αντιμετωπίζεται το ζήτημα.
Ο ίδιος ο Κέυνς, προκειμένου να ειδοποιήσει ότι στον πραγματικό κόσμο η τιμή του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να διαφέρει από την τιμή της θεωρητικής του εκτίμησης, σπεύδει να χρησιμοποιήσει μια σειρά από «πλωτήρες», δηλαδή να απαριθμήσει τους παράγοντες εκείνους που επιδρούν ώστε στην πράξη οι τιμές του «πολλαπλασιαστή» να μειώνονται: την αντίδραση των επιτοκίων, τον ψυχολογικό αντίκτυπο που έχει στην συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμένων η κρατική ενεργοποίηση, την διαρροή των «πολλαπλασιαστικών» επιδράσεων στο εξωτερικό μέσω των εισαγωγών. Σε μεγάλο βαθμό αυτοί ακριβώς είναι και οι λόγοι στους οποίους οι σημερινοί ερευνητές αποδίδουν τις αποκλίσεις της υποτιθέμενης πραγματικής τιμής του «πολλαπλασιαστή» από την εικαζόμενη θεωρητική τιμή του.[6] (Καθιστώντας τον μικρότερο εάν πρόκειται για άνοδο της οικονομίας ή μεγαλύτερο εάν πρόκειται για κάμψη).
Το πιο σημαντικό σημείο, όμως, που προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση του κεφαλαίου, (καθώς επίσης και του κεφαλαίου 18 με τίτλο «The general theory of employment re-stated» στο οποίο επαναλαμβάνεται η θεωρία του «πολλαπλασιαστή» αλλά περιγράφονται και οι συνθήκες υπό τις οποίες η οικονομία δεν ξεφεύγει σε καταστροφικές αναταράξεις όσον αφορά την αυξομείωση του ΑΕΠ) είναι ότι ο Κέυνς, ενίοτε και με ρητό τρόπο, περιγράφει μια οικονομία με σταθερή διάρθρωση στην οποία ο «πολλαπλασιαστής» είτε ενεργοποιείται αρχικά από δαπάνες που αφορούν δημόσια έργα και στην συνέχεια επιτρέπει σε άνεργο εργατικό δυναμικό να συνδυασθεί με ήδη υπάρχον αργούν κεφαλαιακό δυναμικό, είτε ενεργοποιείται αρχικά από μικρές αυξήσεις των επενδύσεων σε κλάδους κυρίως κεφαλαιακών αγαθών και στην συνέχεια οδηγεί και πάλι τους άνεργους στην κάλυψη των κενών θέσεων που υπάρχουν στο υφιστάμενο μεν, αργούν δε, κεφαλαιακό απόθεμα. Ως εκ τούτου, η ιδέα του «πολλαπλασιαστή» που θεωρεί ότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους οι αλλαγές, και στην απασχόληση και στο επίπεδο του εισοδήματος, είναι αποτελέσματα της αυτόνομης αύξησης (μείωσης) της εξωγενούς δαπάνης που προκαλεί η οικονομική πολιτική, (δηλαδή συνδέονται με μια αιτιακή σχέση που πηγαίνει από την αυτόνομη κρατική δαπάνη προς το εισόδημα και την απασχόληση), είναι μια ιδέα-θεωρία που έχει ως αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη ότι η κλαδική διάρθρωση της οικονομίας παραμένει σταθερή.
Ακριβώς λόγω της διανοητικής εντιμότητας που τον διέκρινε, και θέλοντας προφανώς να ειδοποιήσει τον αναγνώστη για τις συγκεκριμένες συνθήκες εντός των οποίων το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να εμφανισθεί, ο Κέυνς αναφέρει τα εξής (στην αρχή του πρώτου τμήματος του κεφαλαίου 10), δημιουργώντας την εντύπωση ότι αντιφάσκει και με αυτά που ο ίδιος είχε πει μια σελίδα πιο πριν, ότι δηλαδή η αύξηση της απασχόλησης μπορεί να προέλθει από την αύξηση της επένδυσης: «The fluctuations in real income under consideration in this book are those which result from applying different quantities of employment (i.e. of labor-units), to a given capital equipment, so that real income increases and decreases with the number of labor-units employed» [7]. Βέβαια, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμμία αντίφαση: η αύξηση των επενδύσεων έχει σκοπό να φέρει το κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας στο άριστο επίπεδο, το οποίο αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση. Διότι επίσης (στην «4η συνθήκη» του 18ου κεφαλαίου) εξηγεί ρητά ότι η συσσώρευση κεφαλαιακού αποθέματος διακυμαίνεται ελαφρά πέριξ ενός «αρίστου» σημείου δημιουργώντας την εναλλαγή «κάμψης» και «ανάκαμψης»[8]. Ο βασικός λόγος για τον οποίον επιμένει και υπογραμμίζει ρητά ότι η θεωρία του αναφέρεται «to a given capital equipment» είναι λοιπόν αυτός. Ως εκ τούτου, εκείνο που μπορεί να συγκρατήσει ο αναγνώστης του Κέυνς ο οποίος ενδιαφέρεται να τον κατανοήσει και όχι να αντλήσει από αυτόν προκαθορισμένα επιχειρήματα και πολιτικά προτάγματα, είναι το εξής: το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» αφορά μια οικονομία στην οποία η κεφαλαιακή σύνθεση (και η κλαδική διάρθρωσή της) παραμένει σταθερή και υφίσταται μόνο οριακές αλλαγές, ενώ ταυτοχρόνως σταθερά παραμένουν τόσο τα καταναλωτικά πρότυπα όσο και οι μακροχρόνιοι οικονομικοί προσανατολισμοί των οικονομικών μονάδων, είτε για επιχειρήσεις πρόκειται, είτε για νοικοκυριά.
Στην «διαρθρωτική κατάρρευση», όμως, (δηλαδή στις συνθήκες όπου οι προϋποθέσεις διαρθρωτικής ισορροπίας που περιγράφει ο Κέυνς στο κεφάλαιο 18 της «Γενικής Θεωρίας» δεν ισχύουν) τα πράγματα είναι, εξ αντικειμένου, πολύ διαφορετικά. Η μείωση του επιπέδου εισοδήματος δεν οφείλεται ούτε αποκλειστικά ούτε κατά πλειοψηφίαν στην μείωση της δημόσιας δαπάνης. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης οφείλεται στην ξαφνική απαξίωση, δηλαδή καταστροφή, του κεφαλαίου, καταστροφή η οποία προξενείται από την εξάντληση της (φαινομενικής) ανοδικής πορείας της οικονομίας και την διάλυση των ψευδαισθήσεων που είχε δημιουργήσει η άμετρη χρηματοοικονομική επέκταση για σειρά ετών. (Δηλαδή από το σπάσιμο της «φούσκας», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται). Η καταστροφή του κεφαλαίου που παίρνει την μορφή βίαιης συρρίκνωσης ολόκληρων κλάδων της οικονομίας, και η καθίζηση του εισοδήματος που συνεπάγεται, δεν είναι κατά κύριο λόγο συνέπεια κάποιας συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη κι όταν εφαρμόζεται τέτοια. Είναι συνέπεια της σωρευτικής διόγκωσης «αδιέξοδων επενδύσεων» στις οποίες παρωθούσαν για μακρό χρονικό διάστημα οι διαθλαστικές επιδράσεις της υπερβάλλουσας χρηματοπιστωτικής επέκτασης, (η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας είχε προκληθεί κυρίως από τον δημόσιο τομέα της οικονομίας), διόγκωση όμως που, μόλις φθάσει στο όριό της, ουσιαστικά αφαιρεί το έδαφος κάτω από τις συγκεκριμένες επενδύσεις, οι οποίες καταρρέουν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από εκείνον με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, αφού η κατάρρευση είναι πάντοτε διαδικασία πολύ ταχύτερη από την οικοδόμηση.
Το τρομερό λάθος όσων βλέπουν τον κόσμο μόνο υπό το κεϋνσιανό πρίσμα είναι ότι θεωρούν πως ό,τι συμβαίνει στην οικονομία είναι προϊόν ενός κεϋνσιανού «πολλαπλασιαστή» και των διακυμάνσεων της αυτόνομης εξωγενούς δαπάνης του δημόσιου τομέα. Όταν, δε, τα μεγέθη που εκτιμούν δεν επιβεβαιώνονται, θεωρούν ότι είναι λάθος οι μετρήσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, λάθος είναι η θεωρία τους η οποία τείνει να πιστεύει ότι είναι δυνατόν όλη η οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας, από την εποχή των σπηλαίων μέχρι σήμερα, να συναιρεθεί στο φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή». Μόνο που όπως δεν μπορείς να διαγνώσεις ένα κάταγμα κνήμης χρησιμοποιώντας ένα πιεσόμετρο, έτσι δεν μπορείς και να εκτιμήσεις τις διαστάσεις μιας «διαρθρωτικής κατάρρευσης» της οικονομίας χρησιμοποιώντας τα αναλυτικά εργαλεία της κεϋνσιανής θεωρίας, δηλαδή μίας θεωρίας που έχει διαμορφωθεί για να αναλύει τον «επιχειρηματικό κύκλο», ο οποίος είναι ένα φαινόμενο που εξελίσσεται και εκδηλώνεται σε συνθήκες δομικής και κλαδικής σταθερότητας της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, πάντοτε οι εκτιμήσεις των «πολλαπλασιαστών» σε συνθήκες «διαρθρωτικής κρίσης» της οικονομίας θα είναι λανθασμένες! Προϋποθέτουν αιτιακές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα.
Σε μια «διαρθρωτική κρίση» οι διάρκειες και οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί, και τούτο διότι όταν η κλαδική σύνθεση της οικονομίας διαφοροποιείται βίαια, η δυνατότητα του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού να προσαρμοσθεί στην νέα πραγματικότητα, (η οποία άλλωστε δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ούτε καν στα σχέδια των εν δυνάμει νέων επενδυτών) είναι περιορισμένη και απαιτεί χρόνο και σοβαρές αλλαγές: μετακινήσεις στον χώρο προς νέα κέντρα ανάπτυξης, εκμάθηση νέων επαγγελματικών δεξιοτήτων, κλπ. Αυτός είναι ένας περαιτέρω λόγος για τον οποίον η δημόσια δαπάνη, ακόμη και αν είναι επεκτατική, σε μεγάλο βαθμό αποσυμπλέκεται από την αγορά εργασίας και δεν είναι σε θέση να επιφέρει άμεσα «πολλαπλασιαστικά» αποτελέσματα του τύπου που περιγράφονται στην «Γενική Θεωρία»: «...the bust that follows years of a debt-fueled boom leaves behind an economy that supplies too much of the wrong kind of good relative to the changed demand. Unlike a normal cyclical recession, in which demand falls across the board and recovery requires merely rehiring laid-off workers to resume their old jobs, economic recovery following a lending bust typically requires workers to move across industries and to new locations» [9].
Βεβαίως, για αποφυγή παρεξηγήσεων, εδώ θα πρέπει να προσθέσει κανείς μία σημαντική υποσημείωση απαντώντας στο εξής ερώτημα: το γεγονός ότι μία οικονομία βρίσκεται σε «διαρθρωτική κατάρρευση» (depression) και όχι σε κεϋνσιανού τύπου «ύφεση» (recession), συνεπάγεται μήπως ότι δεν πρέπει να υπάρχει προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης μέσω δημοσιονομικής (αλλά και νομισματικής) πολιτικής; (Κάτι παρόμοιο υποστηρίζουν δύο τουλάχιστον συγκεκριμένα θεωρητικά ρεύματα). Η απάντηση σε αυτό είναι σαφής: κάθε άλλο. Εάν η πληττόμενη οικονομία διαθέτει το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο (fiscal space) και τους απαιτούμενους μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής, θα πρέπει να τους χρησιμοποιήσει, όπου και όπως μπορεί, προκειμενου να απομειώσουν και να αντισταθμίσουν την κρίση. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίον η οικονομία των ΗΠΑ το 2008 απέφυγε να υποστεί μια διαρθρωτική καταστροφή. Τόσο η δημοσιονομική όσο και η νομισματική πολιτική της αφιερώθηκαν συνολικά στην ανάσχεση της κατάρρευσης, πράγμα το οποίο και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν. Βεβαίως, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν και σήμερα ένα πρόβλημα κάμψης του ΑΕΠ και ανεργίας, κάτι το οποίο είναι φυσιολογικό διότι μία «διαρθρωτική κρίση» δεν θεραπεύεται σε διάστημα ενός ή δύο ετών όπως συμβαίνει με μια τυπική φάση κάμψης σε έναν κλασσικό «επιχειρηματικό κύκλο». (Κάτι που αδυνατούν να αντιληφθούν οι υποστηρικτές του μονοδιάστατου κεϋνσιανισμού). Και, βεβαίως, η εκτεταμένη προσφυγή στην δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν είναι άμοιρη προβλημάτων όσον αφορά το μέλλον διότι δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα που αφορούν τον συγκερασμό επιλογών και αναγκαιοτήτων, τα οποία θα αναφανούν, χωρίς αμφιβολία, μόλις δημιουργηθούν συνθήκες αναστροφής των πολιτικών αυτών. (Διατυπώνονται ήδη φόβοι ότι η πολιτική της quantitative easing δημιουργεί νέες «παραθλάσεις» και κερδοσκοπικές «φούσκες»).
Το ουσιώδες, πάντως, είναι ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν να πέσουν στην περιδίνηση εκείνη που θα τις έφερνε πίσω στην δεκαετία του 1930. Ενώ αντίθετα η Ελλάδα, που δεν διέθετε δημοσιονομικό περιθώριο, (γιατί με 130% δημόσιο χρέος και 15% δημοσιονομικό έλλειμμα το 2009 ήταν μια απόλυτα χρεοκοπημένη χώρα), ούτε και μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής (γιατί ως μέλος της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης είχε εκχωρήσει την αρμοδιότητα της νομισματικής της πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), αλλά και που έπασχε από μια πολύ μεγαλύτερη διαρθρωτική παραμόρφωση από τις ΗΠΑ, απλούστατα δεν είχε την δυνατότητα να ανασχέσει και να επιβραδύνει τις επιπτώσεις της «διαρθρωτικής κατάρρευσης» στην οποία είχε, ήδη, εισέλθει από το 2009. (Δηλαδή πολύ πριν την αναπόφευκτη μείωση της δημόσιας δαπάνης και την έλευση του σταθεροποιητικού προγράμματος, όπως δείχνει ο ισχνός μεν, αρνητικός δε «πολλαπλασιαστής» του -0,15 για το έτος εκείνο).
Υπάρχει και μια άλλη πολύ σημαντική διαπίστωση στην οποία καταλήγει αναπόδραστα όποιος έχει την διάθεση και την δυνατότητα να αντιληφθεί τις διαφορές που χαρακτηρίζουν τον «επιχειρηματικό» από τον «χρηματοπιστωτικό κύκλο», και την «ύφεση» από την «διαρθρωτική κατάρρευση». Η διαπίστωση είναι η εξής: ενώ μια ύφεση κεϋνσιανού τύπου είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί συγχρονικά, δηλαδή μόλις εκδηλωθεί, με την κατάλληλη οικονομική πολιτική, η «διαρθρωτική κατάρρευση» αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο προληπτικά, δηλαδή με μια σώφρονα και νουνεχή πολιτική στην μακρά διάρκεια της οικονομίας. Πράγμα που, περισσότερο από κάθε άλλο, έλειψε από την Ελλάδα στην περασμένη δεκαετία με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας να είναι η δεύτερη, ίσως, αναπτυγμένη οικονομία της βιομηχανικής εποχής, μετά τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 30, η οποία γνωρίζει μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση επιβίωσης, όχι εξ αιτίας κάποιου πολέμου ή φυσικής καταστροφής, αλλά εξ αιτίας μίας «διαρθρωτικής κατάρρευσης» της οικονομίας της.
01.jpg

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΗ «ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ»
Η οικονομία της Ελλάδας δεν «συρρικνώθηκε» τεχνητά στα 195 δισεκατομμύρια πέρυσι, και στα 185 δισεκατομμύρια φέτος, εξ αιτίας της λανθασμένης (ή δόλιας;) οικονομικής πολιτικής που επέβαλαν οι ξένοι, όπως ισχυρίζονται κάποιοι τηλεγενείς καθηγητές. Το σημερινό επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ δεν είναι προϊόν «συρρίκνωσης». Τα χθεσινά του επίπεδα, αντίθετα, όταν η χώρα συμπεριφερόταν καταναλωτικά σαν να ήταν μια χώρα με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων, ήταν τεχνητά και αφύσικα, προϊόντα μιας διόγκωσης που δεν ανταποκρινόταν στο παραγωγικό της δυναμικό. Εξ αιτίας της λανθασμένης επιλογής της συμμετοχής στην ΟΝΕ αλλά, κυρίως, εξ αιτίας της ανεύθυνης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε στην περίοδο 2000-2009, η ελληνική οικονομία άρχισε να εξελίσσεται παραμορφωτικά, σε μια κλασσική περίπτωση κλαδικής δυσπλασίας, η οποία δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού εκτός από την κατάρρευσή της σε προβλεπτό χρονικό διάστημα. Η ήδη ισχνή παραγωγική βάση της χώρας συνέχισε να υποχωρεί, (αναλογικά προς τους υπόλοιπους κλάδους), δίνοντας την θέση της στην διευρυμένη εξυπηρέτηση της κατανάλωσης, στην εκτίναξη του όγκου και των αξιών των ακινήτων, και στον γιγαντισμό του δημόσιου τομέα ο οποίος ήταν και εκείνος που δημιουργούσε τα απαραίτητα εισοδήματα μέσω του θηριώδους δανεισμού του που είχε καταστεί επιτρεπτός από την παραίσθηση που επικρατούσε διεθνώς, στην πρώτη περίοδο της ΟΝΕ, ότι από τούδε και εις το εξής το ελληνικό Δημόσιο ήταν εξ ίσου φερέγγυος δανειζόμενος με το γερμανικό ή το φιλανδικό.
Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που δημιουργούσε για την Ελλάδα η πολιτική της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τα συνεχή ελλείμματα των εγχώριων δημοσιονομικών χρήσεων είχαν το εξής αποτέλεσμα: η ελληνική οικονομία, η οποία είχε ήδη εισέλθει στην ευρωζώνη το 2000 με έναν, (αναλογικά με το επίπεδο εισοδήματός της και την παραγωγικότητά της), εξαιρετικά διογκωμένο τομέα «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» προϊόντων, τον οποίο θα έπρεπε να περιορίσει προς οφελος του παραπληρωματικού της των «διεθνώς εμπορευσίμων» για να διατηρηθεί σε βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα αυτή η δυσμορφία της να ενταθεί, αντί να περιορισθεί [10]. Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, με βάση τους Εθνικούς Λογαριασμούς σε διψήφιο επίπεδο κλαδικής ανάλυσης, η προστιθέμενη ακαθάριστη αξία του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», στην αρχή της ελληνικής πορείας στην ευρωζώνη, το έτος 2000, αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό κρινόμενο με μέτρο την μέση παραγωγικότητα της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αποκτήσει αναπτυξιακή ευστάθεια, το συγκεκριμένο ποσοστό θα έπρεπε οπωσδήποτε να αυξηθεί, σταδιακά, στο 35-40% του ΑΕΠ. Αντί τούτου, το 2009 είχε περιορισθεί στο 19%! Η εν λόγω εξέλιξη ήταν καταστροφική δοθέντος ότι το σχετικό ποσοστό του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων» στο ΑΕΠ είναι ένα απόλυτα κρίσιμο μέγεθος: απο τον τομέα αυτόν προέρχεται το σύνολο της κατα κεφαλήν αύξησης του εισοδήματος αλλά και όλοι οι επενδύσιμοι πόροι της οικονομίας. Με την συρρίκνωση του, λοιπόν, η ελληνική οικονομία μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια αντεστραμένη πυραμίδα με ισχνότατη παραγωγική βάση και γιγαντιαία –πλέον- καταναλωτική υπερδομή, την οποία διατηρούσε τεχνητά, και προσωρινά βεβαίως, σε όρθια θέση, ο ακατάσχετος εξωτερικός δανεισμός, του Δημοσίου (κυρίως), αλλά και των ιδιωτικών φορέων (δευτερευόντως). Ήταν απόλυτα φυσιολογικό, μόλις η δυνατότητα δανεισμού εξαντλήθηκε, το οικοδόμημα να καταρρεύσει δημιουργώντας μια βαθύτατη κρίση και ενάμιση εκατομμύριο ανέργους (προς το παρόν).
Η έξοδος από την κρίση, όπως είναι κατανοητό, δεν θα έρθει παρά μόνο όταν η ανεργία περιορισθεί από το ύψος του 30%, που προσεγγίζει σήμερα, σε ποσοστά κάτω από 10% του εργατικού δυναμικού. Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε «διαρθρωτική κρίση», όμως, σημαίνει πως για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να μετασχηματισθεί ριζικά η κλαδική της σύνθεση: το Δημόσιο, το λιανικό εμπόριο, οι οικοδομές και οι «παληές» υπηρεσίες να έχουν πολύ μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ απ’ ότι σήμερα, και οι παραγωγικοί κλάδοι (συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών «τεχνολογικής αιχμής») πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει δηλαδή, προκειμένου το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας να καταστεί βιώσιμο μεσο-μακροχρόνια, η σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων» προς «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» προϊόντα, που σήμερα είναι τραγικά διαστρεβλωμένη, (σε σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα), εις βάρος των πρώτων, να αλλάξει δραστικά υπέρ τους. (Το 19% των «διεθνώς εμπορευσίμων» να γίνει τουλάχιστον 35% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο. Και πολλή προσπάθεια εκ μέρους όλων.
Προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει ξανά το επίπεδο εισοδήματος και κατανάλωσης που απολάμβανε το 2008, χωρίς όμως την φορά αυτή να βρίσκεται σε κατάσταση δομικής ανισορροπίας και να κινδυνεύει με νέα καταστραφή, θα πρέπει να αναπτυχθεί ομαλά, με μέσο ετήσιο όρο πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20 χρόνια. Προκειμένου δηλαδή να έχει έναν κατώτατο μισθό 750-800 ευρώ και μια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ, (όπως είχε το 2008), όπου ο μεν πρώτος θα επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να είναι ανταγωνιστική και -ως «μισθός ισορροπίας»- δεν θα δημιουργεί ανεργία, η δε δεύτερη θα αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν αρχίσει να αναπτύσσεται από το 2015, όταν το ΑΕΠ της θα βρίσκεται στα 180 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, και ο μέσος ρυθμός (πραγματικής και υγιούς πλέον) ανάπτυξής της είναι γύρω στο 2,5% - κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο - τότε θα φθάσει το επίπεδο εισοδήματος των 310 δισεκατομμυρίων (άρα και το επίπεδο κατανάλωσης του 2008) κάποια στιγμή ανάμεσα στο 2035 και στο 2040! Και αυτά, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι ανατροπές που θα μεταλλάξουν την ελληνική οικονομία από παρασιτική, μεταπρατική, διεφθαρμένη και αντιπαραγωγική, στο ακριβώς αντίθετό της.
Είναι απολύτως απογοητευτικό να ακούει και να διαβάζει κανείς ακόμη και σώφρονες κατά τα άλλα, οικονομολογικά εγγράμματους, ανθρώπους, να εξανίστανται για τις επιβαλλόμενες διορθώσεις στο ύψος της μισθολογικής δαπάνης, διαμαρτυρόμενοι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει «να πέσει στο επίπεδο της Βουλγαρίας». Διότι το θέμα δεν είναι να μειώσει η Ελλάδα τους μισθούς της στο επίπεδο της Βουλγαρίας, αλλά -δυστυχώς- να ανταγωνισθεί την Βουλγαρία στο επίπεδο των προϊόντων που προσφέρονται προς την διεθνή αγορά. Διότι –δυστυχώς και πάλι- παράγει ομοειδή προϊόντα με αυτήν, και όχι με την Γερμανία ή την Φιλανδία. [11] Και –ξανά δυστυχώς- στην διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας, όταν ο μεταπρατικός παρασιτισμός διογκωνόταν στην Ελλάδα, οι παραγωγικές της μονάδες δεν την εγκατέλειπαν για να μεταφερθούν στην Γερμανία, στην Φιλανδία και στην Σουηδία αλλά για να μεταφερθούν στην Βουλγαρία, στα Σκόπια και στην Ρουμανία. Με αυτές τις χώρες, λοιπόν, είναι που πρέπει να ανταγωνισθεί η Ελλάδα για να μπορέσει να δημιουργήσει βιώσιμες θέσεις εργασίας για το ενάμιση εκατομμύριο ανέργων της.
Για τον λόγο αυτό, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν διέρχεται μια κεϋνσιανού τύπου «ύφεση», αλλά πλήττεται από μια βαθιά κρίση «διαρθρωτικής κατάρρευσης», δεν είναι ένα απλό ζήτημα σχολαστικής οικονομολογικής θεωρητικολογίας. Είναι μια ουσιώδης προϋπόθεση για να συνειδητοποιηθεί από την ελληνική κοινωνία τι ακριβώς της έχει συμβεί και προς τα πού βρίσκεται η διέξοδος. Εάν επρόκειτο για ένα πρόβλημα συγκυριακής υποχώρησης του εισοδήματος η οποία θα ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί με τον κατάλληλο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, (την οποία, κατά τους εγχώριους δημαγωγούς, προφανώς δεν εισηγήθηκε το ΔΝΤ γιατί εκτός από «νεοφιλελεύθερο» που είναι, έκανε λάθος και στους «πολλαπλασιαστές»), τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε πολλά πράγματα ως πολίτες αυτής της χώρας. Το πρόβλημα θα λυνόταν σύντομα, (δηλαδή βραχυχρόνια, αφού, άλλωστε, «μακροχρόνια θα είμαστε όλοι νεκροί») και εμείς θα μπορούσαμε να παραμείνουμε σταθεροί στις συμπεριφορές μας, στις οικονομικές και επαγγελματικές μας επιλογές, στην φιλοσοφία ζωής που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα.


* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ είναι και οικονομολόγος. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για θέματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, καθώς και για θέματα νομισματικών σχέσεων και νομισματικής πολιτικής, εξωτερικού εμπορίου και διεθνών οικονομικών σχέσεων. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι καθαρά προσωπικές.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Reinhart M. Carmen.- Rogoff Kenneth, “This Time Is Different: Eight Centuries of Financial Folly”, Princeton University Press, 2009.
[2] Spilimbergo Antonio, Symansky Steve, Schindler Martin, “Fiscal Multipliers”, IMF Staff position note, May 20, 2009, SPN/09/11.
[3] Βλ. Baum Anja, Poplawski-Ribeiro Marcos and Weber Anke, “Fiscal Multipliers and the State of the Economy”, IMF Working Paper, WP/12/286.
[4] Βλ.Auerbach J. Alan and Gorodnichenko Yuriy, “Fiscal multipliers in recession and expansion”, NBER, 16 February 2012. Εν τούτοις η εργασία αυτή είναι πολύ σημαντική διότι αποδεικνύει ότι οι «πολλαπλασιαστές» δεν είναι «γραμμικοί» εφ’ όσον εμφανίζονται ως πολύ μεγαλύτεροι στις κάμψεις του ΑΕΠ απ’ όσο στις αυξήσεις του.
[5] Βλ. Borio Claudio, “The financial cycle and macroeconomics; What have we learnt?”, BIS Working Papers no 395, December 2012. (Διαθέσιμο και στο διαδίκτυο). Βλ. επίσης:Borio Claudio, “Macroeconomics and the financial cycle: Hamlet without the Prince?”, Vox, 2 February 2012. Βλ. επίσης για το ίδιο θέμα: Ιωάννου Δημήτρης, «Τζων Μέυναρντ Κέυνς: η οικονομική θεωρία ως ηθικό πρόταγμα», The Athens Review of books, Ιούνιος 2012.
[6] Αυτά δηλαδή που λέει περίπου και το κείμενο που απετέλεσε την αιτία του ψευτο-σκανδάλου των υποτιμημένων «πολλαπλασιαστών»: “...there is no single multiplier for all times and all countries. Multipliers can be higher or lower across time and other economies. In some cases, confidence effects may partly offset direct effects. As economies recover, and economies exit the liquidity trap, multipliers are likely to return to their precrisis level”. Blanchard Olivier-Leigh Daniel, “Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers”, IMF Working Paper, WP/13/1.
[7] Keynes John Maynard, “The General Theory of Employment, Interest and Money”, (1936), The Royal Society edition, 1973, σελίδα 114.
[8] Keynes, ο. π. σελίδα 253.
[9] Βλ. Rajan Raghuram, “Why Stimulus Has Failed”, Project Syndicate, 22 January 2013.
[10]Ιωάννου Δημήτρης, «Χρονικόν μεγάλης πλαναισθησίας», http://www.scribd.com/collections/3009140/Φιλοξενούμενα-Hosted. καθώς και «Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση» The Athens Review of books, Φεβρουάριος 2012.
[11[ Και για να είμαστε ακριβέστεροι η Βουλγαρία και η Ρουμανία παράγουν, κατά τι, πιο τεχνολογικά σύνθετα προϊόντα απ’ ότι η Ελλάδα. Ευτυχώς η ΠΓΔΜ υπολείπεται. Βλ. Abdon Arnelyn et al, “Product Complexity and Economic Development”, Working Paper no 616, Levy Economics Institute, p. 37 (Appendix C. Complexity Ranking of the 124 Countries).

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.