Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την δημιουργία της πρώτης πιστωτικής κάρτας


Η πρώτη πιστωτική κάρτα
Στενά συνδεδεμένη με την αύξηση της παραγωγής στη δεκαετία του ’50 συνέβαλε στη διεύρυνση της καταναλωτικής πίστης 62 χρόνια πριν
Του Κωνσταντίνου Ι. Λοϊζου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι καταναλωτικές συνήθειες μιας εποχής αποτελούν πολύτιμο υλικό για τον ιστορικό του μέλλοντος, καθώς συχνά αποκαλύπτουν τον τρόπο ζωής αλλά και οργάνωσης της οικονομίας και κοινωνίας της περιόδου εκείνης.
Από αυτή τη σκοπιά δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως η ανάπτυξη μιας οικονομίας αντανακλάται ευθέως στην εξέλιξη των καταναλωτικών προτύπων της. Πράγματι, έχει παρατηρηθεί ιστορικά η ύπαρξη σημαντικής θετικής συσχέτισης ανάμεσα στη βελτίωση της υλικοτεχνικής παραγωγικής βάσης μιας οικονομίας, του ελεύθερου χρόνου που απολαμβάνει ο παραγωγικός πληθυσμός και της αξίας και ποιότητας των καταναλωτικών αγαθών που δύναται να αγοράσει. Αν η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι υπεύθυνη για τη μείωση των ωρών εργασίας και την επιμήκυνση του ελεύθερου χρόνου τότε ο τελευταίος είναι η κύρια πηγή της μεταβολής των καταναλωτικών συνηθειών και της δημιουργίας της λεγόμενης «καταναλωτικής» κοινωνίας μεταπολεμικά. Ωστόσο, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την εξασφάλιση της αντίστοιχης χρηματοδότησης της καταναλωτικής δαπάνης. Επομένως το πέρασμα, σε μια κοινωνία και οικονομία της μαζικής κατανάλωσης είναι άρρηκτα δεμένο με μια έννοια που είναι γνωστή ως «καταναλωτική πίστη» και η οποία αποτέλεσε τον απαραίτητο αρωγό της.
Από τις δόσεις στο τραπεζικό πλαστικό χρήμα
Το πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα αλλά και οι εξελίξεις έως την αυγή του 21ου αιώνα υποδηλώνουν μια σταδιακή αντιστροφή της ανάγνωσης του μύθου του Αισώπου για τον σπάταλο τζίτζικα και τον οικονόμο μέρμηγκα υπέρ της κατανάλωσης άρα και υπέρ της εξέλιξης ενός συστήματος πιστώσεων που θα την υποστήριζαν. Οσο εξωφρενικό θα ήταν το 1820 για παράδειγμα, ένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής, που όμως δεν θα αφορούσε τη χρηματοδότηση κάποιας επένδυσης άλλο τόσο φυσικό φαίνεται στον καθένα σήμερα η πληρωμή των αγορών στο σούπερ μάρκετ με την επίδειξη της πιστωτικής του κάρτας. Ωστόσο, η απόσταση που τα χωρίζει είναι κυριολεκτικά απόσταση αιώνων χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη. Οι κύριες πηγές δανεισμού για την εργατική και τη μεσαία τάξη τον 19ο αιώνα εκτός από το συγγενικό περιβάλλον ήταν τα ενεχυροδανειστήρια και οι τοκογλύφοι. Οι όροι δανεισμού που περιελάμβαναν υπερβολικά υψηλά επιτόκια αλλά και οι κίνδυνοι που συχνά διέτρεχαν οι οφειλέτες για τη σωματική ακεραιότητά τους έκαναν τον δανεισμό ιδιαίτερα επαχθή.
Μια άλλη όμως ιδέα, αυτή της πληρωμής με δόσεις -που αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή δανείου που συνάπτεται μεταξύ του πωλητή ενός προϊόντος και του αγοραστή του- είναι αυτή που θα αποτελέσει την κύρια μορφή καταναλωτικής πίστης στον Μεσοπόλεμο. Η γενίκευσή της θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν διαμορφωθεί το κατάλληλο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και αυτό συμβαίνει στην «υπέροχη» δεκαετία του 1920 στις ΗΠΑ. Είναι η δεκαετία όπου η μαζική παραγωγή και ο εξηλεκτρισμός συναντούν την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων σε μεγάλη κλίμακα και την εξάπλωση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Μα όλα αυτά συμβαδίζουν με την επέκταση της καταναλωτικής πίστης για διαρκή καταναλωτικά αγαθά των οποίων το κόστος υπερέβαινε τις εισοδηματικές δυνατότητες του μέσου Αμερικανού. Το 1919, η General Motors Acceptance Corporation (GMAC) ήταν η πρώτη που χρηματοδότησε την αγορά αυτοκινήτου από μέλη της μεσαίας τάξης. Είναι αμφίβολο αν η τεχνολογική καινοτομία του Φορντισμού, που έκανε οικονομικά εφικτή τη μαζική παραγωγή περίπλοκων μηχανών όπως τα αυτοκίνητα, θα είχε την ίδια επιτυχία χωρίς τη χρηματοπιστωτική καινοτομία της καταναλωτικής πίστης.
Οι πρωτεργάτες
Ωστόσο,  οι διάφορες μορφές πιστώσεων για  αγορά καταναλωτικών αγαθών εκείνη την εποχή είχαν περισσότερο την έννοια της ανταμοιβής του καταναλωτή για την προτίμησή του σε συγκεκριμένο πωλητή αγαθών. Με αυτή την έννοια, στις αρχές του 20ού αιώνα εστιατόρια, ξενοδοχεία, πετρελαϊκές εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης εξέδιδαν «πιστωτικές κάρτες» που επιβράβευαν ουσιαστικά τον καταναλωτή που τους προτιμούσε για τις αγορές του. Το πρόβλημα με αυτές τις κάρτες ήταν ότι τα οφέλη που παρείχαν στον καταναλωτή ήταν περιορισμένα, καθώς δεν γίνονταν αποδεκτές από ανταγωνιστές των εταιρειών που τις εξέδιδαν ή πέραν των γεωγραφικών ορίων που κάλυπταν τα υποκαταστήματα της συγκεκριμένης αλυσίδας.
Ουσιαστικά η ιδέα της πιστωτικής κάρτας όπως την ξέρουμε σήμερα γεννήθηκε ένα βράδυ του 1949 στο εστιατόριο Major’s Cabin Grill της Νέας Υόρκης δίπλα στο Empire State Building. Σύμφωνα με μια εκδοχή της ιστορίας, στο δείπνο αυτό συνέτρωγαν ο Frank X. McNamara, επικεφαλής της Hamilton Credit Corporation, ο φίλος του Alfred Bloomingdale, εγγονός του ιδρυτή των καταστημάτων Bloomingdale και ο δικηγόρος του McNamara, Ralph Schneider. Το θέμα συζήτησης στο δείπνο ήταν το απλήρωτο χρέος ενός πελάτη του McNamara, ο οποίος είχε δανείσει τις «πιστωτικές κάρτες» του από διάφορα καταστήματα σε φτωχούς γείτονές του ζητώντας ως αντάλλαγμα την πληρωμή από αυτούς του ποσού των αγορών συν κάποιο τόκο. Το όλο σχήμα κατέρρευσε όταν κάποιοι από τους γείτονες δεν  μπόρεσαν να ξεπληρώσουν το χρέος τους. Συζητώντας αυτά ο McNamara ανακάλυψε ότι δεν είχε μετρητά να πληρώσει για το γεύμα που είχε μόλις ολοκληρωθεί και ήταν αναγκασμένος να τηλεφωνήσει στη σύζυγό του για να του φέρει χρήματα. Η δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε σε συνδυασμό με τον προβληματισμό του σχετικά με το σύστημα της καταναλωτικής πίστης όπως λειτουργούσε μέχρι τότε, αποτέλεσαν τον καταλύτη για τη γέννηση της ιδέας δημιουργίας μιας κάρτας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε πολλαπλούς πωλητές. Αυτό απαιτούσε ότι η κάρτα αυτή δεν θα εκδιδόταν από κάποια συγκεκριμένη αλυσίδα καταστημάτων,, αλλά από κάποιον τρίτο φορέα που θα λειτουργούσε ως μεσάζων μεταξύ του αγοραστή και του εκάστοτε πωλητή του αγαθού. Ετσι δημιουργήθηκε το 1950 μια νέα εταιρεία, το διάσημο Diners Club. Η κάρτα του Diners Club είχε το όνομα του κατόχου και τον αριθμό της κάρτας στη μία όψη και μία λίστα από 28, αρχικά, εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα του Manhattan στην πίσω όψη της. Δεν είναι τυχαίο πως αρχικά ο McNamara απευθύνθηκε σε επαγγελματίες στον χώρο των πωλήσεων που λόγω της εργασίας τους δειπνούσαν συχνά με πελάτες τους σε εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Οι κάτοχοι της κάρτας χρεώνονταν μια ετήσια συνδρομή 3 δολαρίων, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν άτοκα όλο το ποσό σε προθεσμία 60 ημερών. Το Diners Club αναλάμβανε να πληρώσει το εστιατόριο που συμμετείχε στο πρόγραμμά του αφαιρώντας προμήθεια 7% ανά συναλλαγή. Παρ’ όλη την αρχική δυσκολία ένταξης στο πρόγραμμα επιχειρήσεων που είχαν τα δικά τους πιστωτικά προγράμματα, τελικά η αύξηση των μελών του Diners Club ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήδη από το πρώτο έτος.
Η ολοκλήρωση της καινοτομίας των  πιστωτικών καρτών επήλθε με την εμπλοκή  του τραπεζικού συστήματος στο όλο εγχείρημα. Η Franklin National Bank της Νέας Υόρκης εισήγαγε το 1951 την πρώτη τραπεζική κάρτα την οποία πρόσφερε στους πελάτες της που έκρινε ως φερέγγυους. Ακολούθησε το 1958 με τη δική της κάρτα η American Express, αλλά κυρίως η Bank of America στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η τελευταία εξέδωσε την πρώτη πιστωτική κάρτα που παρείχε στους κατόχους της επιλογές πληρωμής. Οι κάτοχοι της BankAmericard είχαν την επιλογή είτε να πληρώσουν τη συνολική οφειλή τους είτε να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό σε έντοκες δόσεις. Το 1966 η Bank of America υπέγραψε συμφωνίες με τράπεζες σε άλλες Πολιτείες που τους παρείχαν το δικαίωμα να εκδώσουν πιστωτικές κάρτες BankAmericard διαδίδοντάς την και στις υπόλοιπες Πολιτείες των ΗΠΑ. Το ίδιο έτος τέσσερις τράπεζες της Καλιφόρνιας ίδρυσαν την Western States Bancard Association και εισήγαγαν την MasterCharge ως ανταγωνιστή της BankAmericard. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αυτό που αποτελούσε μια αμερικανική καινοτομία επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ από το 1976 η BankAmericard μετονομάστηκε σε VISA και το 1979 η MasterCharge μετονομάστηκε σε MasterCard.
Νομοθετικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις
Η γενίκευση της καταναλωτικής  πίστης στην πιο εκλεπτυσμένη μορφή της πιστωτικής κάρτας έφερε επανάσταση στις καταναλωτικές συνήθειες στο  τελευταίο μισό του 20ού αιώνα. Κάθε χρηματοπιστωτική καινοτομία όμως φέρει μαζί της όχι μόνο ευκαιρίες αλλά και κινδύνους, στην προκειμένη περίπτωση τόσο για τον εκδότη όσο και για τον κάτοχο της κάρτας. Στα τέλη του 1960, καθώς η αγορά των πιστωτικών καρτών μεγάλωνε και τα οφέλη από την έκδοσή τους αυξάνονταν, αμερικανικές τράπεζες άρχισαν να ταχυδρομούν κάρτες σε πρόσωπα ανεξαρτήτως πιστοληπτικής ικανότητας ή ακόμη και χωρίς οι ίδιοι να το έχουν αιτηθεί.
Ανεξέλεγκτες χρεώσεις
Οι κατηγορίες για απάτη και ανεξέλεγκτες χρεώσεις προσώπων που δεν είχαν προβεί ποτέ στις αντίστοιχες αγορές οδήγησε στη νομοθετική παρέμβαση του Κογκρέσου των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 για την απαγόρευση παρόμοιων πρακτικών από τις τράπεζες. Ομως η ρυθμιστική παρέμβαση δεν ήταν πάντα φιλική προς τον οφειλέτη, ιδίως την περίοδο της χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης όπου τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών αφέθηκαν να ανέλθουν σε υψηλά επίπεδα. Αλλωστε, στην ίδια περίοδο η άνοδος του χρέους των νοικοκυριών προς τις τράπεζες προκειμένου να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε εποχές οικονομικής ανόδου, λειτούργησε επιβαρυντικά για την χρηματοοικονομική κατάσταση τόσο των νοικοκυριών όσο και των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2008. Τώρα πια ο προβληματισμός των οικονομολόγων, αλλά και των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής αφορά τη διαχρονική βιωσιμότητα των καταναλωτικών χρεών καθώς αποδείχθηκε ότι οι οικονομικές αποφάσεις πλαισιώνονται από ένα θεμελιακά αβέβαιο και μη-γραμμικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που επικαθορίζει τις εκτιμήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών.

 
* Ο κ. Κωνσταντίνος Ι. Λοΐζος είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει στο διδακτορικό πρόγραμμα UADPhilEcon και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Εφαρμοσμένης Οικονομικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Τμήματος.