Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs ότι η Κίνα είναι ο χειρότερος ρυπαντής στον κόσμο


Ασφυκτιώντας στην Κίνα
Η υπερδύναμη που δηλητηριάζει τον κόσμο
Thomas N. Thompson
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η Κίνα είναι ο χειρότερος ρυπαντής στον κόσμο – έχει τις 16 από τις 20 πιο βρώμικες πόλεις στον κόσμο και αποτελεί την μεγαλύτερη πηγή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Τα πρόσφατα πρωτοσέλιδα ήταν συγκλονιστικά:
16.000 σάπια χοιρινά σφάγια στον ποταμό Whampoa της Σαγκάης, τρομερές εκθέσεις για την ποιότητα του αέρα στο Πεκίνο, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόωροι θάνατοι εξαιτίας της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Πιο πρόσφατα, η χώρα συγκλονίστηκε από έναν μυστηριώδη ιό, τον H7N9, ο οποίος έχει ήδη σκοτώσει έξι άτομα και έχει οδηγήσει τις υγειονομικές αρχές να διατάξουν την σφαγή χιλιάδων περιστεριών, κοτόπουλων και παπιών για να τον αντιμετωπίσουν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων έχει αρχίσει εργασίες για ένα εμβόλιο κατά του H7N9.
Οι κίνδυνοι από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος της Κίνας υπερβαίνουν κατά πολύ τα σύνορα της χώρας, καθώς η ρύπανση απειλεί την παγκόσμια υγεία, περισσότερο από ποτέ. Οι Κινέζοι ηγέτες υποστήριζαν ότι η χώρα τους έχει το δικαίωμα να ρυπαίνει, επιχειρηματολογώντας ότι ως αναπτυσσόμενη χώρα, δεν μπορεί να θυσιάσει την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του περιβάλλοντος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Κίνα κρατά όμηρο τον υπόλοιπο κόσμο - και υπονομεύει την δική της ευημερία.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, μόνο το 1% από τα 560 εκατομμύρια κατοίκων των αστικών κέντρων της Κίνας αναπνέουν αέρα που θεωρείται ασφαλής σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα επίπεδα «PM2.5s» στο Πεκίνο – δηλαδή των σωματιδίων που είναι πιο μικρά από 2,5 μικρόμετρα σε διάμετρο και μπορούν να διαπεράσουν τις περιοχές ανταλλαγής αερίων στους πνεύμονες - είναι τα χειρότερα στον κόσμο. Τον Μάρτιο του 2012 ο μέσος όρος μέτρησης στο Πεκίνο ανήλθε σε 469 μικρογραμμάρια τέτοιων σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, το οποίο συγκρίνεται με τον υψηλότερο μέσο όρο το 2012 στο Λος Άντζελες με 43 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνέβαλε σε 1,2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στην Κίνα το 2010, σύμφωνα με την Μελέτη της Παγκόσμιας Επιβάρυνσης λόγω Ασθενειών. Ο αδιάκοπος ρυθμός κατασκευής νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Στην πρόσφατη μονογραφία του, «Η αλλαγή του κλίματος: Το πρόβλημα του της Κίνας», ο περιβαλλοντικός μελετητής Michael Vandenbergh γράφει: «Κατά μέσο όρο, μία νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργεί με άνθρακα, αρκετά μεγάλη για να εξυπηρετήσει μια πόλη του μεγέθους του Ντάλας ανοίγει στην Κίνα κάθε 7 - 10 ημέρες». Η έλλειψη ευρείας υποδομής καθαρισμού άνθρακα και φίλτρων στις κινεζικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις επιδεινώνει το πρόβλημα.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα στην Κίνα, επίσης αυξάνονται ραγδαία, αντικαθιστώντας τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα ως την κύρια πηγή της ρύπανσης στις μεγάλες πόλεις της Κίνας. Η Deutsche Bank εκτιμά ότι ο αριθμός των επιβατικών αυτοκινήτων στην Κίνα θα φθάσει τα 400 εκατομμύρια μέχρι το 2030, από τα 90 εκατομμύρια που είναι σήμερα. Και τα επίπεδα θείου που παράγονται από πετρελαιοκίνητα φορτηγά στην Κίνα είναι τουλάχιστον 23 φορές χειρότερα από εκείνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η όξινη βροχή, η οποία προκαλείται από τις εκπομπές αυτές, έχει καταστρέψει το 1/3 των ήδη περιορισμένων καλλιεργειών της Κίνας, πέρα από τα δάση και τις λεκάνες απορροής στην κορεατική χερσόνησο και στην Ιαπωνία. Η ρύπανση αυτή φτάνει ως τις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικές φορές σε επίπεδα που απαγορεύονται από το νόμο Clean Water Act των ΗΠΑ. Το 2006, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ντέιβις ανακάλυψαν ότι σχεδόν όλα τα επιβλαβή σωματίδια πάνω από τη λίμνη Tahoe προέρχονταν από την Κίνα. Οι περιβαλλοντικοί εμπειρογνώμονες, Juli Kim και Jennifer Turner γράφουν στο δοκίμιό τους «Οι πιο απεχθείς εξαγωγές της Κίνας» ότι «από τη στιγμή που φτάνει τις ΗΠΑ, ο υδράργυρος μετατρέπεται σε ένα αντιδραστικό αέριο υλικό, που διαλύεται εύκολα στα υγρά κλίματα του Βορειοδυτικού Ειρηνικού». Τουλάχιστον 20% του υδραργύρου που εισέρχεται στον ποταμό Willamette στο Όρεγκον κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την Κίνα. Η μαύρη αιθάλη του άνθρακα από την Κίνα απειλεί επίσης να μπλοκάρει το φως του ήλιου, να μειώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών, να θερμάνει την ατμόσφαιρα και να αποσταθεροποιήσει τον καιρό σε όλο τον Ειρηνικό.
Η κινεζική χρήση των πόρων γλυκού νερού απειλεί επίσης αυτούς που βρίσκονται πέρα από τα σύνορά της. Όπως φέρεται να είπε ο Μαρκ Τουέιν, σχετικά με την Καλιφόρνια στα τέλη του 19ου αιώνα, «Το ουίσκι είναι για πόση. Το νερό είναι για να μάχεται κανείς γι’ αυτό». Το αίσθημα αυτό ισχύει και στην σύγχρονη Ασία. Ανά κάτοικο της Ασίας η διαθεσιμότητα καθαρού νερού είναι λιγότερη από το μισό του παγκόσμιου μέσου όρου. Η Κίνα και η Ινδία, για παράδειγμα, φιλοξενούν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά διαθέτουν το 10% του γλυκού νερού στον κόσμο. Η Κίνα είναι ρυπογόνα και καταστρέφει τους περιορισμένους της πόρους με ανησυχητικούς ρυθμούς. Η χώρα έχει φράξει κάθε μεγάλο ποταμό στο οροπέδιο του Θιβέτ, συμπεριλαμβανομένων του Μεκόνγκ, του Salween, του Βραχμαπούτρα, του Γιανγκτσέ, του κίτρινου ποταμού, του Ινδού ποταμού, του Sutlej, του Shweli και του Karnali και υπάρχουν μεγάλης κλίμακας σχέδια για φράγματα και σε άλλους ποταμούς. Από τα 50.000 μεγαλύτερα φράγματα στον κόσμο, περισσότερα από τα μισά βρίσκονται στην Κίνα. Ως εκ τούτου, η Κίνα ελέγχει πλέον την παροχή νερού των ποταμών σε 13 γειτονικές χώρες, αλλά μέχρι τώρα έχει αρνηθεί να υπογράψει τις σχετικές Συνθήκες ή να συνεργαστεί με άλλες χώρες σε θέματα νερού. Το Πεκίνο, επίσης, καταψήφισε την απόπειρα του ΟΗΕ να ρυθμίσει την κατανομή του νερού στην περιοχή. Ο πρώην υπουργός υδάτινων πόρων της Κίνας, Wang Shucheng, περιέγραψε την υδατική πολιτική της Κίνας ως «μάχη για κάθε σταγόνα νερού ή θάνατος». Αυτή η φιλοσοφία, σε συνδυασμό με την αμείωτη επιδίωξη της Κίνας για οικονομική ανάπτυξη, θα έχει βαθιές αποσταθεροποιητικές συνέπειες για την περιοχή, τόσο πολιτικά όσο και ως προς το περιβάλλον.
Δυστυχώς για την Κίνα, το να θέτει σε κίνδυνο το περιβάλλον και την υγεία στο πλαίσιο της επιδίωξης της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική. Η απειλή της λειψυδρίας και οι δυσμενείς εγχώριες επιπτώσεις στην υγεία από την ρύπανση «σκοτεινιάζει» το μέλλον της Κίνας. Οι ασθένειες που προκαλούνται από την ρύπανση έχουν φθάσει στα ύψη. Μια πρόσφατη κοινωνική εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης με επικεφαλής εγχώριες και διεθνείς οργανώσεις, έριξε φως στα αυξανόμενα φαινόμενα των «χωριών του καρκίνου» - των περιοχών όπου η ρύπανση των υδάτων είναι τόσο μεγάλη ώστε έχει οδηγήσει σε απότομη αύξηση ασθενειών όπως ο καρκίνος του στομάχου. Το ίδιο το υπουργείο Προστασίας του Περιβάλλοντος της Κίνας έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το 70% των μεγάλων πλωτών οδών της χώρας υποφέρουν από βαριά ρύπανση. Σύμφωνα με τον Scott Moore του Προγράμματος της Επιστήμης της Αειφορίας στην Σχολή Διακυβέρνησης Kennedy του Χάρβαρντ, οι ρύποι έχουν διαρρεύσει ακόμη και στο υπέδαφος της χώρας, με περισσότερα από τα μισά ελεγχόμενα πηγάδια να κρίνονται μη ασφαλή για να χρησιμοποιηθούν για πόσιμο νερό. Η Γεωλογική Επισκόπηση της Κίνας εκτιμά τώρα ότι το 90% των κινεζικών πόλεων εξαρτάται από τον εφοδιασμό μέσω μολυσμένων υπόγειων υδάτων. Το νερό που έχει καθαρισθεί σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας συχνά επαναμολύνεται καθ' οδόν προς τα σπίτια. Η Κίνα έχει λεηλατήσει τα αποθέματα των υπόγειων υδάτων της, δημιουργώντας μαζικά υπόγειες σήραγγες που έχουν προκαλέσει ακόμη και την κυριολεκτική βύθιση μερικών πόλεων.
Η Κίνα έχει επίσης αποτύχει εντελώς στην προσπάθεια απομάκρυνσης των αποβλήτων της. Το 80% της Ανατολικής Θάλασσας της Κίνας, μιας από τις μεγαλύτερες αλιευτικές περιοχές στον κόσμο, είναι πλέον ακατάλληλο για αλιεία, σύμφωνα με την Elizabeth C. Economy, ειδική σε θέματα Κίνας και περιβάλλοντος στο Council on Foreign Relations. Οι περισσότερες κινεζικές παράκτιες πόλεις διοχετεύουν τουλάχιστον το ήμισυ των αποβλήτων τους απευθείας στον ωκεανό, κάτι που προκαλεί «κόκκινη παλίρροια» και θανάτους ψαριών στις παράκτιες περιοχές. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ταμείο για την Φύση, η χώρα είναι τώρα ο μεγαλύτερος ρυπαντής του Ειρηνικού Ωκεανού.
Το οικονομικό κόστος της ρύπανσης υπήρξε το επίκεντρο διαφόρων μελετών που υποστηρίζονταν από την κυβέρνηση της Κίνας. Μια πρόσφατη μελέτη της Κινεζικής Ακαδημίας Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού διαπίστωσε ότι οι περιβαλλοντικές καταστροφές στα δάση, τους υγροτόπους και τα λιβάδια «κούρεψε» το 3,5% του ΑΕΠ της Κίνας το 2012. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει το συνολικό κόστος της υποβάθμισης του περιβάλλοντος της Κίνας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μεταξύ 3,5% και 8% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα της ρύπανσης της Κίνας αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομία της - και δηλητηριάζει τους πολίτες της, και κατ΄ επέκταση και τον υπόλοιπο κόσμο. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να πιέσει την Κίνα να συνειδητοποιήσει ότι, αν συνεχίσει να καταστρέφει το περιβάλλον δεν θα είναι σε θέση να διασφαλίσει την υγεία και την ευημερία της στο μέλλον- ή να αποφύγει μια παγκόσμια καταστροφή.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139141/thomas-n-thompson/choking-...