Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο της Le Monde Diplomatique για τον πόλεμο εθνικισμών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας



Πόλεμος των εθνικισμών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας
Εντάσεις ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες
samedi 1er décembre 2012, par Kleine-Ahlbrandt Stéphanie, [Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
Επί δύο μήνες, τα πολεμικά πλοία των Φιλιππίνων και της Κίνας βρέθηκαν αντιμέτωπα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Στη συνέχεια, η ένταση μετατοπίστηκε προς την πλευρά της Ιαπωνίας και των νήσων Σενκάκου/Ντιαόγιου.
Στα μέσα Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια γυμνασίων, το κινεζικό ναυτικό πλησίασε πολύ στις ακτές των διαφιλονικούμενων νήσων, ενώ το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS George Washington πραγματοποίησε επίδειξη δύναμης στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Εδώ και αρκετούς μήνες, οι διαμάχες ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα στη Θάλασσα της Κίνας εντείνονται. Τον Απρίλιο του 2012, η ακτοφυλακή των Φιλιππίνων ανάγκασε οκτώ κινεζικά αλιευτικά σκάφη να απομακρυνθούν από την περιοχή του υφάλου Σκάρμπορο. Το γεγονός αυτό πυροδότησε μια δίμηνη αντιπαράθεση του ναυτικού των δύο χωρών. Τον Ιούνιο, το Βιετνάμ διακήρυξε νέους κανόνες ναυσιπλοΐας, οι οποίοι αφορούν και τη διαφιλονικούμενη περιοχή των νήσων Σπράτλεϊ και Πάρασελ. Η Κίνα απάντησε αναγγέλλοντας τη δημιουργία οικισμού σε μια ακατοίκητη νησίδα των Πάρασελ. Τον Σεπτέμβριο, ήταν η σειρά των νήσων Σενκάκου (για τους Ιάπωνες) ή Ντιαόγου (για τους Κινέζους) να πυροδοτήσουν εντάσεις στην περιοχή. Όταν η ιαπωνική κυβέρνηση ανήγγειλε την αγορά μιας χούφτας ακατοίκητων ηφαιστειογενών νησίδων, το Πεκίνο προέβη σε οικονομικές κυρώσεις, αντι-ιαπωνικές διαδηλώσεις σε πολλές μεγάλες πόλεις της χώρας, αλλά και στην αποστολή ακταιωρών στην διαφιλονικούμενη ζώνη [1].
Η κλιμάκωση αυτή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας πολιτικής που έχει υιοθετήσει η Κίνα : της « επιβεβαίωσης δικαιωμάτων δια της αντίδρασης ». Η Κίνα επωφελείται από το παραμικρό επεισόδιο στα σύνορά της για να προβεί σε μια επίδειξη δύναμης και για να επιχειρήσει να μεταβάλλει προς όφελός της το στάτους κβο στα κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή. Η συγκεκριμένη τακτική σηματοδοτεί τη ρήξη με την πολιτική της εξομάλυνσης των σχέσεων που είχε δρομολογηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, από τον τότε ηγέτη της χώρας, Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, και η οποία αποσκοπούσε στην εξάλειψη των αντιδικιών για τα κυριαρχικά δικαιώματα και στη δημιουργία φιλικών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτική συνοψιζόταν στην εξής φράση : « Να διατρανώσουμε την εθνική μας κυριαρχία, να παραμερίσουμε τις διενέξεις και να επιδιώξουμε την ανάπτυξη από κοινού ». Το 2000, το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών προώθησε την εξής στρατηγική : « Όταν οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης σε μια αντιδικία για τα κυριαρχικά δικαιώματα, οι συζητήσεις για τη διαφιλονικούμενη κυριαρχία σε αυτήν την περιοχή μπορούν να παραπεμφθούν σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται η σύγκρουση. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι παραιτούμαστε από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα : απλούστατα, παραμερίζουμε το πρόβλημα για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο [2] ». Ο πρόεδρος Χου Ζιντάο υπενθύμισε αυτές τις αρχές : « Να παραμερίσουμε τις διαμάχες και να δώσουμε έμφαση στην κοινή ανάπτυξη ». Ωστόσο, δεν φαίνεται να το εννοούσε πραγματικά : τα γεγονότα διαψεύδουν τις δηλώσεις.
Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας –πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων και σε αλιεύματα, αλλά και περιοχή όπου διασταυρώνονται ορισμένες από τις πλέον πολυσύχναστες θαλάσσιες διαδρομές του πλανήτη- αποτελεί ένα σταυροδρόμι όπου συγκρούονται τα συμφέροντα της Κίνας, των Ηνωμένων Πολιτειών και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Βιετνάμ, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Μπρουνέι).
Από την κινεζική πλευρά, πλήθος πολιτικών και οικονομικών παραγόντων εκμεταλλεύθηκε τις εντάσεις που προκλήθηκαν από τις εδαφικές διεκδικήσεις, για να προωθήσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, πράγμα που συνέβαλε σημαντικά στη σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης. Οι πολυάριθμοι κινεζικοί οργανισμοί που διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στις υποθέσεις της Θάλασσας της Νότιας Κίνας παρομοιάζονται με τους « εννέα δράκους που είναι κύριοι της θάλασσας [3] », παραπέμποντας στον ανάλογο μύθο. Στην πράξη, ο αριθμός των φορέων και των παραγόντων υπερβαίνει κατά πολύ εκείνον των μυθικών πλασμάτων, καθώς σε αυτούς συγκαταλέγονται οι τοπικές κυβερνήσεις, το Ναυτικό, το υπουργείο Γεωργίας, διάφορες κρατικές επιχειρήσεις, οι δυνάμεις του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, οι τελωνειακές υπηρεσίες και το υπουργείο Εξωτερικών.
Οι τοπικές κυβερνήσεις των παράκτιων περιοχών της Χαϊνάν, του Κουάνγκ Ξι και του Κουάνγκ Τονγκ αναζητούν νέες αγορές για να διαθέσουν την παραγωγή των επιχειρήσεών τους, καθώς η επιτυχία εξασφαλίζει ταυτόχρονα την επιρροή τους και την ισχύ τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Όσο παραμένουν πιστές στο Κομμουνιστικό Κόμμα, διαθέτουν μεγάλα περιθώρια στη διαχείριση των υποθέσεων της περιφέρειάς τους. Οι ορέξεις εντείνονται από τον συνδυασμό, αφενός μιας πολιτικής που επιδιώκει την οικονομική μεγέθυνση και, αφετέρου, από τη διευρυμένη αυτονομία που διαθέτουν οι τοπικές αρχές. Γι’ αυτόν τον λόγο ενθάρρυναν τους ψαράδες τους να διεισδύσουν βαθύτερα στις διαφιλονικούμενες περιοχές, υποχρεώνοντάς τους, μεταξύ άλλων, να εκσυγχρονίσουν τα σκάφη τους και να τα εξοπλίσουν με συστήματα πλοήγησης μέσω δορυφόρου, γεγονός που διευκολύνει επίσης την ταχύτερη επέμβαση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση αντιπαράθεσης, όπως συνέβη και στον ύφαλο Σκάρμπορο [4]. Ακόμα, το γεγονός ότι στη χορήγηση αδειών αλιείας προτεραιότητα έχουν τα μεγαλύτερα αλιευτικά σκάφη, αποτελεί άλλο ένα κίνητρο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Επιπλέον, η τοπική κυβέρνηση της Χαϊνάν προσπάθησε σε αρκετές περιπτώσεις να αναπτύξει τουριστικές δραστηριότητες στις νήσους Πάρασελ, παρά τις εντονότατες διαμαρτυρίες του Βιετνάμ [5]. « Πρώτα δρούμε, μετά σκεφτόμαστε » : αυτό φαίνεται να είναι το σημείο αναφοράς των τοπικών αρχών στις σχέσεις τους με την κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου. Προωθούν τα πιόνια τους όσο πιο μακριά μπορούν στο πεδίο του οικονομικού πολέμου και υποχωρούν μονάχα όταν η κεντρική εξουσία τους τρίξει τα δόντια.
Ταυτόχρονα, η αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες υπηρεσίες θαλάσσιας αστυνόμευσης της χώρας –του Ναυτικού Επιτήρησης. που υπάγεται στο υπουργείο Γης και Φυσικών Πόρων, και της Αρχής για την Τήρηση της Αλιευτικής Νομοθεσίας, που υπάγεται στο υπουργείο Γεωργίας- ενισχύθηκε με την ενδυνάμωση του στόλου τους και με μια φυγή προς τα εμπρός στα διαφιλονικούμενα ύδατα. Καθώς οι δύο υπηρεσίες διεκδικούν όσο το δυνατόν ευνοϊκότερη μεταχείριση από το υπουργείο τους και μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή των πόρων του, προσπαθούν να προεκτείνουν ακόμα μακρύτερα τα όρια των αρμοδιοτήτων τους, έτσι ώστε να διογκώνεται ο προϋπολογισμός που διαθέτουν. Και για τις δύο υπηρεσίες, η επιμονή στα διεκδικούμενα κυριαρχικά δικαιώματα στις συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές εντάσσεται σε μια στρατηγική που αποσκοπεί στην ανταμοιβή τους από τις αρχές που τις εποπτεύουν. Από την πλευρά του, το κινεζικό κράτος θεωρεί ότι το συμφέρει η εμπλοκή σε τέτοια ζητήματα υπηρεσιών που δεν έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση.
Όμως, όσο κι αν ένα περιπολικό σκάφος των αστυνομικών δυνάμεων μπορεί να προκαλέσει λιγότερες ζημιές από ένα σκάφος του πολεμικού ναυτικού, η εντατική τους χρήση ως εργαλείο άσκησης της εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των επεισοδίων. Επιπλέον, τα αλιευτικά σκάφη μετατρέπονται σε πραγματικούς σημαιοφόρους της χώρας τους μέσα στις θάλασσες, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επικίνδυνες τις τριβές που προκαλούνται με τα πολεμικά σκάφη των γειτονικών κρατών.
Παρά την αυξημένη παρουσία του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, το κινεζικό ναυτικό αρκείται έως τώρα σε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Σε περίπτωση επεισοδίου, οι φρεγάτες του μένουν μακριά ή φτάνουν με καθυστέρηση, αφήνοντας στις πολιτικές αρχές την ευθύνη για τη διαχείριση της κατάστασης. Παρόλα αυτά, η ενίσχυσή του και ο εκσυγχρονισμός του –που πραγματοποιούνται κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας- αποτελούν παράγοντες που επιδεινώνουν την ένταση, προκαλώντας και τις υπόλοιπες χώρες να ενισχύσουν και τις δικές τους ναυτικές δυνάμεις.
Θεωρητικά, υποτίθεται ότι το υπουργείο Εξωτερικών διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στον τομέα. Στην πραγματικότητα, δεν διαθέτει καμία πραγματική εξουσία. Όπως παρατηρεί ειρωνικά ένας γνώστης των παρασκηνίων του Πεκίνου, ο νυν υπουργός, Γιανγκ Τζιεσί, « έχει λιγότερη εξουσία κι από τον βοηθό του Συμβούλου Επικρατείας, Ντάι Μπινγκούο ». Το πρόβλημα επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο από τη στιγμή όπου οι πραγματικοί κάτοχοι της δημόσιας εξουσίας –τα υπουργεία Εμπορίου, Οικονομικών και Κρατικής Ασφάλειας, καθώς επίσης και η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρύθμισης- πήραν στα χέρια τους τους κυριότερους μοχλούς της εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, το υπουργείο Εξωτερικών παίζει τον άχαρο ρόλο του κομπάρσου, καθώς ακούγεται πλήθος φωνών που παρακινούν την κινεζική διπλωματία να αναλάβει τις ευθύνες της, σε βαθμό ανάλογο με την οικονομική και την περιφερειακή επιρροή που ασκεί η χώρα.
Η κυβέρνηση είχε ανέκαθεν την τάση να επωφελείται από τα εθνικιστικά αισθήματα του πληθυσμού. Ωστόσο, το παιχνίδι ενδέχεται να μετατραπεί σε μπούμερανγκ. Στις αρχές του 2012, όταν το υπουργείο Εξωτερικών προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα εξηγώντας ότι η χώρα του δεν διεκδικεί το σύνολο της Θάλασσας της Νότιας Κίνας [6], η πρωτοβουλία του προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη, η οποία εδώ και δεκαετίες δέχεται ένα προπαγανδιστικό σφυροκόπημα που υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο. Στα φόρουμ του διαδικτύου, πολλοί ζητούν να γίνουν εκκαθαρίσεις στα ηγετικά κλιμάκια του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα οποία κατηγορούνται ότι στεγάζουν « προδότες » και « διεφθαρμένους » που « ρουφάνε το αίμα κι εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα του λαού » και « ξεπουλάνε τα εθνικά συμφέροντα της Κίνας » [7]. Η ηγεσία του κόμματος φοβάται ότι, εάν αυτή η πικρία εξαπλωθεί, ενδέχεται να οδηγήσει σε ταραχές που θα μπορούσαν να βλάψουν τη σταθερότητα της χώρας.
Όσον αφορά δε το Πεκίνο, δεν διστάζει να προβαίνει σε αντίποινα. Τα επεισόδια που συνέβησαν τον Απρίλιο του 2012 γύρω από τον ύφαλο Σκάρμπορο είναι αποκαλυπτικά της κλιμάκωσης. Αρχικά, οι Φιλιππίνες αντέδρασαν αντιμετωπίζοντας τους παρείσακτους Κινέζους ψαράδες με την αποστολή ενός πολεμικού σκάφους. Τότε, η Κίνα άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει ακόμα μια φορά τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα στον ύφαλο κι έστειλε στην περιοχή έναν στόλο για τη διατήρηση της τάξης και για να απαγορεύει την είσοδο των Φιλιππινέζων ψαράδων στη ζώνη. Οι εισαγωγές τροπικών φρούτων από τις Φιλιππίνες πάγωσαν και οι τουριστικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Παίρνοντας τον έλεγχο του υφάλου Σκάρμπορο κι απαγορεύοντας στους Φιλιππινέζους να ψαρεύουν στην περιοχή, η Κίνα δημιούργησε ένα τετελεσμένο γεγονός προς όφελός της.
Το Τόκιο κατηγορείται ότι υπηρετεί την Ουάσιγκτον
Το Πεκίνο αντέδρασε με εξίσου σκληρό τρόπο τον Ιούνιο, όταν το Βιετνάμ υιοθέτησε νόμο για τα θαλάσσια ζητήματα με τον οποίο εισήγαγε νέους κανόνες ναυσιπλοΐας στα ύδατα των νήσων Σπράτλεϊ και Πάρασελ. Καθώς το ζήτημα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο για το Πεκίνο, η κινεζική εξουσία αντέδρασε ακαριαία, αναγγέλλοντας ότι το σύμπλεγμα των νήσων ανακηρύσσεται κινεζικός νομός με πρωτεύουσα τη Σάνσα και ότι σε αυτό εγκαθίσταται στρατιωτική φρουρά. Για να μην μείνει πίσω, η China Νational Offshore Oil Corporation (CNOOC) ανακοίνωσε ότι χορήγησε άδειες για την πραγματοποίηση ερευνών για τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου σε εννέα τοποθεσίες που βρίσκονται εντός της βιετναμικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και οι οποίες συμπίπτουν με τις τοποθεσίες για τις οποίες το Ανόι έχει ήδη δώσει άδεια στην εταιρεία Petro Vietnam.
Προς μεγάλη ικανοποίηση του Πεκίνου, οι απόπειρες του Βιετνάμ και των Φιλιππίνων να συμπεριληφθεί μια δήλωση γι’ αυτά τα ζητήματα στο πρόγραμμα της 45ης συνάντησης υπουργών της Ένωσης των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN), που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2012, απέτυχαν εξαιτίας της αντίθεσης της Καμπότζης, η οποία ήταν η χώρα που φιλοξενούσε τη συνάντηση. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κινεζικής στρατηγικής, η οποία συνίσταται στην αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης με διαφορετικό τρόπο, έτσι ώστε να τις κερδίζει όλες, κάθε μία χωριστά.
Κι ενώ οι εντάσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας έδειχναν να έχουν φτάσει στο αποκορύφωμά τους το περασμένο καλοκαίρι, τον Σεπτέμβριο ξέσπασε ακόμα μία κρίση, αυτή τη φορά στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας. Πυροδοτήθηκε από την αναγγελία της ιαπωνικής κυβέρνησης ότι αγόρασε τις τρεις από τις πέντε νήσους Σενκάκου/Ντιαόγιου, οι οποίες ανήκαν μέχρι τότε σε έναν πάμπλουτο Ιάπωνα επιχειρηματία [8]. Οι ιαπωνικές αρχές δικαιολόγησαν την εξαγορά με την επιθυμία τους να εμποδίσουν την άνοδο της δημοτικότητας του εθνικιστή κυβερνήτη του Τόκιο, ο οποίος παραιτήθηκε για να ιδρύσει κόμμα. Κατά τη γνώμη τους, η επιχείρηση έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν από την ανάληψη καθηκόντων από τον νέο Κινέζο πρόεδρο, Ξι Ζινπίνγκ, για « να μην ερμηνευθεί ως χαστούκι εναντίον του ». Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα.
Στη συγκεκριμένη περιοχή της Ασίας, ο εθνικισμός καθιστά τις συνοριακές διενέξεις πολύ πιο εκρηκτικές απ’ ότι σε άλλα σημεία [9]. Εξαιτίας των φρικαλεοτήτων που διέπραξε ο ιαπωνικός στρατός όταν εισέβαλε στην Κίνα, η διένεξη για το νομικό καθεστώς των νήσων Ντιαόγιου/Σενκάκου προκαλεί στη χώρα οργή κι επιθυμία για εκδίκηση. Επίσης, στη Νότια Κορέα, οι νήσοι Τακεσίμα (για τους Ιάπωνες, αλλά Ντόκντο για τους Νοτιοκορεάτες) αποτελούν άλλο ένα μήλον της έριδος. Από την άλλη πλευρά, πολλοί Ιάπωνες αισθάνονται ότι απειλούνται από την αύξηση της ισχύος του κινεζικού « δράκου », καθώς φοβούνται ότι θα αρχίσει να διαβρώνει την εθνική κυριαρχία τους.
Παρόλο που στην Κίνα η κυβέρνηση κατόρθωνε στο παρελθόν να χειραγωγεί τα εθνικιστικά αισθήματα, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της, σήμερα, ο έλεγχος που ασκεί πάνω στον πληθυσμό έχει αρχίσει να εξασθενεί. Η ανάδυση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας έχει δημιουργήσει έναν νέο χώρο, τον οποίο εκμεταλλεύεται η αντι-ιαπωνική καχυποψία, τον μετατρέπει, μάλιστα, σε δύναμη η οποία θα μπορούσε να κλονίσει τα θεμέλια της εξουσίας. Στο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης που τροφοδοτείται από την εντύπωση ότι η κυβέρνηση απέτυχε να εφαρμόσει πολιτική πυγμής απέναντι στο Τόκιο, προστίθεται η διαρκώς αυξανόμενη οργή που προκαλείται από τη διαφθορά, την ανυπαρξία κοινωνικής προστασίας και την κατακόρυφη άνοδο των τιμών στην κτηματαγορά.
Επιπλέον, εξαφανίζεται σταδιακά η παλαιότερη γενιά, η οποία είχε πολεμήσει ενάντια στα ιαπωνικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η οποία φαινόταν να νομιμοποιείται να προωθήσει μια πολιτική ειρήνης με την Ιαπωνία. Ένα μέρος των υψηλόβαθμων διπλωματών που κατευθύνει σήμερα τις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας θεωρεί ότι, στο εξής, η Κίνα δεν έχει καμία υποχρέωση να σέβεται και να προσπαθεί να αποφεύγει να ταπεινώνει τις αντίπαλες προς αυτήν δυνάμεις, από τη στιγμή που έχει επισκιάσει την Ιαπωνία στο οικονομικό επίπεδο και ενδέχεται να κάνει πολύ σύντομα το ίδιο και προς τις ΗΠΑ. Η προσοχή τους στρέφεται ολοένα περισσότερο στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις και ολοένα λιγότερο στις κινεζοϊαπωνικές. Για μεγάλο αριθμό Κινέζων διπλωματών, το Τόκιο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παράρτημα της Ουάσιγκτον. Θεωρούν δε, ότι η ιαπωνική εξωτερική πολιτική είναι απόλυτα εξαρτημένη από την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ασία, η οποία αποσκοπεί στο να εμποδιστεί η άνοδος της ισχύος της Κίνας.
Δεδομένων όλων αυτών, η νευρικότητα του Πεκίνου απέναντι στην ενέργεια των Ιαπώνων να αποκτήσουν την κυριότητα των νήσων Σενκάκου/Ντιαόγιου εντάθηκε ακόμα περισσότερο και μεταφράστηκε σε οικονομικά αντίποινα και σε μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια, στα οποία συμμετείχαν η αεροπορία, το ναυτικό και μια μονάδα εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων. Επιπλέον, οι κινεζικές αρχές ανήγγειλαν επίσημα την οριοθέτηση μιας αδιάβατης συνοριακής γραμμής, με την οποία το σύμπλεγμα των νήσων τίθεται υπό κινεζική διοίκηση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν προχωράει σε μια ρητή προσάρτησή τους, η Κίνα αποκτά ελευθερία κινήσεων και μπορεί στο εξής να στέλνει τα περιπολικά σκάφη της σε μια ζώνη η οποία έως τώρα τελούσε υπό των έλεγχο των σκαφών της ιαπωνικής ακτοφυλακής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ακόμα περισσότερο η πιθανότητα να ξεσπάσουν νέα επεισόδια.
Η άνοδος των εθνικισμών, ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών, η απουσία μιας ηγεμονικής δύναμης στην περιοχή και ο επισφαλής χαρακτήρας των πολιτικών αλλαγών επιδεινώνουν το ενδεχόμενο να πυροδοτηθεί ένας φαύλος κύκλος πολέμων και συγκρούσεων στην περιοχή. Ο κίνδυνος εντείνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι θεσμοί, οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν αυτήν την κλιμάκωση έχουν εξασθενήσει σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.

Notes
[1] «Dangerous waters», «Foreign Policy», Ουάσιγκτον, 17 Σεπτεμβρίου 2012
[2] «Set aside dispute and pursue joint development», υπουργείο Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, 17 Νοεμβρίου 2000. Βλέπε επίσης, «White paper on China’s peaceful development», Information Office of the State Council, 6 Σεπτεμβρίου 2011.
[3] «Stirring up the South China Sea», Asia Report, n°223, International Crisis Group, Πεκίνο, 23 Απριλίου 2012.
[4] «Fish story», «Foreign Policy», 25 Ιουνίου 2012.
[5] «Stirring up the South China Sea», Asia Report, όπ.π.
[6] Συνέντευξη τύπου του εκπροσώπου του υπουργού Εξωτερικών, Χονγκ Λέι, 29 Φεβρουαρίου 2012.
[7] Βλ. «Πώς οι προδοτικές ελίτ ξεπουλάνε τα κινεζικά συμφέροντα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας» (στην κινεζική γλώσσα), 1η Ιουλίου 2011, www.china.com. Επίσης, «Οι προδότες της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, εχθροί του λαού. Αιώνιο έγκλημα» (στην Κινεζική), 15 Μαΐου 2012, www.nansha.org.cn.
[8] Βλέπε Christian Kessler, «Iles Senkaku/Diaoyu, aux origines du conflit sino-japonais», Planète Asie, 25 Σεπτεμβρίου 2012, http://blog.mondediplo.net.
[9] Βλέπε «China and Japan’s simmering island row is threatening to boil over», «The Guardian», Λονδίνο, 20 Αυγούστου 2012.