Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για τον Τσώρτσιλ και τον Ψυχρό Πόλεμο


Ο Τσώρτσιλ και ο Ψυχρός Πόλεμος
Η πρώιμη πρωτοβουλία του Βρετανού πρωθυπουργού να συγκληθεί διάσκεψη κορυφής από τις ηγέτιδες δυνάμεις του κόσμου 60 χρόνια πριν
Της Έφης Γ. Ε. Πενταλιού
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Πριν από εξήντα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1953, ο Oυίνστoν Σπένσερ Τσώρτσιλ, με τη διπλή ιδιότητα του πρωθυπουργού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και συνάμα αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, δήλωσε στο βρετανικό Κοινοβούλιο:
«Πιστεύω ότι μια διάσκεψη κορυφής μεταξύ των ηγετικών δυνάμεων του κόσμου […] θα πρέπει να συγκληθεί το γρηγορότερο δυνατόν». Εκ πρώτης όψεως, αυτή η δήλωση πιθανόν να ηχεί περίεργα, ιδίως όταν προέρχεται από έναν Βρετανό πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, την πιο «παγωμένη» περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Πόσω μάλλον όταν αυτός ο πρωθυπουργός ήταν ο Τσώρτσιλ, ο αντικομμουνιστής ηγέτης που επινόησε τον όρο «Σιδηρούν Παραπέτασμα».
Αυτή η ομιλία είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία. Αποτέλεσε την πρώτη σημαντική πρωτοβουλία στον τομέα της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής μετά την επιστροφή των Συντηρητικών στην εξουσία το 1951. Ο λόγος της 11ης Μαΐου ήταν επίσης σημαντικός για τον ίδιο τον Τσώρτσιλ, καθώς εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις για να εδραιώσει τη θέση του. Οταν επέστρεψε στην εξουσία, η ηλικία του και η υγεία του τον είχαν καταστήσει -σύμφωνα με τον Ρόι Τζένκινς (πολιτικό και βιογράφο του Τσώρτσιλ)- «λαμπρά ακατάλληλο για το αξίωμα». Το καλοκαίρι του 1949, ενώ ήταν για διακοπές στη Γαλλία, υπέστη το πρώτο του εγκεφαλικό επεισόδιο. Οταν εξελέγη, όλοι περίμεναν να παραιτηθεί σύντομα και να τον διαδεχθεί ο Αντονι Ιντεν, ο πεπειραμένος και δημοφιλής υπουργός Εξωτερικών του. Ο θάνατος του βασιλιά Γεωργίου VI του έδωσε την ευκαιρία να κατευνάσει τις πιέσεις που δεχόταν για να ορίσει την ημερομηνία της αποχώρησής του από την πολιτική ζωή ώστε η νεαρή βασίλισσα Ελισάβετ II να ενημερωθεί και να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά της. Οι επικριτές του χαρακτηρίζουν τη δεύτερη θητεία του Τσώρτσιλ υποτονική.
Από το 1951 μέχρι το 1953 ήταν αποκομμένος από την εκπόνηση της εξωτερικής πολιτικής, εντούτοις έψαχνε ευκαιρίες να προωθήσει τις θέσεις του. Από το 1950 και μετά έπαυσε να θεωρεί μια σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης αναπόφευκτη και έκρινε ότι ο ρόλος των όπλων μαζικής καταστροφής θα έπρεπε να είναι αυτός του φοβήτρου αποτροπής. Επίσης θεωρούσε αναγκαία την απευθείας επικοινωνία Ανατολής-Δύσης. Ο Ιντεν, το Φόρεϊν Οφις και πολλοί στην κυβέρνησή του ήταν καθαρά εναντίον τέτοιων πρωτοβουλιών. Οταν ο Ιντεν αρρώστησε ξαφνικά τον Απρίλιο του 1953 και παρέμεινε μακριά από τα καθήκοντά του μέχρι τον Οκτώβριο, ο Τσώρτσιλ ανέλαβε την αρχηγία του Φόρεϊν Οφις χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση με το υπουργικό συμβούλιο. Με την πρωτοβουλία της 11ης Μαΐου, άδραξε την ευκαιρία να διακηρύξει χωρίς καμία αμφιβολία ότι κανένας δεν μπορούσε να τον ωθήσει σε παραίτηση παρά τη θέλησή του, ότι η χώρα του ήταν ακόμη μια υπολογίσιμη δύναμη στη διεθνή πολιτική και ότι είχε τη δική της άποψη στο πώς θα έπρεπε να διεξαχθεί ο αγώνας για την τελική νίκη εναντίον της ΕΣΣΔ.
Η διεθνής σκακιέρα και το πυρηνικό ράλι μεταξύ ΗΠΑ - ΕΣΣΔ
Οι διεθνείς συγκυρίες επίσης επέτρεψαν στον Tσώρτσιλ να εξορμήσει αχαλίνωτος στη διεθνή αρένα και να αναπτύξει πρωτοβουλίες στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, σε μια περίοδο που οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων επιδεινώνονταν ανεξέλεγκτα. Σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση της ανθρωπότητας στηριζόταν στη σοβιετική και αμερικανική αυτοσυγκράτηση, η εισβολή της Βόρειας Κορέας στη Νότια Κορέα τον Ιούνιο του 1950 θεωρήθηκε από την Ουάσιγκτον ως η πρώτη απτή απόδειξη ότι η ΕΣΣΔ γινόταν έκδηλα επεκτατική. Αυτό που έκανε τις δυτικές πρωτεύουσες ακόμη πιο νευρικές ήταν ο φόβος ότι τα γεγονότα στην Κορέα μπορεί να ήταν ένας αντιπερισπασμός για την εισβολή στη Δυτική Γερμανία. Η Ουάσιγκτον έφτασε να πιστέψει ότι ο «ελεύθερος κόσμος» δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει την απειλή του «σοβιετικού κομμουνισμού», αλλά τον «κομμουνιστικό μονόλιθο», και ότι για να υπερασπίσει το έδαφός της και τους συμμάχους της, έπρεπε να αποκτήσει τη δυνατότητα προβολής συντριπτικής ισχύος. Ηταν αυτό το κλίμα που έδωσε το έναυσμα για την κατασκευή νέων πιο καταστροφικών όπλων από την ατομική βόμβα...
Την 1η Νοεμβρίου 1952, οι ΗΠΑ δοκίμασαν την πρώτη βόμβα σύντηξης. Ο ερχομός της «βόμβας υδρογόνου» φαίνεται να επηρέασε το πώς ο Tσώρτσιλ θα αντιμετώπιζε τον Ψυχρό Πόλεμο εφεξής. Οι μνήμες της Καλλίπολης, που πάντα τον βασάνιζαν, φαίνεται ότι αναζωπυρώθηκαν από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τις καταστροφικές συνέπειες της αυγής της πυρηνικής εποχής για την ανθρωπότητα. Η πολιτική που υιοθέτησε ήταν η αποτροπή και η συνύπαρξη: «Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να διευθετηθεί με τη σοβιετική Ρωσία και ότι θα πρέπει να αναμένουμε έως ότου όλα να έχουν επιλυθεί. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήταν λάθος να εμμείνουμε στις λεπτομέρειες όσον αφορά τα θεμελιώδη ζητήματα που χωρίζουν τα κομμουνιστικά και μη κομμουνιστικά μέρη του κόσμου».
Ο Αϊζενχάουερ
«Υφεση» ήθελε και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ, που στα τέλη του Γενάρη του 1953 ανέλαβε την ηγεσία των ΗΠΑ. Ομως δεν επιθυμούσε να αρχίσει διαπραγματεύσεις άμεσα, χωρίς προετοιμασία και απόλυτο καθορισμό των θέσεων των δύο πλευρών. Το κύριο χαρακτηριστικό της κυβέρνησής του ήταν η πρόθεσή της να περιορίσει τον αμυντικό προϋπολογισμό μέσω της επικέντρωσης στο δόγμα της πυρηνικής αποτροπής, όπως επίσης και η πλήρης καχυποψία και δυσπιστία για τα κίνητρα και τις προθέσεις των Σοβιετικών. Θέλοντας να κερδίσει χρόνο για να εφαρμόσει το «Νιου Λουκ», ο Αϊζενχάουερ εμφανίστηκε πρόθυμος να συναντήσει τον Στάλιν.
Διπλωματικοί ελιγμοί στη μετα-Στάλιν περίοδο
Ξαφνικά, όμως, στις αρχές του Μάρτη του 1953, ο Στάλιν πέθανε. Η διακυβέρνησή του δεν είχε δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάδειξη ενός αδιαμφισβήτητου διαδόχου στην ηγεσία του Κρεμλίνου. Ετσι, την ηγεσία της ΕΣΣΔ ανέλαβε μια τριανδρία που αποτελούνταν από τον Γκεόργκι Μάλενκοφ, τον Σοβιετικό πρωθυπουργό, τον Λαβρέντι Μπέρια, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, και τον Νικολάι Μπουλγκάνιν, τον υπουργό Αμύνης, ενώ στα παρασκήνια ραδιουργούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ. Η ΕΣΣΔ βίωνε μια περίοδο ανασφάλειας και αστάθειας. Στο πλαίσιο μιας περιορισμένης φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ο Μάλενκοφ προσπάθησε να πείσει τη Δύση ότι επιθυμούσε ειρηνική διευθέτηση των ανοιχτών διεθνών προβλημάτων δηλώνοντας: «Δεν υπάρχουν αντιδικίες ή άλυτα ζητήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν με ειρηνικά μέσα με οποιαδήποτε ξένη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών». Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη της απαρχής της λεγόμενης μετασταλινικής «ύφεσης» που διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1955.
Ωστόσο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Στάλιν, o Αϊζενχάουερ θορυβημένος ανακάλυψε ότι η Αμερική δεν είχε εκπονήσει κανένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κατά τη γνώμη του προσωπικού του σύμβουλου, Τσαρλς Ντάγκλας Τζάκσον, αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να επωφεληθούν της σοβιετικής αποδιοργάνωσης προσφέροντας άνοιγμα διαβουλεύσεων, ενώ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες συνέστησε επαγρύπνηση. Ο Αϊζενχάουερ αποφάσισε ότι πριν από οποιεσδήποτε συνομιλίες οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εκπονήσουν μια κοινή δυτική προσέγγιση. Ετσι, λοιπόν, αποφάσισε ότι αυτή ήταν λάθος στιγμή για μια συνάντηση.
O Tσώρτσιλ, όμως, παρότρυνε επίμονα τον Αϊζενχάουερ να συναντηθούν με τον Μάλενκοφ ώστε «οι δυο μας μαζί ή χωριστά [να μην] κληθούμε να λογοδοτήσουμε, εάν δεν κάνουμε μια απόπειρα να γυρίσουμε μια νέα σελίδα». Στις 16 Απριλίου του 1953, ο Αϊζενχάουερ ζήτησε από το Κρεμλίνο να προσκομίσει «συγκεκριμένα στοιχεία» που να αποδεικνύουν ότι η νέα ηγεσία είχε αποποιηθεί τις πρακτικές και την κληρονομιά του Στάλιν. Η ομιλία αυτή έγινε γνωστή ως «Ευκαιρία για ειρήνη». Ομως ακόμη δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει προς μια διάσκεψη κορυφής, διότι δεν εμπιστευόταν τα κίνητρα της ΕΣΣΔ. Η «ύφεση» για τον Αϊζενχάουερ είχε να κάνει περισσότερο με την αποκλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου παρά με τον τερματισμό του. Στις 20 Μαΐου, ο Ρενέ Μαγέρ, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, πανικοβλημένος από τις πρωτοβουλίες του Τσώρτσιλ, ζήτησε από έναν απρόθυμο Αϊζενχάουερ μια συνάντηση μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ για να συντονίσουν τις ενέργειές τους προς την ΕΣΣΔ.
Επειτα από πολλούς δισταγμούς, ο Αϊζενχάουερ δέχτηκε να συμμετάσχει σε μια συνάντηση με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η συνάντηση των τριών ηγετών κανονίστηκε για τις 8 Ιουλίου στις Βερμούδες. Ο Tσώρτσιλ κατόρθωσε να επιτύχει τη σύγκληση μιας συνεδρίασης, μα όχι τη συνδιάσκεψη κορυφής που ονειρευόταν. Τελικά, η διάσκεψη των Βερμούδων αναβλήθηκε για τον Δεκέμβριο του 1953 επειδή ο Βρετανός πρωθυπουργός υπέστη ακόμη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Εν τω μεταξύ, η παρέλευση τόσων μηνών είχε ως συνέπεια να αλλάξει η ατζέντα των συζητήσεων. Τώρα το πιο επείγον ζήτημα δεν ήταν οι συνομιλίες με τη Σοβιετική Ενωση αλλά ο άμεσος επανεξοπλισμός της Δυτικής Γερμανίας, αφού στις 12 Aυγούστου του 1953 η ΕΣΣΔ είχε δοκιμάσει επιτυχώς την πρώτη της θερμοπυρηνική βόμβα.
Τελικά ήταν πολύ νωρίς για ειρήνη;
Τελικά, ο Tσώρτσιλ απέτυχε να πείσει τους συμμάχους του να δεχθούν να συζητήσουν απευθείας με τον Μάλενκοφ, αλλά όλη αυτή η εμμονή του Tσώρτσιλ εγείρει μια σειρά ερωτημάτων. Μήπως είχε χαθεί μια πραγματική ευκαιρία για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου; Γιατί ένας ρεαλιστής πολιτικός σαν τον Tσώρτσιλ ξεκίνησε μια φαινομενικά δονκιχωτική πολιτική πρωτοβουλία; Τι σήμαινε η πρωτοβουλία του για τη χώρα του και γιατί δεν τελεσφόρησε;
Ο Τζον Γιανγκ, ο ιστορικός που έχει ασχοληθεί περισσότερο από κάθε άλλον με αυτό το θέμα, ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες του Tσώρτσιλ πήγαζαν από τη βεβαιότητά του ότι από το 1950 και μετά η Δύση είχε αποκτήσει επαρκή δύναμη για να αρχίσει διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος, αλλά και από την πεποίθηση ότι μέσω της προσωπικής του αίγλης θα μπορούσε να αναπτύξει επιτυχείς διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα ενίσχυαν τη θέση της Βρετανίας στη διεθνή σκηνή. Ηθελε να φέρει τις ΗΠΑ και τη Βρετανία πιο κοντά και εκτιμούσε ότι η Βρετανία έπρεπε να πείσει την Αμερική να αλλάξει εκείνες τις τακτικές που μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο λόγω λανθασμένων χειρισμών. Επίσης, πίστευε ακράδαντα ότι η Δύση έκανε μεγάλο λάθος να επιδιώκει την πλήρη απομόνωση της ΕΣΣΔ. Θεωρούσε ότι η προώθηση οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μπορούσε να υπονομεύσει το κομμουνιστικό μπλοκ και να εξασφαλίσει την ειρήνη. Εκρινε, επίσης, ότι μέσω του εμπορίου όλα τα κράτη, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μπορούσαν να αναπτύξουν κοινά συμφέροντα. Ηταν μια πλήρης απόρριψη του «οικονομικού πολέμου» που υποστήριζαν οι ΗΠΑ.
Στη Γενεύη
Ωστόσο, η Βρετανία δεν διέθετε πια τα ερείσματα που χρειάζονταν για μια τέτοια πολιτική τη δεκαετία του 1950. Η Δύση, όσο και να ήθελε να προωθήσει την «ύφεση», δεν τολμούσε να αφήσει τη Γερμανία στο έλεος του αντιπάλου, ενώ η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να δεχθεί τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας εντός του ΝΑΤΟ. Η καταστολή της εξέγερσης στην Ανατολική Γερμανία το καλοκαίρι του 1953 έδειξε ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν διατεθειμένη να τροποποιήσει τη στάση της ως προς την Ανατολική Ευρώπη σε τέτοιο βαθμό που να είναι αποδεκτή από τη Δύση. Ο Tσώρτσιλ απέτυχε γιατί αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει ότι η προσωπική του ακτινοβολία και μόνο δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τη διαφορά ισχύος μεταξύ της Βρετανίας και των υπερδυνάμεων. Τελικά, τον Απρίλιο του 1955 παραιτήθηκε, και ο Ιντεν ανέλαβε πρωθυπουργός. Η πρώτη μεταπολεμική σύνοδος κορυφής μεταξύ των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανίας και Γαλλίας πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στη Γενεύη. Ο Tσώρτσιλ δεν ήταν εκεί και η συνάντηση δεν ήταν αυτή που είχε οραματιστεί. Οι συμμετέχοντες απλά αναγνώρισαν ανεπίσημα το στάτους κβο των σχέσεων Ανατολής - Δύσης.
Αυτό το επεισόδιο κατέδειξε ότι σε αυτό το στάδιο ο Ψυχρός Πόλεμος δεν σχετιζόταν με τη διασφάλιση των συμφερόντων της κάθε υπερδύναμης, αλλά γινόταν αντιληπτός ως μονομαχία μηδενικού αθροίσματος που δεν μπορούσε να τερματισθεί πριν από την απόλυτη επικράτηση ενός εκ των δύο στρατοπέδων. Σε μια τέτοια κατάσταση πόλωσης, η «ύφεση» δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ακόμη μία ψυχροπολεμική τακτική που αποσκοπούσε να αποτρέψει τον πυρηνικό όλεθρο.

* H δρ Eφη Γ. Ε. Πενταλιού είναι ερευνήτρια στο LSE-ΙDEAS.