Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Ένα εύστοχο άρθρο για τη Μαριορή και το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο


Όλα τα ’χε η Μαριορή...
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Μα πόσο εύστοχα έθιξε την ουσία των πραγμάτων, για μία ακόμη φορά, ο πρόεδρος της Βουλής! «Η κρίση έμαθε στους Ελληνες τη συνεργασία» είπε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης από τον Καναδά, όπου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη.
Μόνον που ξέχασε να πει η κρίση δεν ξέμαθε στους Ελληνες τη μεγαλαυχία. Δεν πειράζει, όμως. Το σκέλος που παρέλειψε εννοείται ευκόλως, για όσους τουλάχιστον έχουν κάποια αντίληψη της ελληνικής πραγματικότητας - και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Πράγματι, ένα έξοχο δείγμα της συνεργασίας που διαφημίζει στο εξωτερικό ο πρόεδρος είναι ο καβγάς που στήσαμε για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Μόλις μας δόθηκε το ελάχιστο περιθώριο για να πάρουμε μια ανάσα από τις μεταρρυθμίσεις, εμείς χιμήξαμε κατευθείαν στο αγαπημένο μας σπορ, το οποίο -αλίμονο- η στοιχειώδης ευπρέπεια δεν επιτρέπει να το ονομάσω εδώ.
Ως προς το ζήτημα για το οποίο ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης εισάγει το σχέδιο νόμου «Καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας», υπάρχουν ήδη τρεις νόμοι: πρώτον, ο 927/1979 κατά των φυλετικών διακρίσεων, ο οποίος περιλαμβάνει πρόβλεψη ώς και για το αδίκημα της άρνησης παροχής υπηρεσιών ή αγαθών, εξαιτίας φυλετικής διάκρισης (αδίκημα το οποίο τιμωρεί με ποινή φυλάκισης)· δεύτερον, ο 3304/2005 για την εξάλειψη διακρίσεων φύλου και εθνικότητας στην εργασία· και, τρίτον, ο 3719/2008 που καθιερώνει επιβαρυντικές περιπτώσεις για εκδηλώσεις φυλετικών διακρίσεων. Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι, στην αρχή του χρόνου, ήταν ο Αντώνης Ρουπακιώτης εκείνος που θεωρούσε επαρκές το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εγείρει θέμα αντιρατσιστικής νομοθεσίας - ο ίδιος που σήμερα το κρίνει ανεπαρκές και εισηγείται το δικό του νομοσχέδιο.
Πώς εξηγείται η Παύλεια μεταστροφή του υπουργού με την αγέρωχη χαίτη και την επιτηδευμένη προσωδία σε στυλ Εθνικού Θεάτρου προ εξηκονταετίας; Την υπαγορεύει η πολιτική αναγκαιότητα. Η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, ως κόμματα της Κεντροαριστεράς, με την ευρεία έννοια, έχουν παγιδευθεί στη μόνη πολιτική που μπορεί να σώσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία, πολιτική η οποία θεωρείται, πάλι με την ευρεία έννοια, «δεξιά». Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων μαρτυρούν τις πιέσεις που υφίστανται τα δύο αυτά κόμματα μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Κρίνουν, λοιπόν, ότι ο αντιρατσιστικός νόμος τους παρέχει τη δυνατότητα να υπενθυμίσουν την πολιτική αυτονομία τους και να αποδείξουν την ξεχωριστή συμβολή στο κυβερνητικό έργο.
Εύλογη μεν η σκοπιμότητα, αλλά η μεθόδευσή της εγκυμονεί κινδύνους. Και μόνον η αναφορά του όρου «ξενοφοβία» στον τίτλο του σχεδίου νόμου εγείρει απορίες στον κοινό νου. Πώς πολεμάται, δηλαδή, μια μορφή φόβου διά νόμου; Δεν είναι συμπτωματικό ότι η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή εντοπίζει προβλήματα στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα. Εκτός του ότι κρίνει ότι «η κατ’ αρχήν απόλυτη απαγόρευσή της με οποιοδήποτε τρόπο έκφρασης ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεών καθ’ εαυτή δεν είναι συνταγματικά ανεκτή», θεωρεί ότι περιέχει «αόριστες διατυπώσεις», εξαιτίας των οποίων «ελλοχεύει κάθε φορά ο κίνδυνος να παρερμηνευθούν και να εφαρμοσθούν σε περιπτώσεις που δεν ήταν στους σκοπούς ούτε της απόφασης ούτε του εσωτερικού νομοθέτη».
Είναι ίσως παράδοξο ότι ο κίνδυνος από την ανοικτή ερμηνεία μετανομικών εννοιών επισημαίνεται εμμέσως πλην σαφώς και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου: «Δεν αρκεί η απλή αφηρημένη πιθανολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο μιας ομάδας, ενός προσώπου ή πράγματος αλλά απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις μέσα στις οποίες εκδηλώνεται η υπό κρίση συμπεριφορά, όσο και την ενδεχόμενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που εξασφαλίζουν την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση». Φοβάμαι ότι η ασάφεια ανοίγει τον δρόμο για καταιγισμό μηνύσεων από τους δικομανείς. Χαράς ευαγγέλια, υποθέτω, για τους δικηγόρους. Για το ήδη βεβαρημένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, όμως;
Από μία πλευρά, μπορεί να είναι θεμιτή η φιλοδοξία του υπουργού να δώσει το όνομά του σε έναν νόμο - να λένε οι επόμενες γενιές: «ο νόμος Ρουπακιώτη»! Δεν γίνεται όμως κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα να το περιγράφουμε σε έναν νέο νόμο, αδιαφορώντας αν ήδη αντιμετωπίζεται από τους υπάρχοντες που δεν εφαρμόζονται. (Αν δεν κάνω λάθος, από το 1974 ώς σήμερα, αισίως πρέπει να έχουμε φθάσει ή να πλησιάζουμε τους 4.500 νόμους...). Ας μη μας διαφεύγει η ειρωνεία ότι και στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναγνωρίζεται ότι ο 927/1979 «έχει εφαρμοστεί ελάχιστα». Ε, λοιπόν, ας τον εφαρμόσουμε επιτέλους! Και εφόσον κριθεί απαραίτητο να βελτιωθεί σε σημεία του, να περιληφθούν και άλλες μορφές διακρίσεων, π.χ. κατά του γενετήσιου προσανατολισμού, ή να γίνουν αυστηρότερες οι ποινές, ας γίνει αυτό με μια τροπολογία. Πάντως, ας βρεθεί ένας τρόπος να ικανοποιηθεί και ο Α. Ρουπακιώτης, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα επανέλθει με νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων και εκεί είναι που θα γίνει το τρελό σύστριγκλο...